
Ζούμε σε μια παράξενη στιγμή του ανθρώπινου πολιτισμού, όπου το βλέμμα αποτελεί το κύριο συνάλλαγμα μιας κοινωνικής εντροπίας,υποκαθιστώντας μάλιστα ουσιώδεις κοινωνικές αρχές. Οι ζωές μας εκτίθενται στα μέσα δικτύωσης, οι σχέσεις μας διαμεσολαβούνται από οθόνες, και η ταυτότητά μας χτίζεται λιγότερο πάνω στο «ποιοι είμαστε» και περισσότερο πάνω στο «πώς φαινόμαστε». Είναι αυτό που στην μονογραφία μου «Η κοινωνική αλλαγή μέσα από την τεχνολογία» (2023, Νομική Βιβλιοθήκη ΑΕΕΤΕ), ονομάζω «κόσμο της βιτρίνας», με κοινωνικές σχέσειςπου δεν «είναι», αλλά που «φαίνονται». Πρόκειται για ένα μετανεωτερικό χωροχρονικό πεδίο, όπου η ρηχή επιφάνεια έχει σχεδόν αντικαταστήσει το πνευματικό βάθος, αποθεώνοντας ταυτόχρονα τον εκχυδαϊσμό της δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, με κάθε λογής τσαρλατανισμούς.
Αν αναζητήσουμε τις ρίζες αυτής της πολιτικής μεταμόρφωσης, θα συναντήσουμε έναν παλιό γνώριμο, τον MaxWeber. Ήταν εκείνος που μίλησε πρώτος για τη διαδικασία του εξορθολογισμού στη νεωτερικότητα — τη συστηματική υποταγή της δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας στη λογική της αποτελεσματικότητας και του υπολογισμού. Αυτή η λογική δημιούργησε, όπως υπογράμμιζε εμφαντικά, έναν «σιδερένιο κλωβό» (stahlhartesGehäuse), μέσα στον οποίο ο άνθρωπος ζει παγιδευμένος σε μηχανισμούς, θεσμούς και κανόνες, δίχως αποκούμπι για πνευματική ανάσα.
Στον ορίζοντα της τεχνοψηφιακής ατράκτου και δη περισσότερο της γεωμετρικής ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης, όπου παράλληλα συνιστούν αντικείμενα επιτηδευμένης κατάχρησης, τούτοςο κλωβός δεν εξαφανίστηκε, αλλάμάλλον εξαϋλώθηκε. Οι μηχανισμοί ελέγχου μετατράπηκαν σε μηχανισμούς εξεικόνισης. Η πειθαρχία αντικαταστάθηκε από την αυτοπροβολή και η υπακοή από την ανάγκη να φαινόμαστε παρόντες. Η εικόνα έγινε η νέα μορφή εξουσίας — πιο ήπια, πιο ελκυστική, αλλά εξίσου δεσμευτική και με προδιαγραφές ολοκληρωτικού χαρακτήρα που αντανακλώνται συστημικά, σε μια απρόσωπη κατ’ ευφημισμό δημοκρατία.
Και κάπου εδώ αναδύεται μια τραγική ειρωνεία. Στην στιγμή του «φαίνεσθαι», ακόμη και η σοβαρότητα έχει απωλέσει την ελκυστικότητά της. Οι στοχαστικοί, εσωτερικοί άνθρωποι —άνδρες ή γυναίκες— μοιάζουν ξένοι σε μια κουλτούρα που απαιτεί διαρκή εξωστρέφεια, ελαφρότητα και ψηφιακή ζωηρότητα. Ο σοβαρός άνθρωπος εκπέμπει σιωπή και η σιωπή σήμερα θεωρείται σχεδόν ελάττωμα, σαν μορφή αναπηρίας. Έτσι, δεν είναι σπάνιο να βλέπεις τη μεστή σκέψη να θεωρείται «αντιαισθητική» και τη φιλοσοφημένη στοχαστικότητα ως «αντιερωτική». Ο κόσμος της βιτρίνας δεν επιβραβεύει το βάθος — επιβραβεύει το φωτισμένο βλέμμα του φακού, ό,τι δηλαδή λαϊκά θα αποκαλούσαμε «δηθενιά».
Από μια βεμπεριανή σκοπιά, αυτό δεν είναι παρά η επέκταση του εξορθολογισμού στο πεδίο της επιθυμίας. Ο έρωτας, η έλξη, ακόμη και η ανάγκη για ανθρώπινη σύνδεση, υποτάσσονται στην λογική της προβολής και των (από)μιμήσεων. Η αυθεντικότητα έγινε το μόνο πράγμα που δεν μπορεί να «πωληθεί». Ο Weber θα έβλεπε σε τούτο μια νέα φάση της απομάγευσης του κόσμου, πως η μαγεία δεν εξαφανίστηκε, απλώς έγινε εικονική. Το προσδοκώμενο «θαύμα» είναι πια η οθόνη που φωτίζει το πρόσωπό μας, ενώ πίσω της απλώνεται μια υπαρξιακή σιωπή. Ο άνθρωπος γίνεται επιτελεστής του εαυτού του — παίζει ένα ρόλο χωρίς πραγματικό κοινό, ομοιάζει με γραφική καρικατούρα σε μια σκηνή χωρίς έξοδο.
Ο «κόσμος της βιτρίνας» δεν περιορίζεται στην ιδιωτική μας σφαίρα· έχει κατακλύσει και την πολιτική. Η εξουσία πλέον δεν ασκείται μόνο με νόμους, αλλά με εικόνες. Η πολιτική επικοινωνία υποκαθιστά την πολιτική πράξη, ενώ η εντύπωση λειτουργεί ως νέο νόμισμα νομιμοποίησης. Ο πολιτικός δεν πείθει — προβάλλει. Ο πολίτης δεν συμμετέχει — παρακολουθεί. Έτσι, η δημοκρατία κινδυνεύει να γίνει ένα καλοφωτισμένο θέαμα, ένας «σιδερένιος κλωβός» που λάμπει από έξω, αλλά μέσα του δεν κατοικεί πια η πολιτική πράξη, μόνο η επιτέλεσή της.
Το καίριο ερώτημα που μένει ανοιχτό δεν είναι τεχνολογικό όμως, αλλά βαθιά ανθρώπινο. Μπορούμε άραγε να ξαναβρούμε το νόημα πίσω από το γυαλί της βιτρίνας; Ίσως, η απάντηση αρχίζει από το αν έχουμε θάρρος να κοιτάξουμε όχι την εικόνα μας, αλλά αυτό που παραμένει αθέατο και καλά κρυμμένο πίσω της.
Νεκτάριος Παρτασίδης
Κοινωνιολόγος