Γράφει η Χρυστάλλα Μωυσέως
Σχολική /Εκπαιδευτική Ψυχολόγος
Φανταστείτε το εξής σενάριο:
Είναι Κυριακή απόγευμα. Έχετε πει στον έφηβο γιο σας από την Παρασκευή το μεσημέρι να συμμαζέψει το δωμάτιο του. Ξέρετε ότι αύριο ξεκινάει άλλη μια σχολική εβδομάδα. Θα έχει μαθήματα, θα έχει φροντιστήρια, με αποτέλεσμα το δωμάτιο του να παραμείνει στην άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκεται για άλλη μια εβδομάδα. Παίρνετε το θάρρος, με ευγένεια και σεβασμό, να τον υπενθυμίσετε. Τότε αυτός γυρίζει επιδεικτικά την πλάτη του και σας λέει «θα το κάνω όταν έχω όρεξη.»
Όλοι μας έχουμε έρθει αντιμέτωποι με τέτοιου είδους «ξεσπάσματα αγένειας». Όλοι μας έχουμε έρθει αντιμέτωποι με τα τρανταχτά «όχι», τις τρανταχτές απειλές, τις φωνές, ακόμα και τα χτυπήματα. Όλοι μας έχουμε σκεφτεί από μέσα μας, τουλάχιστον μία φορά «τι στο καλό πάει λάθος με το παιδί μου;»
Υπάρχει μία υποβόσκουσα πεποίθηση με βάση την οποία η αγενής συμπεριφορά είναι μέρος του ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ το παιδί μας. Είναι μέρος της ταυτότητας, της προσωπικότητας, είναι κομμάτι της ύπαρξης του . Το πρόβλημα με αυτή την εικασία είναι ότι ενεργοποιεί κάτι το αρνητικό μέσα μας. Μας πυροδοτεί. Και αυτή η πυροδότηση οδηγεί σε τιμωρίες, σε φωνές, σε απειλές. Η πραγματικότητα είναι ότι ο μόνος λόγος που συμπεριφερόμαστε έτσι ως γονείς, είναι επειδή επιμένουμε να ταυτίζουμε την συμπεριφορά με το παιδί. Επιμένουμε να τα θεωρούμε ως ένα.
Μια άλλη πεποίθηση που έχουμε ως γονείς είναι ότι το παιδί μας, μας συμπεριφέρεται με αγένεια επειδή δεν μας σέβεται. Αυτή η πεποίθηση, πέραν του ότι επίσης ενεργοποιεί κάτι αρνητικό μέσα μας, είναι και πολύ εγωκεντρική, δεν νομίζετε; Βάζουμε τους εαυτούς μας στο επίκεντρο του τι συμβαίνει στο παιδί μας. Το παιδί μας έχει μια δυσκολία στο να διαχειριστεί συναισθηματικά μια κατάσταση. Αυτό εξωτερικεύεται ως αγένεια. Αλλά αντί να το δούμε έτσι, βλέπουμε την αντίδραση του παιδιού μας ως κάτι προσωπικό. «Α, έτσι νιώθει για μένα.»
Ακόμα μια λανθασμένη πεποίθηση που οδηγεί σε θυμό και εντάσεις, είναι η πεποίθηση ότι το παιδί μας «ξέρει». «Αφού ΞΕΡΕΙΣ ότι δεν τρώμε γλυκά πριν το δείπνο.» «Αφού ξέρεις ότι δεν σου επιτρέπω να χρησιμοποιείς το κινητό μου.» «Αφού τα είπαμε πολλές φορές.» «Αφού ΞΕΡΕΙΣ!» Υπάρχει ένα κενό ανάμεσα στο «ξέρω τι πρέπει να κάνω» και το «κάνω αυτό που πρέπει να κάνω». Μπορείτε να μου πείτε με ειλικρίνεια ότι εσείς κάνετε πάντα αυτό που ξέρετε ότι πρέπει να κάνετε; Μπορείτε να μου πείτε με ειλικρίνεια ότι δεν έχετε φάει ποτέ γλυκό λίγο πριν το φαγητό; Ότι δεν έχετε πει ποτέ «ναι είναι ώρα για ντουζ αλλά δεν έχω δύναμη, θα κάνω αύριο το πρωί». Ναι, το παιδί σου ξέρει. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα καταφέρνει πάντα να ελέγχει τις παρορμήσεις του. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει τις δεξιότητες που απαιτούνται για να διαχειριστεί τέτοιου είδους καταστάσεις.
Το αποτέλεσμα αυτών των λανθασμένων πεποιθήσεων είναι ότι καταλήγουμε τελικά να δείχνουμε μέσα από τις αντιδράσεις μας στο παιδί μας ότι το βλέπουμε σαν ένα «κακό», αγενές παιδί. Οπότε, έχουμε μία
«κακή» συμπεριφορά, αντιδρούμε σαν να έχουμε ένα «κακό» παιδί, το παιδί μας ταυτίζεται ακόμα περισσότερο με αυτό τον ρόλο, άρα συνεχίζει να συμπεριφέρεται με τον ίδιο ή και χειρότερο τρόπο. Την ίδια στιγμή, το παιδί μας αισθάνεται μόνο του. Αισθάνεται αποσυνδεδεμένο από εμάς. Αισθάνεται ότι δεν το καταλαβαίνουμε.
Σκεφτείτε το αλλιώς: πώς θα αισθανόσασταν αν σας έλεγα ότι χθες το απόγευμα έστειλα τον 4χρονο γιο μου στο δωμάτιο του επειδή δεν κατάφερνε να κάνει ποδήλατο; Πώς θα αισθανόσασταν αν σας έλεγα ότι του έβαλα τις φωνές και του είπα να βγει από το δωμάτιο του μόνο όταν ξέρει πώς να το κάνει; Είμαι βέβαιη ότι η συμπεριφορά μου δεν σας φαίνεται καθόλου λογική. Κάποιοι ίσως και να θυμώνετε μ’αυτό που διαβάζετε. Την ίδια στιγμή όμως, μας φαίνεται απόλυτα λογικό να στείλουμε το παιδί μας στο δωμάτιο του επειδή μας μίλησε άσχημα, λέγοντας του «να βγεις όταν μάθεις να συμπεριφέρεσαι καλύτερα.» Υπάρχει περίπτωση να μπορέσουν να μάθουν πώς να συμπεριφέρονται καλύτερα κλεισμένα μόνα τους μέσα σε ένα δωμάτιο; Η απάντηση είναι όχι. Για να μάθουν χρειάζονται 2 πράγματα: σύνδεση μαζί μας, και δεξιότητες.
Ας αλλάξουμε λοιπόν, τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Ας δούμε τη συμπεριφορά ως ένα σημάδι του τι χρειάζεται το παιδί μας. Η αγένεια προς τους γονείς, συχνά σημαίνει ότι υπάρχουν έντονα συναισθήματα που το παιδί δεν μπορεί να διαχειριστεί. Σημαίνει επίσης ότι το παιδί αισθάνεται αποσυνδεδεμένο από εμάς. Αν επιλέξουμε να το δούμε έτσι, τότε πώς αντιδρούμε;
- Ενσυναίσθηση: Όταν το παιδί μας θυμώνει επειδή στην υπεραγορά θέλει να αγοράσει τα ζαχαρωτά που δεν επιτρέπεται να τρώει, ή όταν ξεκινά να μας μιλάει άσχημα επειδή έχει τελειώσει η ώρα που δικαιούται να κρατά το τάμπλετ, δείχνουμε ότι καταλαβαίνουμε. «Ήθελες πάρα πολύ να αγοράσεις εκείνα τα ζαχαρωτά…ξέρω”. ‘Η «εύχεσαι να μπορούσες να παίζεις με το τάμπλετ όλο το απόγευμα…καταλαβαίνω.»
Γιατί είναι τόσο σημαντικό; Γιατί με τον τρόπο αυτό, επιβεβαιώνεις στο παιδί σου ότι είσαι εκεί, ότι ξέρεις πως νιώθει, και άρα τώρα νιώθει λιγότερο μόνος. Δεν λέω ότι με τον τρόπο αυτό θα προλαβαίνετε την κρίση ΚΑΘΕ φορά. Θα υπάρχουν φορές που το ξέσπασμα θα έρχεται ακόμα κι αν εσείς πείτε όλα τα σωστά λόγια. Θα έρχεται όμως από ένα μέρος ασφάλειας και σύνδεσης. Το παιδί σας θα εξωτερικεύει αυτό που νιώθει χωρίς να νιώθει ότι βιώνει όλο αυτό μόνο του.
Άλλος ένας λόγος που αυτό είναι σημαντικό είναι ότι δείχνει στο παιδί έναν εναλλακτικό τρόπο να εκφράζει τις ανάγκες του. Και θα το δείτε ότι όταν ξεκινήσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την στρατηγική συχνά, κάποια στιγμή θα ακούσετε τα παιδιά σας να το εκφράζουν και τα ίδια. Θα τα ακούσετε να σας λένε «μακάρι να μπορούσα να φάω το μπισκότο μου πριν το δείπνο», ή «ήθελα πάρα πολύ να μπορούσα να μείνω σπίτι της Δανάης το βράδυ.» Η φωνή σας θα γίνει φωνή τους.
- Μη-συμμετοχή σε power struggles: Όταν το παιδί μας μας λέει «Όχι, δεν θα συμμαζέψω το δωμάτιο μου τώρα», αν απαντήσουμε με το γνωστό «δεν μπορείς να μου μιλάς έτσι, δεν αποφασίζεις εσύ, πήγαινε να συμμαζέψεις το δωμάτιο σου ΤΩΡΑ αλλιώς…» σημαίνει ότι έχουμε χάσει. Σημαίνει ότι όταν το παιδί μας με το «όχι» του μας προσκάλεσε σε power struggle, εμείς δεχτήκαμε την πρόσκληση ακόμα κι όταν ως ενήλικες ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν προκύπτει ποτέ τίποτα θετικό από αυτό. Αν ενδώσουμε στο power struggle το παιδί μας αυτόματα θα παλέψει πίσω. Αν όμως απλώς κάνουμε παύση και δείξουμε περιέργεια για το τι προκαλεί την συμπεριφορά, τότε του δίνουμε χρόνο να επεξεργαστεί με ηρεμία τον τρόπο που μίλησε.
- Σύνδεση και επιλογές: Μέσα από την παύση, μας δίνεται χρόνος να σκεφτούμε πώς θα μπορούσαμε να δράσουμε έτσι ώστε να ενδυναμώσουμε την σύνδεση μας με το παιδί μας και να του δώσουμε ένα μέρος του ελέγχου της κατάστασης. Στο πιο πάνω παράδειγμα, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε λέγοντας «ξέρω, κι εγώ βαριόμουν πολύ να καθαρίζω το δωμάτιο μου όταν μου έλεγε η γιαγιά σου να το κάνω. Θέλεις να φας ένα σνακ και να το κάνεις μετά;» Ή «ξέρω, βαριέσαι να κάνεις μπάνιο και προτιμάς να παίξεις με τα ζωάκια σου, θα ήθελες να σε μεταφέρω στο μπάνιο στην πλάτη μου ή θέλεις να κάνουμε διαγωνισμό και να δούμε ποιος θα φτάσει πρώτος;»
- Πρότυπα: Πολύ απλά, δείξτε με την συμπεριφορά σας στο παιδί σας, πώς θα θέλατε να συμπεριφέρεται και το ίδιο. Όταν σας μιλάει με αγένεια, μπορείτε να ανταποκριθείτε λέγοντας του «ξέρω ότι αισθάνεσαι κάτι πολύ έντονο αυτή την στιγμή, αλλά έτσι όπως μου το λες, δυσκολεύομαι να σε καταλάβω. Μπορείς σε παρακαλώ να μου το πεις με κάποιο άλλο τρόπο;» Ή πολύ απλά απαντήστε όπως θα θέλατε να είχαν απαντήσει. Αν για παράδειγμα το παιδί σας στο τραπέζι ουρλιάζει και μιλάει άσχημα επειδή του βάλατε μπρόκολο στο πιάτο του, μπορείτε να απαντήσετε «μαμά, το μπρόκολο δεν είναι και το πιο αγαπημένο μου λαχανικό. Θα μπορούσαμε αύριο να φάμε κάποιο άλλο λαχανικό;»
Η απάντηση λοιπόν, στο εσωτερικό αυτό ερώτημα «τι στο καλό πάει λάθος με το παιδί μου» είναι «τίποτα». Τίποτα δεν πάει λάθος με το παιδί σου. Το λάθος βρίσκεται στον τρόπο που εμείς, ως γονείς, επιλέγουμε να ερμηνεύουμε αυτές τις συμπεριφορές και συνακόλουθα, να αντιδρούμε σε αυτές τις συμπεριφορές.