Οικογένεια Περεντών…..
Όλα ξεκίνησαν γύρω στο 1915, όταν ο γέρο Γιαννής Αβραάμ και η γιαγιά Μαρίτσα πούλησαν το κοπάδι τους στη Γιόλου και με τις δυσκολίες της εποχής εκείνης έφτασαν στη Λεμεσό για μια καλύτερη ζωή.
Μεγαλώνοντας τα παιδιά τους έκαναν διάφορες δουλειές για να επιζήσουν. Ο Θείος ο Κώστας είχε ραφείο και μετά στεγνοκαθαριστήριο, ο πατέρας μου Δημήτρης και ο θείος ο Γιώρκος έγιναν σκαρπάρηδες, ο θείος ο Άνθιμος πελεκάνος, ο θείος ο Ευγένειος οικοδόμος.
Ήταν και η θεία Καλλιόπη σε ένα σπίτι που έμοιαζε πιο πολύ με παρεκκλήσι καθώς και η θεία Αντριάνα που δε γνωρίσαμε ποτε. Όλοι τους δούλευαν πολύ σκληρά. Ο Κώστας και ο Δημήτρης έπαιξαν και ποδόσφαιρο σε ομάδες της εποχής.
Πριν κατεδαφίσουμε το πατρικό μας σπίτι στη γωνία Σαχτούρη-Γλάδστωνος, πήγα και το φωτογράφισα. Δεν έμεινα πολλή ώρα, επειδή η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Πρόλαβα να δω στους γύψινους τοίχους της μοναδικής κρεββατοκάμαρης τα σχέδια που έκανα με μολύβι. Αργότερα που είδα στις φωτογραφίες ένα εγκαταλελειμμένο χώρο που ζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια, δεν πίστευα ότι μεγαλώσαμε εκεί τόσες ψυχές.
Όλοι μας, όπως όλες οι οικογένειες της εποχής εκείνης, ζήσαμε με στερήσεις και δυσκολίες. Βασικό μας μέλημα, όπως μας έλεγαν οι γονιοί μας, ήταν να μορφωθούμε. Δουλεύαμε τα καλοκαίρια για να πληρώσουμε το εσωτερικό ταμείο του Γυμνασίου και ν’αγοράσουμε τα βιβλία της επόμενης σχολικής χρονιάς.
Κι όπως συμβαίνει συχνά, μεγαλώνοντας σκορπίσαμε άλλοι στην ίδια τη Λεμεσό, άλλοι στη Λευκωσία και στη Λάρνακα κι άλλοι στο εξωτερικό. Οι μνήμες ήταν πάντα μαζί μας. Η Παμπούλα, το Σιναχώρι, η Αγία Τριάδα. Τα φαγητά της μητέρας, ο σκληρός αγώνας του πατέρα, τα παιχνίδια στις γειτονιές, τα γλυκά και ο κήπος της γιαγιάς, η εκκλησία και το κατηχητικό, οι συμμαθητές κι οι συμμαθήτριές μας, οι παρελάσεις, η Δευτέρα Αστική, το Λανίτειο και τ’ άλλα σχολεία, το Γ.Σ.Ο., οι χορωδίες, τα γιορτινά τραπέζια και τα τραγούδια, το νόμισμα της βασιλόπιττας αλλά και η γλυκιά μυρωδιά της πίττας του Αγίου Φανουρίου. Τόσα πολλά μαζεμένα, για μια περίοδο που η στέρηση κυριαρχούσε, αλλά η αγάπη πότιζε τις μέρες και ήμασταν ευτυχισμένοι με ό,τι είχαμε.
Η αγωνία για το τι θα γίνουμε όταν μεγαλώσουμε διαλύθηκε όταν κάναμε οικογένεια. Οι προτεραιότητες άλλαξαν και θέλαμε τα παιδιά μας να έχουν μια καλύτερη ζωή. Το προσπαθήσαμε. Οι οικογένειές μας «έβγαλαν» ( όπως λέγαν οι παλιοί) καλούς και δραστήριους ανθρώπους.
Σε όλους τους τομείς. Στην εκπαίδευση, στην οικονομία, στο δημόσιο τομέα, στις τέχνες και στα γράμματα, στην επιχειρηματικότητα, στον αθλητισμό, στους Εθνικούς Αγώνες. Και τα παιδιά μας μετέπειτα, κι αυτά έκαναν τις δικές τους οικογένειες και συνεχίζεται το Περενταίϊκο!
Δεν τα λέμε αυτά για να κάνουμε τους σπουδαίους. Ο καθένας βάζει το λιθαράκι του στο οικοδόμημα της ζωής και της πατρίδας. Ο χρόνος έδειξε πως οι ευχές των μανάδων μας έπιασαν. «Νά’ σιεις την εφτζή μου γιέ μου. Να πάεις στο καλό. Να προσέχεις. Ο Θεός μαζί σου».
Σήμερα, η κατάσταση είναι λίγο διαφορετική. Άλλο το περιβάλλον, άλλος ο κόσμος, άλλες οι καθημερινές μας. Πολλά πρόσωπα που αγαπήσαμε χάθηκαν στη χοάνη του καιρού. Τα θυμόμαστε τις νύχτες της μοναξιάς μας, όταν έχουμε ανάγκη να μιλήσουμε και να πάρουμε τη γνώμη τους και τα βλέπουμε στις φωτογραφίες που πάγωσαν. Όμως, έχουμε βαθειά μέσα στη ψυχή μας τις εικόνες, τις μυρωδιές, τα λόγια των γονιών και των συγγενών μας.
Τη ζωή τώρα την περνάμε ανάμεσα στα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά μας. Κι ευχόμαστε σύντομα να ξαναβρεθούμε για να γεμίσουμε το μέλλον με ελπίδα και χαμόγελο. Με το πείσμα και την αγάπη των Περεντών η ζωή θα συνεχίσει.
Λέμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στους παππούδες, στις γιαγιάδες, στους γονείς μας, στους συντρόφους μας, και σε όσους δεν είναι μαζί μας , αλλά μας παρακολουθούν και μας καθοδηγούν.
Λούης Περεντός