Δεν είναι λίγες οι φορές που ακούμε τους μεγαλύτερους να συμβουλεύουν τους νέους γονείς να δίνουν όλη τους την προσοχή στα παιδιά ανεξαρτήτου ηλικίας και με αμεσότητα να ανταποκρίνονται στα καλέσματά τους. Ποιες όμως είναι οι περιπτώσεις όπου καλούμαστε να αφαιρέσουμε τα βλέμματα από τα παιδιά και πώς η προσοχή έρχεται να επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα στην ανάπτυξη των συμπεριφορών των παιδιών μας;
Στη βρεφική ηλικία (0 με τέλη 2ου έτους), οι ανάγκες των βρεφών εκδηλώνονται κυρίως μέσα από το κλάμα, αφού η γλωσσική ικανότητα δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί επαρκώς, στιγμές στις οποίες οι γονείς καλούνται να ανταποκρίνονται με τυπικότητα και αμεσότητα.
Η άμεση παρέμβαση του γονέα στις ανάγκες των παιδιών αυτής της τόσο νεαρής ηλικίας, έρχεται να οδηγήσει στην εξέλιξη ενός καλού δεσμού μεταξύ γονέα και παιδιού και στο κτίσιμο του συναισθήματος της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης, απαραίτητα και καθοριστικά συναισθήματα που πολλές φορές συνδέονται με τον τρόπο που τα άτομα αρκετά χρόνια αργότερα θα αναπτυχθούν και θα συνυπάρξουν μέσα από τις κοινωνικές τους σχέσεις.
Αργότερα, κατά τη νηπιακή ηλικία (3ων με τέλη 5ου έτους), τα παιδιά ξεκινούν να «καλούν» τους γονείς για περιπτώσεις που δεν αφορούν μόνο τις βασικές βιολογικές τους ανάγκες, αλλά και τις περισσότερο κοινωνικές τους ανάγκες, όπως είναι το παιχνίδι.
Σε αυτά τα καλέσματα οι γονείς χρειάζεται ξανά να ανταποκριθούν με σταθερότητα, και φυσικά εντός ορίων, αφού πλέον το παιδί μέσα από τη συνύπαρξη και την αλληλεπίδραση με τους γονείς του αναπτύσσει τον κοινωνικό του εαυτό, μαθαίνει να μοιράζεται και να συνεργάζεται και με άλλα άτομα, έστω και αν σε αρκετές περιπτώσεις επιλέγει στον κύκλο του παιχνιδιού να παίζει μόνο.
Μέχρι που στην παιδική ηλικία (6-11 ετών), τα παιδιά έχουν ανάγκη την προσοχή των γονέων τους για την εξυπηρέτηση των βιολογικών (φαγητό), κοινωνικών (παιχνίδι με γονείς) και προσωπικών τους αναγκών (αναγνώριση, αγορά υλικών αγαθών, επίσκεψη σε πάρκο κτλ.), όπου επίσης οι γονείς καλούνται να αφουγκράζονται και να ανταποκρίνονται σε αυτές τις ανάγκες. Τί χρειάζεται όμως οι γονείς να προσέξουν μέσα από αυτή τη διαδικασία; Συνεχίζουν κατά την παιδική ηλικία να ανταποκρίνονται με αμεσότητα σε όλες τις ανάγκες; Είναι πάντα διαθέσιμοι; Μήπως υπάρχουν στιγμές που οι γονείς χρειάζεται να κάνουν το εντελώς αντίθετο… να μην δώσουν δηλαδή σημασία στα αιτήματα των παιδιών τους; Πώς η προσοχή των γονέων συνδέεται με τις συμπεριφορές των παιδιών;
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι γονείς ανεξαρτήτου ηλικίας, είναι σημαντικό να αφουγκράζονται τις ανάγκες των παιδιών και να ανταποκρίνονται στα καλέσματά τους.
Με την προσοχή τους ως το σημαντικότερο δώρο των παιδιών χρειάζεται να λειτουργούν και να την παρέχουν με φειδώ. Είναι συχνό φαινόμενο, το οποίο παρατηρείται από τη βρεφική ηλικία, οι γονείς μέσα από την προσοχή τους να προσπαθούν να αντιμετωπίσουν μια «αρνητική» συμπεριφορά του παιδιού.
Φυσικά, αυτή η συμπεριφορά στη βρεφική και νηπιακή ηλικία, τις περισσότερες φορές αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση μιας βιολογικής ανάγκης, που μπορεί να είναι το φαγητό, η ασφάλεια, η φροντίδα. Μεγαλώνοντας, στην προσπάθεια των παιδιών να αποκτήσουν κάτι σημαντικό για αυτά (παιχνίδι, υλικό αγαθό, σημασία, χρόνο με γονείς), και στην προσπάθεια των γονέων να ανταποκριθούν στα καλέσματα των παιδιών τους, συχνά δίνονται λανθασμένα μηνύματα στα παιδιά, καθοριστικά για τη μετέπειτα ανάπτυξη της συμπεριφοράς τους.
Και αναφερόμαστε στα συχνά παραδείγματα όπου ένα παιδί ζητά πολλά περισσότερα παιχνίδια από το κατάστημα από αυτά που «δικαιούται», ο γονέας το παροτρύνει να επιλέξει μόνο ένα, το παιδί με τη σειρά του αυξάνει την ένταση και με κλάμα απαιτεί αυτό που θέλει, μέχρι που ο γονέας για να αντιμετωπίσει το κλάμα και την ένταση του παιδιού του κάνει το χατίρι και του αγοράζει αυτά που ζητά.
Με τον ίδιο τρόπο, μπορούμε να αναφερθούμε στους γονείς που μιλάνε μεταξύ τους και το παιδί τους διακόπτει, το συμβουλεύουν να περιμένει τη σειρά του ενώ το παιδί συνεχίζει με περισσότερη ένταση να διεκδικεί τη θέση του άμεσα στη συζήτηση, μέχρι που του επιτρέπουν να διακόψει τον διάλογό τους για να αντιμετωπίσουν το θυμό του παιδιού. Καθημερινά επίσης παρατηρούμε γονείς, παπούδες, γιαγιάδες και ενήλικα πρόσωπα, να προσφέρουν γλυκά, παιχνίδια, βόλτες στα παιδιά για να σταματήσουν να κλαίνε.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ασυναίσθητα και ανυποψίαστα στέλνουμε το μήνυμα στα παιδιά ότι «από εδώ και πέρα για να γίνει αυτό που θες, χρειάζεται να κλάψεις και να φωνάζει, ή, με το κλάμα και τις φωνές, οι γονείς θα σου δώσουν αυτό που θες». Ακριβώς εδώ, η προσοχή χρειάζεται να δίνεται… με προσοχή!
Φυσικά, δεν υποστηρίζουμε τις τιμωρητικές πρακτικές, οι οποίες φαίνεται να μην είναι αποτελεσματικές, όμως τη θετική ενίσχυση των παιδιών, με τρόπο που οι ενήλικες θα τους χαρίζουν τη σημασία και προσοχή τους, όταν αυτά θα τη ζητάνε με επιθυμητούς τρόπους.
Έτσι, οι γονείς περιγράφουν στα παιδιά τους κανόνες της «αποστολής» τους, ότι δηλαδή στις περιπτώσεις που φωνάζουν και κλαίνε δυστυχώς οι μεγάλοι δεν μπορούν να τους ακούσουν, εκτός και αν επικοινωνήσουν ήρεμα και ευγενικά, και ξεκινούν πρώτα οι ίδιοι να τους τηρούν, αφαιρώντας την προσοχή τους από όλες τις αρνητικές συμπεριφορές των παιδιών, στέλνοντας τώρα το κατάλληλο μήνυμα που λέει ότι «η ήρεμη και ευγενική επικοινωνία μπορεί να σου προσφέρει αυτό που ζητάς»!.
Ιφιγένεια Στυλιανού,
(Σχολική Ψυχολόγος Μέλος Συνδέσμου Ψυχολόγων Κύπρου
Υποψήφια Διδάκτωρ Κλινικής Ψυχολογίας)