Το περιουσιακό ως παράμετρος επίλυσης του Κυπριακού σε εκδήλωση του ΚΥΚΕΜ στην Λάρνακα
Το περιουσιακό ως παράμετρος επίλυσης του Κυπριακού ήταν το θέμα συζήτησης σε εκδήλωση του ΚΥΚΕΜ την Πέμπτη στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Λάρνακας το βράδυ της Πέμπτης.
Ο Θεόφιλος Θεοφίλου, Πρέσβης Επί Τιμή, στην παρέμβασή του ανέφερε ότι το περιουσιακό και η διευθέτηση του με νόμιμο και δίκαιο τρόπο ενδιαφέρει και αφορά την Ε/Κ κοινότητα ως σύνολο προσθέτοντας ότι η εκχώρηση των Ε/Κ περιουσιών “στους αποκαλούμενους χρήστες, στους άρπαγες και στους σφετεριστές που τις οικειοποιήθηκαν παράνομα και τις νέμονται από το 1974, θα έχει αναπόφευκτα σε βάθος χρόνου πολύ αρνητικές και επικίνδυνες συνέπειες για την Ε/Κ κοινότητα σαν σύνολο και την επιβίωση του Ελληνισμού στην Κύπρο”.
Οι τέσσερις μέθοδοι με τις οποίες μπορεί να λυθεί στην πράξη το περιουσιακό, πρόσθεσε, είναι η αποκατάσταση, η αντιπαροχή, η ανταλλαγή και η αποζημίωση. Αφού ανέλυσε εις βάθος τις μεθόδους αυτές, ο κ. Θεοφίλου έθεσε και ερωτήματα “στους υπέρμαχους της αποδοχής του πλαισίου Γκουτέρες στο σύνολο του, περιλαμβανομένου και του επίμαχου σημείου για τις περιουσίες που δίνει τον πρώτο λόγο στον χρήστη”.
Για την αποκατάσταση εξήγησε ότι δεν γνωρίζουμε πόσες από τις 1.463.000 σκάλες γης Ε/Κ ιδιοκτησίας έχουν κτισθεί από ιδιώτες ή χρησιμοποιηθεί για δημόσια έργα από την παράνομη Τ/Κ διοίκηση. Ο Πρέσβης Θεοφίλου εξήγησε ότι παρά την εντατική οικοδόμηση που σημειώθηκε στα κατεχόμενα μετά το 2004 και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, εκτιμάται ότι το ποσοστό αυτής της γης που κτίστηκε δεν ξεπερνά το 10%.
Σε σχέση με την αντιπαροχή είπε ότιι η μέθοδος αυτή που συνιστά και μερική αποκατάσταση, θα εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που η περιουσία δεν μπορεί να επιστραφεί λόγω οικιστικής ανάπτυξης της. Εξήγησε ότι με την μέθοδο αυτή θα γίνεται αφ’ ενός μια δίκαιη και λογική διευθέτηση που θα σέβεται και αποκαθιστά μερικώς τουλάχιστον το ιδιοκτησιακό δικαίωμα και αφ’ ετέρου θα ενθαρρύνονται και προωθούνται συνεταιρισμοί και συνεργασίες μεταξύ Ε/Κ και Τ/Κ που θα συμβάλουν στην πραγματική επανένωση της χώρας, του λαού και της οικονομίας καθώς και στην ειρηνική συνύπαρξη και ομαλή εφαρμογή της λύσης.
Ο Πρέσβης Θεοφίλου είπε ότι για την μέθοδο της ανταλλαγής μπορεί να εφαρμοστεί για μερική διευθέτηση έχοντας υπ’ όψη ότι οι Τ/κ περιουσίες στις ελεύθερες περιοχές είναι μόνο 400.000 σκάλες περίπου και ότι η αξία τους είναι γενικά πολύ μικρότερη της αξίας των Ε/κ περιουσιών στα κατεχόμενα.
Ανέφερε ότι έχει το πλεονέκτημα ότι θα μπορούσε δυνητικά να είναι το αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης των Ε/κ και Τ/κ ιδιοκτητών των οποίων οι περιουσίες θα ανταλλαγούν, εμπεριέχει όμως δυσχέρειες αναφορικά με τον υπολογισμό της τρέχουσας αξίας των περιουσιών που θα ανταλλαγούν που δεν είναι μεν αξεπέραστο αλλά ούτε και εύκολη υπόθεση.
Για την αποζημίωση εξήγησε ότι είναι το έσχατο μέτρο για τη διευθέτηση του περιουσιακού και θα εφαρμοστεί στις περιπτώσεις εκείνες που δεν είναι δυνατό για σοβαρούς και ανυπέρβλητους λόγους να ακολουθηθούν οι άλλες μέθοδοι. Η μέθοδος αυτή, είπε, παρουσιάζει τις πιο πολλές δυσκολίες οι πιο σημαντικές από τις οποίες αφορούν ποιος θα καταβάλει την αποζημίωση, την εκτίμηση και συμφωνία για την τρέχουσα αξία της περιουσίας και την εξεύρεση των αστρονομικών ποσών που θα απαιτηθούν για την πληρωμή των αποζημιώσεων.
Στην παρέμβασή του, ο Γεώργιος Αρέστη, τέως Δικαστής του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), αναφέρθηκε στην Υπόθεση C-420/2007: Αποστολίδης v. Orams του ΔΕΕ, σημειώνοντας ότι «το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και η εφαρμογή του δεν ανακόπτονται λόγω της έκτακτης κατάστασης που επικρατεί στην Κύπρο». Επεσήμανε ότι παρόλο ότι έχει ανασταλεί η εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Δικαίου στα κατεχόμενα, οι αποφάσεις των κυπριακών δικαστηρίων πρέπει να τυγχάνουν αναγνώρισης και να εκτελούνται σε όλα τα Κράτη Μέλη έστω και αν αφορούν ακίνητη ιδιοκτησία στα κατεχόμενα όπου η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει τον έλεγχο.
Αυτό, όπως είπε, «σημαίνει ότι όλοι οι ‘’τίτλοι ιδιοκτησίας’’, που παράνομα εξέδωσε το ψευδοκράτος προς όφελος Τουρκοκυπρίων και αλλοδαπών, καθώς και όλες οι μεταγενέστερες πράξεις μεταβίβασης, υποθηκεύσεις ή και με οποιονδήποτε τρόπο δεσμεύσεις που βασίζονται στους παράνομους τίτλους και που δεν αναγνωρίζονται από την Κυπριακή Δημοκρατία δεν παρέχουν οποιαδήποτε περιουσιακά δικαιώματα ακόμα και σε καλόπιστους αγοραστές».
Εν συνεχεία, ο κ. Αρέστη επεσήμανε ότι «αυτοί οι οποίοι έχουν αγοράσει τέτοιες περιουσίες οι οποίες ουσιαστικά έχουν κλαπεί από τους Ελληνοκύπριους ιδιοκτήτες τους διατρέχουν τον κίνδυνο ανά πάσα στιγμή, εφόσον υπάρχει απόφαση κυπριακού δικαστηρίου, να υποχρεωθούν να συμμορφωθούν με την απόφαση αυτή, η οποία αναγνωρίζεται σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εκτελείται ως εάν να ήταν απόφαση κράτους μέλους της ΕΕ όπου επιχειρείται η εκτέλεσή της».
Ο τέως Δικαστής του ΔΕΕ υπογράμμισε ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία αλλά και Ελληνοκύπριοι ιδιοκτήτες περιουσιών στα κατεχόμενα με την πιο πάνω απόφαση (Σ.Σ. Αποστολίδης v. Orams) απέκτησαν ένα αποτελεσματικό όπλο στην προσπάθεια για ανακοπή του ξεπουλήματος των περιουσιών των Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα», το οποίο «δυστυχώς δεν αξιοποιήθηκε».
Ο κ. Αρέστη υπέδειξε ότι θα μπορούσε να είχε γίνει από το Κράτος όσο το δυνατό ευρύτερα γνωστή η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Αποστολίδης v. Orams, ιδιαίτερα εκτός Κύπρου, ώστε υποψήφιοι αγοραστές από κράτη μέλη της ΕΕ να σκεφτούν διπλά πριν αποφασίσουν να αγοράσουν. Τόνισε ακόμη ότι το Κράτος θα μπορούσε να είχε ενθαρρύνει ιδιοκτήτες περιουσιών στα κατεχόμενα, όπου υπάρχουν οι προϋποθέσεις, να επαναλάβουν αυτό που έκανε ο Μελέτης Αποστολίδης.
Καταληκτικά, εξέφρασε την πεποίθηση ότι «και σε πολιτικό επίπεδο η πιο πάνω απόφαση θα μπορούσε να δώσει επιχειρήματα στην Κυπριακή Δημοκρατία όταν συζητείται στις συνομιλίες το περιουσιακό, πράγμα που δεν έγινε και η απόφαση παρέμεινε κλειστή στα γραφεία των αρμοδίων».
O νομικός Σίμος Αγγελίδης στη δική του παρέμβαση αναφέρθηκε σε άμεση αξιοποίηση του ποινικού κώδικα και άλλης εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας σε σχέση με τον παράνομο σφετερισμό Ε/Κ ιδιοκτησίας για δημιουργία σοβαρής και αποτελεσματικής δύναμης αποτροπής στην περαιτέρω παράνομη κάρπωση και εκμετάλλευση των περιουσιών μας χωρίς καμία συνέπεια.
Αναφέρθηκε και στην ενημέρωση πώς η επίκληση του διεθνούς και εθνικού δικαίου μπορεί να αξιοποιηθεί για υποθέσεις κατά της Τουρκίας στα επαρχιακά δικαστήρια της Κερύνειας που εδρεύει προσωρινά στη Λευκωσία ή της Αμμοχώστου, ξεπερνώντας τον σκόπελο που έθεσε το ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Δημόπουλος και άλλες και την επιτροπή αποζημιώσεων στις κατεχόμενες περιοχές.
Ανέφερε ότι το πρώτο μέτρο, για να μπορεί να έχει αποτέλεσμα, θα πρέπει κρατικές υπηρεσίες και αρχές όπως αστυνομία, μυστικές υπηρεσίες, εισαγγελία αλλά και οι πολίτες των οποίων τα δικαιώματα παραβιάζονται, να προβούν στις αναγκαίες ενέργειες και καταγγελίες έτσι ώστε να μπορέσουν να υπάρξουν, συλλεγούν, χρησιμοποιηθούν και διαπιστωθούν όλα εκείνα τα αναγκαία συστατικά στοιχεία και πραγματικά γεγονότα που θα επιτρέπουν την καταχώριση ποινικών υποθέσεων και την αντίστοιχη έκδοση ανάλογων ευρωπαϊκών ή διεθνών ενταλμάτων σύλληψης σε σχέση με παράβαση δικαιωμάτων που σχετίζονται με την περιουσία.
Ο κ. Αγγελίδης παραθέτοντας λεπτομερείς αναφορές εξήγησε ότι εύκολα μπορεί να υπάρξει άμεσα, καταχώριση μεγάλου αριθμού ποινικών υποθέσεων και έκδοση ενταλμάτων σύλληψης εντός και εκτός Κύπρου, εναντίον ατόμων που χωρίς να έχουν τίτλο, διαφημίζουν και εκμεταλλεύονται την κλεμμένη περιουσία, είτε για ενοικίαση, πώληση ή κάθε άλλη παράνομη δράση ή ανάπτυξη.
Θεωρεί εξάλλου ότι μπορούν άμεσα και στοχευμένα να στοιχειοθετηθούν ορισμένες σοβαρές και αδιαμφισβήτητες περιπτώσεις σφετεριστών, ευρωπαίων, Ισραηλινών και Ρώσων και να καταχωριστούν σε ποινικά δικαστήρια εξέλιξη η οποία θα πρέπει να αναδειχθεί ανά τον κόσμο και μάλιστα να γνωστοποιηθεί ότι μαζί με την καταχώριση εκδόθηκαν και τα σχετικά ευρωπαϊκά ή διεθνή εντάλματα σύλληψης.
Ο κ. Αγγελίδης αναφέρθηκε και στην πτυχή της περαιτέρω αξιοποίησης της δικαιοδοσίας την οποία έχουν αποδεχθεί τα Κυπριακά Δικαστήρια κατά της Τουρκίας, αλλά και προσώπων σε σχέση με ενέργειες στις κατεχόμενες περιοχές. Υποστήριξε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει στη φαρέτρα της μια σειρά από μέτρα και δυνατότητες, τα οποία πρέπει να αξιοποιήσει και τα οποία δυστυχώς μέχρι σήμερα παραμένουν σε αχρησία.
ΚΥΠΕ