Η ανάληψη του θεσμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης δημιουργεί τεράστιες προκλήσεις και ευκαιρίες τόσο για την πόλη που θα πάρει τον τίτλο όσο και για το ίδιο το κράτος-μέλος, δήλωσε η Υφυπουργος Πολιτισμού Βασιλική Κασσιανίδου.
Η κ. Κασσιανίδου μιλούσε κατά τη διάρκεια ενημερωτικής ημερίδας αναφορικά με τον θεσμό «Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το έτος 2030» που διοργάνωσε τη Δευτέρα το Υφυπουργείο Πολιτισμού στην Πανεπιστημιούπολη, στη Λευκωσία. Κατά τη διάρκεια της ημερίδας, η οποία απευθυνόταν προς τις υποψήφιες πόλεις της Κύπρου, επεξηγήθηκε η διαδικασία υποβολής αιτήσεων και λύθηκαν απορίες εκπροσώπων των υποψηφίων πόλεων.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου μέρους της ημερίδας, η Υφυπουργός Πολιτισμού, Βασιλική Κασσιανίδου, ανέφερε ότι ο θεσμός της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας «αποτελεί σήμερα ένα υπέροχο εργαλείο, μέσα από το οποίο οι πόλεις διερευνούν ακούραστα νέους τρόπους για να αναδείξουν τον πολιτισμό τους και να οικοδομήσουν εμπιστοσύνη μεταξύ των κοινοτήτων σε ολόκληρη την ήπειρό μας».
Είναι λοιπόν φανερό, συνέχισε, «ότι ο θεσμός αυτός, πέραν από την συνεισφορά στην πολιτιστική ανάπτυξη και δημιουργία, μέσω συνεργειών πολιτιστικών φορέων από τον διεθνή χώρο, συμβάλλει εξίσου σημαντικά στην βελτίωση των πολιτιστικών υποδομών της πόλης μετατρέποντάς την σε ελκυστικό πολιτιστικό προορισμό».
«Ο πολιτισμός έχει κεντρική και αυξανόμενη σημασία για την ευρωπαϊκή, αλλά κυρίως για την τοπική ανάπτυξη και οικονομία», τόνισε η Υφυπουργός Πολιτισμού, υπογραμμίζοντας ότι «η ανάληψη του θεσμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης δημιουργεί τεράστιες προκλήσεις και ευκαιρίες τόσο για την πόλη που θα πάρει τον τίτλο όσο και για το ίδιο το κράτος-μέλος».
Όπως είπε, «η πόλη που φέρει τον τίτλο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης μέσα από τις δραστηριότητες, αναδεικνύει τον χαρακτήρα της, τις παραδόσεις της και τη σύγχρονη δημιουργικότητά της, ενώ παράλληλα δημιουργούνται γι’ αυτήν προοπτικές αναγνώρισης και προβολής, ανάπτυξης και προόδου».
Όπως εξήγησε η κ. Κασσιανίδου, ο τίτλος της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης 2030 θα απονεμηθεί σε μία πόλη στην Κύπρο, σε μία πόλη στο Βέλγιο, αλλά και σε μία πόλη τρίτης χώρας, η οποία είναι υποψήφια χώρα ή δυνητικά υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ.
Πρόσθεσε ότι για τον τίτλο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης 2030, το Υφυπουργείο Πολιτισμού, ως η αρμόδια Διαχειριστική Αρχή, έχει την ευθύνη, σε στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για τη διεξαγωγή του διαγωνισμού, της επιλογής της πόλης, και για όλες τις άλλες συναφείς διαδικασίες.
Η διαδικασία, όπως είπε η Υφυπουργός Πολιτισμού, περιλαμβάνει δύο φάσεις. Η πρώτη φάση της προεπιλογής των επικρατέστερων δύο προτάσεων θα ολοκληρωθεί τον Δεκέμβριο του 2024. Η δεύτερη και τελική φάση επιλογής, πρόσθεσε, θα ολοκληρωθεί στα τέλη του 2025, οπότε και θα ανακοινωθεί ποια πόλη έχει καταφέρει να κερδίσει τον τίτλο για το έτος 2030.
«Όπως ανακοινώθηκε πρόσφατα, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, το κράτος θα δώσει σε αυτή την πόλη, το ποσό των €6,5 εκατ. ευρώ ως συνεισφορά για τις λειτουργικές δαπάνες που απαιτούνται για την πραγματοποίηση του προγράμματός της», σημείωσε η κ. Κασσιανίδου, προσθέτοντας ότι η πόλη, τηρουμένων κάποιων προϋποθέσεων, θα μπορεί να λάβει το βραβείο «Μελίνα Μερκούρη», το οποίο περιλαμβάνει χρηματικό έπαθλο ύψους €1,5 εκατ. και το οποίο χρηματοδοτείται από το Πρόγραμμα Δημιουργική Ευρώπη.
Καταληκτικά, η Υφυπουργός είπε ότι ο θεσμός της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας «μάς υπενθυμίζει ότι ο πολιτισμός πρέπει πάντοτε να κατέχει σημαντική θέση στη στρατηγική του κάθε κράτους, γιατί μπορεί και πρέπει να συνεισφέρει στην αειφόρο ανάπτυξη, κοινωνική συμπερίληψη και συνοχή, στη δημιουργικότητα και στην καινοτομία».
Από την πλευρά της, η Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Κύπρου, Τατιάνα Ελένη Συνοδινού, ανέφερε στον χαιρετισμό της ότι «η διεκδίκηση και η απόκτηση του τίτλου της “Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης” αποτελεί μοναδική ευκαιρία για κάθε πόλη για να προβάλει το πολιτιστικό της γίγνεσθαι, τον πλούτο και την κληρονομιά της, καθώς και να αναδείξει και να προωθήσει ποικιλοτρόπως τη δημιουργικότητα και την τέχνη.
Αναφερόμενη στα οφέλη που θα αποκομίσει η πόλη που θα επιλεγεί, η κ. Συνοδινού επεσήμανε ότι ο τίτλος της πολιτιστικής πρωτεύουσας λειτουργεί ως πυλώνας καινοτομίας και εξέλιξης, καθώς η αποκατάσταση και ανάπτυξη των πολιτιστικών χώρων αναδομεί και μετασχηματίζει το αστικό τοπίο και ενισχύει την οικονομία της πόλης μέσα από τη προσέλκυση επισκεπτών και τουριστών.
Παράλληλα, όπως είπε, τα πολιτιστικά γεγονότα ενισχύουν τον πολιτιστικό διάλογο και συνεισφέρουν στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, προωθώντας την κατανόηση και την συνύπαρξη. Περαιτέρω, τόνισε ότι η συμμετοχή σε αυτόν τον διαγωνισμό ενθαρρύνει την ευρύτερη ευρωπαϊκή συνεργασία και την ανταλλαγή ιδεών και πρακτικών.
Επιπρόσθετα, η κ. Συνοδινού σημείωσε ότι η σημερινή ημερίδα «αποτελεί έναυσμα για αναστοχασμό για την πορεία και τη δυναμική της πολιτιστικής μας ταυτότητας, όπως αυτή αναδεικνύεται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε πόλης και, ως εκ τούτου, εφαλτήριο για νέες δημιουργικές και μετασχηματιστικές προσεγγίσεις με μέλλον και προοπτικές».
«Ως Πανεπιστήμιο Κύπρου θα είμαστε πάντοτε αρωγοί σε τέτοιες δράσεις και πάντα έτοιμοι να συνδράμουμε στις εργασίες για την πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης και σε άλλες ανάλογες πρωτοβουλίες», ανέφερε καταληκτικά.
Ο Σιλβάν Πάσκουα, ανώτερος εμπειρογνώμονας και επικεφαλής της ομάδας για τη δράση «Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης» στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ανέφερε ότι οι υποψήφιες πόλεις καλούνται να μελετήσουν, μεταξύ άλλων, αιτήσεις από πρώην υποψήφιες πόλεις καθώς και τους νέους κανόνες που εφαρμόστηκαν έπειτα από απόφαση της ΕΕ το 2014. «Αυτή η μεγάλης κλίμακας πολιτιστική εκδήλωση δεν αφορά το πώς είναι μια πόλη ή το παρελθόν της, αλλά το τι οραματίζεται να είναι και να κάνει κατά τη διάρκεια του έτους και μετά», υπέδειξε.
Μια αίτηση, όπως είπε ο κ. Πάσκουα, πρέπει να πληροί τους γενικούς στόχους σε επίπεδο ΕΕ, οι οποίοι είναι η προώθηση της πολιτιστικής ποικιλομορφίας και των κοινών χαρακτηριστικών των πολιτισμών και η προώθηση της συμβολής του πολιτισμού στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη των υποψήφιων πόλεων. Παράλληλα, διευκρίνισε ότι οι πόλεις μπορούν να έχουν τους δικούς τους τοπικούς στόχους που ανταποκρίνονται στις τοπικές/περιφερειακές ανάγκες και προτεραιότητές τους.
Χαρακτηρίζοντας τη δράση «Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης» ως «μια απαιτητική και σύνθετη εκδήλωση», ο κ. Πάσκουα υπογράμμισε ότι απαιτείται χρόνος για προσεκτική προετοιμασία και προγραμματισμό προκειμένου να ενσωματωθεί η εκδήλωση σε μια πολιτιστική μακροπρόθεσμη στρατηγική και να υπάρξει σημαντική δέσμευση με τους πολίτες, τους πολιτιστικούς και δημιουργικούς τομείς και άλλους βασικούς ενδιαφερόμενους φορείς, για τη δημιουργία των απαραίτητων ευρωπαϊκών δεσμών και την ανάπτυξη σχέσεων με άλλες πόλεις και εταίρους, για να διασφαλιστεί ότι υπάρχει η σωστή υποδομή. «Μην βλέπετε τον τίτλο ως πανάκεια, που θα λύσει όλα τα προβλήματα της πόλης σας», υπέδειξε.
Απαντώντας σε ερώτηση, κάλεσε τις υποψήφιες πόλεις της Κύπρου να χρησιμοποιήσουν τη μεταρρύθμιση της τοπικής διοίκησης που βρίσκεται σε εξέλιξη για να προβληματιστούν σχετικά με την πολιτιστική τους πολιτική. Ο Σιλβάν Πάσκουα είπε ότι είναι δύσκολο να καθοριστεί ο προϋπολογισμός που χρειάζεται μια πόλη για να υλοποιήσει το έργο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι αυτός «πρέπει να είναι ρεαλιστικός». Ακόμη, παρέπεμψε τις υποψήφιες πόλεις στο Culture Next, ένα δίκτυο που δημιουργήθηκε από μια αποτυχημένη υποψήφια πόλη και αποτελεί μια χρήσιμη πλατφόρμα για συζήτηση και ανταλλαγή ιδεών.
Αναφερόμενος στη διαδικασία επιλογής, ο κ. Πάσκουα ανέφερε ότι αυτή περιλαμβάνει τυπικά κριτήρια, κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής καθώς και τα ερωτηματολόγια που πρέπει να απαντήσουν οι πόλεις. Σημείωσε ότι οι υποψηφιότητες θα αξιολογηθούν από ομάδα έως 12 ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων με βάση 6 κατηγορίες καθορισμένων κριτηρίων.
Τα κριτήρια ανάθεσης σε μια πόλη, πρόσθεσε, χωρίζονται σε έξι κατηγορίες, που είναι η συμβολή στη μακροπρόθεσμη στρατηγική της πόλης, η ευρωπαϊκή διάσταση της αίτησης, το πολιτιστικό και καλλιτεχνικό της περιεχόμενο, η ικανότητα πραγματοποίησης, η προβολή και η διαχείριση.
Στο δεύτερο μέρος της ημερίδας, η Δρ Κριστίνα Φαρίνια, ανεξάρτητη εμπειρογνώμονας για την πολιτιστική και δημιουργική οικονομία, μίλησε για την Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης ως εργαλείο για την ευρωπαϊκή πολιτιστική συνεργασία και την αστική ανάπτυξη, αναφερόμενη σε παραδείγματα πόλεων που υπήρξαν Πολιτιστικές Πρωτεύουσες της Ευρώπης.