Αύξηση 173% κατέγραψαν οι βιολογικές καλλιέργειες στην Κύπρο το 2020 σε σχέση με το 2010, σύμφωνα με τα αναλυτικά αποτελέσματα της Απογραφής Γεωργικών και Κτηνοτροφικών Εκμεταλλεύσεων 2020, που δημοσίευσε η Στατιστική Υπηρεσία την Τετάρτη.
Η συνολική έκταση των βιολογικών καλλιεργειών το 2020 αυξήθηκε από 19.987 δεκάρια το 2010 σε 54.650 δεκάρια το 2020, καταγράφοντας αύξηση 173,4%. Όσον αφορά τη βιολογική εκτροφή ζώων το 2020, τα βοοειδή αριθμούσαν 578, τα αιγοπρόβατα 5.091 και τα πουλερικά 35.873 κεφαλές, έναντι 4.221 αιγοπροβάτων και 1.094 πουλερικών το 2010).
Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία, ο συνολικός αριθμός των γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων όπου χρησιμοποιούνται μέθοδοι βιολογικής καλλιέργειας και εκτροφής, έχει τριπλασιαστεί φτάνοντας τις 1.250 εκμεταλλεύσεις το 2020 από τις 364 το 2010.
Εκμεταλλεύσεις και Γεωργική Έκταση
Ο συνολικός αριθμός των εκμεταλλεύσεων που καταγράφηκαν στην Απογραφή του 2020 ήταν 34.046, σημειώνοντας μείωση 12,4% σε σύγκριση με την προηγούμενη Απογραφή του 2010.
Η συνολική γεωργική έκταση που δηλώθηκε το 2020 ήταν 1.462.879 δεκάρια, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 6,2% σε σχέση με το 2010. Από αυτήν, τα 83.391 δεκάρια ήταν εγκαταλελειμμένες ή ακαλλιέργητες εκτάσεις. Η μέση χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση ανά εκμετάλλευση υπολογίστηκε το 2020 στα 39 δεκάρια, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 29,3% σε σχέση με το 2010.
Οι κοινότητες με τη μεγαλύτερη χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση ήταν η Αθιένου (29.516 δεκάρια), η Αραδίππου (26.799 δεκάρια), το Παλαιομέτοχο (21.220 δεκάρια), το Αυγόρου (20.446 δεκάρια), η Ξυλοφάγου (17.524 δεκάρια), η Ξυλοτύμβου (16.963 δεκάρια), το Μένικο (15.705 δεκάρια) και η Περιστερώνα Λευκωσίας (15.656 δεκάρια).
Κάτοχοι ή Διαχειριστές Εκμεταλλεύσεων
Το 97,5% των γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα, το 0,2% στο δημόσιο ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και το υπόλοιπο 2,3% λειτουργούν ως εταιρείες, συνεταιρισμοί ή με άλλη μορφή.
Η Απογραφή του 2020 έδειξε ότι το 51,7% των κατόχων και μελών του νοικοκυριού είχαν τη γεωργία ή/και την κτηνοτροφία ως κύριο ή μοναδικό επάγγελμα, ενώ το 48,3% εργοδοτούνταν κυρίως σε άλλους τομείς οικονομικής δραστηριότητας.
Οι άντρες αποτελούν το 78,8% του συνόλου των κατόχων ή διαχειριστών των εκμεταλλεύσεων σε σύγκριση με 73,6% το 2010. Το μερίδιο των γυναικών κατόχων ή διαχειριστών περιορίστηκε στο 21,2% το 2020 από 26,4% το 2010.
Η μέση ηλικία των κατόχων ή διαχειριστών των εκμεταλλεύσεων παρέμεινε σταθερή στα 63 έτη όπως και στην Απογραφή του 2010. Με βάση την ηλικιακή κατανομή τους, το 2,5% των εκμεταλλεύσεων τύγχανε κατοχής ή διαχείρισης από άτομα κάτω των 35 ετών, το 21,1% από άτομα μεταξύ 35 και 54 ετών, το 59,3% από άτομα μεταξύ 55 και 74 ετών και το 17,1% από άτομα 75 ετών και άνω.
Η πλειοψηφία των κατόχων ή διαχειριστών των γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων (68,5%) είχε μόνο πρακτική πείρα, το 30,4% βασική γεωργική εκπαίδευση και μόνο το 1,1% πλήρη γεωργική εκπαίδευση. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Απογραφή του 2010 ήταν 94,3%, 5,3% και 0,4%.
Διακατοχή και Χρήση Γης
Επίσης, αύξηση καταγράφηκε στο ποσοστό της ενοικιαζόμενης γης, από 51,5% το 2010 σε 57,4% το 2020, ενώ μείωση παρατηρήθηκε στο ποσοστό της ιδιόκτητης, από 46% το 2010 σε 41,6% το 2020.
Σε σχέση με τη χρήση της γης, αύξηση κατά 20,5% παρατηρήθηκε στις εκτάσεις των ετήσιων καλλιεργειών στο ύπαιθρο, κατά 9,8% στις εκτάσεις σε θερμοκήπια ή ψηλά προσπελάσιμα στέγαστρα και κατά 5,5% στους μόνιμους βοσκότοπους, ενώ μείωση κατά 6% σημειώθηκε στις εκτάσεις των πολυετών (μόνιμων) καλλιεργειών στο ύπαιθρο, σε σύγκριση με την Απογραφή του 2010.
Από τις ετήσιες καλλιέργειες στο ύπαιθρο, τα φυτά που συγκομίζονται χλωρά (πράσινα) και προορίζονται κυρίως για ζωοτροφές ή βόσκηση καταλαμβάνουν το 38,7% του συνόλου της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης, με τις μεγαλύτερες εκτάσεις να καλλιεργούνται στην Αθιένου και στην Αραδίππου. Ακολουθούν τα διάφορα είδη σιτηρών για την παραγωγή καρπού, που αποτελούν το 20,8% του συνόλου, με τις μεγαλύτερες εκτάσεις να σπέρνονται στο Παλαιομέτοχο και στο Μένικο.
Σημαντικές μεταβολές καταγράφηκαν στις εκτάσεις των ετήσιων καλλιεργειών στο ύπαιθρο, ειδικότερα στα βιομηχανικά φυτά, στα φυτά που συγκομίζονται χλωρά και στις αγραναπαύσεις, που αυξήθηκαν κατά 73,6%, 57,8% και 48,9% αντίστοιχα σε σχέση με το 2010. Οι καλλιέργειες των νωπών λαχανικών, πεπονοειδών και φραουλών και των ανθέων και διακοσμητικών φυτών μειώθηκαν σε έκταση κατά 20,5% και 16,9% αντίστοιχα σε σύγκριση με το 2010.
Από τις μόνιμες καλλιέργειες στο ύπαιθρο, οι ελαιώνες καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο έκτασης (9%) με τα περισσότερα δένδρα να βρίσκονται στον Λυθροδόντα και στα Πάνω Λεύκαρα. Ακολουθούν οι αμπελώνες με 4,9% επί του συνόλου της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης, με τις μεγαλύτερες εκτάσεις να καταγράφονται στην Πάνω Παναγιά της Πάφου και στο Όμοδος.
Αξιοσημείωτη αύξηση της τάξης του 30,7% σημειώθηκε στην καλλιεργηθείσα έκταση των φυτωρίων σε σύγκριση με το 2010, ενώ μείωση παρουσιάστηκε στα δένδρα για καρπούς με κέλυφος (29,6%), στα αμπέλια (13,4%) και στα εσπεριδοειδή (9,0%).
Οι μεγαλύτερες εκτάσεις μόνιμων βοσκότοπων καταγράφηκαν στην επαρχία Πάφου, στη Λαπηθιού και στα Κελοκέδαρα.
Οι μεγαλύτερες εκτάσεις καλλιεργειών σε θερμοκήπια ή κάτω από ψηλά προσπελάσιμα στέγαστρα καταγράφηκαν στο Μαρώνι και στη Σωτήρα Αμμοχώστου.
Κτηνοτροφία
Ο συνολικός αριθμός εκμεταλλεύσεων με βοοειδή ήταν 311, παρουσιάζοντας αύξηση 12,3% σε σχέση με 277 που καταγράφηκαν το 2010. Ο πληθυσμός των βοοειδών που καταγράφηκε ήταν 83.561 κεφαλές, εκ των οποίων το 28,1% ήταν κάτω του ενός έτους, το 16,8% ήταν 1 μέχρι 2 ετών και το 55,1% ήταν 2 ετών και άνω. Η πλειοψηφία των βοοειδών, δηλαδή το 66,4%, είχαν ελεύθερο σταβλισμό με διαχείριση στερεής και υδαρούς κοπριάς, το 4,5% ήταν δεμένα με ορθοστάτες με διαχείριση κοπριάς, το 10,2% βρίσκονταν συνήθως σε εξωτερικούς χώρους και το υπόλοιπο 18,8% είχαν άλλους τύπους σταβλισμού.
Μόνο 156 εκμεταλλεύσεις δήλωσαν χοίρους, παρουσιάζοντας σημαντική μείωση της τάξης του 75,3% σε σύγκριση με τις 631 εκμεταλλεύσεις που είχαν καταγραφεί το 2010. Παρ’ όλα αυτά, ο αριθμός των χοίρων παρέμεινε στα ίδια επίπεδα με 323.522 κεφαλές, από τις οποίες το 10,4% του συνόλου καταλαμβάνουν οι χοιρομητέρες αναπαραγωγής, το 36,8% τα χοιρίδια βάρους ζώντος ζώου κάτω των 20 κιλών και το 52,8% διάφοροι άλλοι χοίροι. Οι περισσότεροι χοίροι, δηλαδή το 97,8%, στεγάζονταν σε στάβλους με εξ ολοκλήρου ή μερικώς σχιστό/δικτυωτό δάπεδο ενώ οι υπόλοιποι σε στάβλους με συμπαγές δάπεδο ή βαθιών απορριμμάτων ή άλλου τύπου.
Ο συνολικός αριθμός εκμεταλλεύσεων με προβατοειδή έφτασε τις 1.509 σε σύγκριση με 1.391 εκμεταλλεύσεις το 2010, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 8,5%. Ο συνολικός αριθμός των προβάτων που καταγράφηκε έφτασε τα 327.882. Από αυτά, το 71,8% ήταν προβατίνες αναπαραγωγής και το 28,2% άλλα πρόβατα.
Μείωση κατά 20,3% σε σχέση με το 2010 σημειώθηκε στις εκμεταλλεύσεις που διαχειρίζονται αιγοειδή, από 1.990 το 2010 σε 1.587 το 2020. Ο συνολικός αριθμός των ζώων που καταγράφηκε ήταν 232.831, με το 72,4% να είναι θηλυκά αναπαραγωγής.
Ο συνολικός αριθμός των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν κοτόπουλα κρεατοπαραγωγής μειώθηκε κατά 54,2%, από 2.569 εκμεταλλεύσεις το 2010 σε 1.176 εκμεταλλεύσεις το 2020. Μείωση παρουσιάστηκε επίσης στον αριθμό των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν όρνιθες αυγοπαραγωγής, κατά 14,8%, από 7.268 εκμεταλλεύσεις το 2010 σε 6.192 το 2020. Το 68,4% του συνόλου των ορνίθων αυγοπαραγωγής στεγάζονταν σε κλωβοστοιχία, το 13,6% σε στάβλους βαθιών απορριμμάτων, το 11,4% ήταν ελευθέρας βοσκής και το υπόλοιπο 6,6% σε εγκαταστάσεις πολλαπλών επιπέδων και σε άλλους τύπους.
Απασχόληση
Με βάση τα αποτελέσματα της Απογραφής του 2020, προκύπτει ότι ο συνολικός όγκος εργασίας στις γεωργοκτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις το 2020 έφτασε τις 4.685.641 εργάσιμες ημέρες που ισοδυναμεί σε 19.125 πλήρως απασχολούμενα άτομα, σημειώνοντας μείωση 9,5% σε σχέση με το 2010. Η απασχόληση των κατόχων και μελών των νοικοκυριών τους μειώθηκε κατά 20,1%, και των εποχικών εργατών κατά 40,4%, ενώ ημέρες εργασίας των μόνιμων εργατών αυξήθηκαν κατά 34,6% σε σχέση με το 2010.
Από τα 105.187 άτομα που απασχολούνται στις εκμεταλλεύσεις, το 66% ήταν άνδρες. Σε σχέση με το 2010, α αριθμός των ανδρών απασχολουμένων αυξήθηκε κατά 1,6%, ενώ των γυναικών μειώθηκε κατά 18,6%.