Στο Βαρώσι Ε/κ δημοσιογράφοι για την περιήγηση μέσω της ΕΣΚ
Βουβοί περιηγητές, χωρίς μικρόφωνα και κάμερες, ακροατές κι ακόλουθοι δύο βέρων Βαρωσιωτών, μια ομάδα δημοσιογράφων από όλα τα ΜΜΕ – έντυπα, ηλεκτρονικά, διαδικτυακά – πέρασαν το απόγευμα της Δευτέρας χθες, στην περιφραγμένη περιοχή της Αμμοχώστου μαθαίνοντας για την ιστορία, το παρελθόν – μακρινό και πρόσφατο – αυτής της «πόλης – φάντασμα».
«Για να μαθαίνουν οι νεότεροι και να θυμούνται οι παλιότεροι» η ΕΣΚ, μετά από σχετική πρόταση της αρχαιολόγου και ιστορικού από το Βαρώσι, Άννας Μαραγκού, διοργάνωσε αυτή την περιήγηση στην περίκλειστη περιοχή, για να δουν οι λειτουργοί του Τύπου ιδίοις όμμασι «όταν λέμε Βαρώσι τι εστί». Στην αποστολή και ο Βαρωσιώτης Χριστάκης Νικήτα που μαζί με την κ. Μαραγκού μετέφεραν στο σήμερα την ιστορία, την οικονομική, κοινωνική και οικονομική ζωή, τις θύμισες, τα συναισθήματα και τις προσδοκίες τους.
Αρκετοί δημοσιογράφοι και φωτογράφοι είχαν ξαναπάει στο Βαρώσι, άλλοι για πρώτη φορά, όλοι όμως ανέφεραν πως ήταν μια διαφορετική εμπειρία. Αν και η βουβή πόλη «μίλησε» στο καθένα διαφορετικά, προκαλώντας διαφορετικά συναισθήματα. Οι αλλαγές επί του εδάφους όχι πολλές, οι Λεωφόροι Δημοκρατίας και Κένεντι ανοικτές, καμιά καινούργια οδός δεν έχει ανοίξει, δεν είναι προσβάσιμος ο δρόμος μπροστά από τα ξενοδοχεία που χρησιμοποιεί εδώ και δεκαετίες ο τουρκικός στρατός κατοχής, ούτε και έχει αλλάξει το στρατιωτικό καθεστώς ολόκληρης της περιφραγμένης περιοχής, που αποτελεί το 17% των διοικητικών ορίων του Δήμου Αμμοχώστου, της μορφής που είχε το 1974.
Η περιήγηση είχε στόχο οι συνάδελφοι να γνωρίσουν επιτόπου τι συμβαίνει σήμερα στην συγκεκριμένη περιοχή, τι προγραμματίζεται να συμβεί, πόσο σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι εξελίξεις στην συνολική έκβαση του Κυπριακού, ώστε κατά την επιτέλεση της δημοσιογραφικής τους αποστολής να ακριβολογούν, έχοντας πραγματική γνώση, με βάση αυτή την βιωματική εμπειρία, ανέφερε στο ΚΥΠΕ ο Πρόεδρος της ΕΣΚ, Γιώργος Φράγκος.
Συνολικά 32 δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι του Τύπου από όλο το φάσμα των ΜΜΕ, οι περισσότεροι – σημείωσε – νέοι σε ηλικία χωρίς προσλαμβάνουσες παραστάσεις, βιώματα και εμπειρίες της προ του 1974 περιόδου και θεώρησε γι’ αυτό ότι η «περιήγηση ήταν ουσιαστική». Ευχαρίστησε δε τους Άννα Μαραγκού και Χριστάκη Νικήτα για την πολύτιμη βοήθειά που πρόσφεραν αφιλοκερδώς.
Πρώτη φορά στο Βαρώσι με τόσους πολλούς δημοσιογράφους για την Άννα Μαραγκού που θεωρεί πολύ σημαντικό ότι οι λειτουργοί του Τύπου είδαν «την πόλη μέσα από τα μάτια τα δικά μας. Την είδαμε, την περπατήσαμε και δεν ήταν αστείο το περπάτημα, ήταν αρκετά χιλιόμετρα. Είναι ένας τρόπος όμως να δεις τί ήταν αυτή η πόλη έστω κι αν δεν έχει κατοίκους». Αυτό που κάνει εντύπωση, συνέχισε, είναι ότι η φύση «πήρε την θέση την δικιά μας». Για την Άννα Μαραγκού είναι σαν «να επιστρέφω σπίτι μου». Κι ακόμα κι αν δεν μπορεί να πάει στο δικό της σπίτι, «σπίτι μου είναι οι δημόσιοι χώροι, η πλατεία, το σχολείο, το Λύκειο Ελληνίδων, οι γειτονιές μας . Κι ένα μοναδικό πράγμα που δεν έχει πουθενά αλλού: η θάλασσά της».
«Νιώθω ότι πάω σπίτι μου» ανέφερε και ο Χριστάκης Νικήτα, λογιστής κι αρχαιολόγος. «Με θλίβει το γεγονός ότι δεν μπορώ να μείνω στην πόλη μου, αλλά είμαι στην πόλη μου. Είναι ο αέρας της, οι αναμνήσεις, οι εικόνες που έχω μπροστά μου. Πολλές φορές νομίζω ότι κάποιος θα μου φωνάξει στο δρόμο». Και όταν είναι στη θάλασσα, είπε, νομίζει ότι θα βγει και θα πάει σπίτι του.
Για τον Γιώργο Παυλίδη δεν είναι η πρώτη φορά που επισκέπτεται το Βαρώσι. Η περιήγηση έγινε από ανθρώπους που γνωρίζουν «παθκια παθκιά την Αμμόχωστο» κι αυτό έχει μεγάλη σημασία, ανέφερε δηλώνοντας «εξοργισμένος. Διότι αυτή την πόλη μας την εδίδαν κατ’ επανάληψη κι εμείς ελέγαμε όχι».
Η Χάρις Βωβού, νεαρή δημοσιογράφος, κατάγεται από την Λέσβο αλλά με προγιαγιάδες από Αϊβαλί και Αϊδίνι, και το νησί Αλώνι στη θάλασσα του Μαρμαρά. Επισκέφθηκε το Βαρώσι για δεύτερη φορά, αλλά και πάλι δήλωσε συγκινημένη για τ’ απομεινάρια της ιστορίας μιας πόλης κι ενός πολιτισμού, της ζωής των συνανθρώπων μας, σημειώνοντας ότι κάποιοι ακόμη ζουν.
Ο φωτογράφος Στέφανος Κουρατζής έχει πάει κι άλλες φορές αλλά κάθε φορά αυτή η πόλη – είπε – δίνει κάτι διαφορετικό και σημείωσε το «πόσο προετοιμασμένος είναι ο καθένας να δεχθεί αυτό που έχει να προσφέρει η πόλη». Αυτή τη φορά, ανέφερε, ο ίδιος πρόσεξε λεπτομέρειες και την αίσθηση που του έδωσε η πόλη, όχι μόνο η αποτύπωσή της σε εικόνα. «Αυτό που τρομάζει όμως πάντα, είναι η έλλειψη μυρωδιάς. Δεν έχει μυρωδιά η πόλη, δεν έχει φασαρία, δεν έχει πουλιά. Είναι μια βουβή πόλη».
Ως Μορφίτισσα η Πόλα Σπόντα κατάλαβε πολύ καλά την κατάθεση ψυχής των δύο Βαρωσιωτών που μετέδωσαν με τον καλύτερο τρόπο ό,τι ένιωθαν, χαρακτηρίζοντας φανταστική την εμπειρία. «Μπορώ να τους καταλάβω πολύ καλά, αυτά που έζησαν εκείνοι, εκείνα τα χρόνια στην Αμμόχωστο, κι εγώ αντίστοιχα στην Μόρφου».
Βιώνεις πιο ανθρώπινα μια περιήγηση στο Βαρώσι χωρίς κάμερα και όχι απαραίτητα για σκοπούς τηλεοπτικού ρεπορτάζ, ανέφερε η Στέλλα Μιχαήλ. «Πιο ανθρώπινα. Όταν καλύπτεις μια επίσκεψη άλλου είσαι αποστασιοποιημένος, δεν παρατηρείς λεπτομέρειες. Συγκλονίζει». Πρώτη φορά μέσα στην περιφραγμένη περιοχή της Αμμοχώστου, η Στέλλα θεωρεί ότι είναι πιο δύσκολο για τους Βαρωσιώτες επειδή η περιοχή δεν κατοικείται, ενώ στο δικό της πατρικό στο κατεχόμενο Λεονάρισσο, μένουν έποικοι. «Είναι διαφορετική η προσέγγιση εδώ, το συνειδητοποιείς και το δέχεσαι διαφορετικά. Η ελπίδα που την κουτσουρεύουν στους Αμμοχωστιανούς….είναι πιο δύσκολο όταν το σπίτι σου είναι ακατοίκητο». Νιώθεις ότι θ’ απλώσεις το χέρι σου στο σπίτι σου, σοκάρει η εγκατάλειψη, σου μιλάει η θάλασσα, συνόψισε.
Η Ελένη Κωνσταντίνου επίσης πρώτη φορά στην περίκλειστη περιοχή έχει – δήλωσε – ανάμεικτα συναισθήματα, «πόσο μάλλον αυτοί που είναι από την Αμμόχωστο κι βλέπουν τα σπίτια τους και την περιουσία τους σε αυτή την κατάσταση». Της έκαναν εντύπωση τα λουλούδια και η έντονη μυρωδιά τους έξω από κάποια σπίτια που «μας θυμίζει ότι κάποτε υπήρχε ζωή. Υπάρχει ζωή με το δικό της τρόπο».
Πολλές φορές έχει πάει στο Βαρώσι ο Πάρης Δημητριάδης καθώς η μητέρα του είναι από εκεί, αλλά όχι στην περίκλειστη περιοχή. Μικρός μελετούσε τους χάρτες της πόλης, μεγάλωσε με ακούσματα της μητέρας και της γιαγιάς του για την πόλη και θυμήθηκε την πρώτη φορά που επισκέφθηκε το οικογενειακό σπίτι όπου μένουν άνθρωποι εκ Τουρκίας, που τους υποδέχθηκαν με καλό τρόπο και ήταν μια συναισθηματικά φορτισμένη στιγμή. «Έρχομαι γενικά και θεωρώ ότι πατριωτική στάση είναι να έρχεσαι και να έχει επαφές με τον τόπο και τους ανθρώπους. Το ιεραρχώ πολύ σημαντικό».
Αντί για τίτλο η Μυρτώ Ζουμίδου προτίμησε ν’ αναφέρει την φράση που κάποιος Βαρωσιώτης της είπε την δεύτερη φορά που επισκέφθηκε η ίδια την περίκλειστη περιοχή: «Ανοίγεις ένα φέρετρο και κοιτάς έναν πεθαμένο». Πάντα είναι παράξενη η εμπειρία στο Βαρώσι, ανέφερε, περπατάς σε μια νεκρόπολη, στις εμπειρίες των ανθρώπων που πονούν «και το είδαμε και σήμερα με την κ. Μαραγκού και τον κ. Νιικήτα, που όσες φορές κι αν τα επισκεφθούν πάντα το ίδιο θα κλαίει η ψυχή τους». Για χρόνια είχε στο μυαλό της ένα μύθο για το Βαρώσι, είπε, και τελικά «ανακαλύπτεις ότι δεν είναι ένας μύθος, αλλά ζωές ανθρώπων που αφήκαν την και φύαν, παγωμένη στο χρόνο εντελώς».
Ο Ιάκωβος Ιακώβου επίσης χωρίς κάμερα, έχει ξαναπάει στο Βαρώσι αλλά και πάλι «προσπαθείς να γυρίσεις το χρόνο πίσω και να δεις πως η εικόνα του 2023 ήταν η εικόνα του ’74 κι αντιλαμβάνεσαι αυτή την περηφάνεια του Βαρωσιώτη». Το αίσθημα του, είπε, είναι κυρίως θυμός για όλους τους πολιτικούς που για δεκαετίες κορόιδευαν τον κόσμο ότι παλεύουν για την Αμμόχωστο. Οι ευκαιρίες, πρόσθεσε, χάθηκαν πολλές φορές στο μακρινό αλλά και στο πρόσφατο παρελθόν. Το ότι η Αμμόχωστος είναι η τελευταία ελπίδα ότι κάτι μπορεί να γίνει στο Κυπριακό, θεωρεί πως είναι η επιβεβαίωση της λέξης ‘τέλος’.
Η Δήμητρα Γεωργίου, Βαρωσιώτισσα από την πλευρά της μαμάς, πρώτη της φοράς όμως στην περιφραγμένη περιοχή. Στο σπίτι η γιαγιά δεν ήθελε να μιλά για το Βαρώσι, η μητέρα της ήταν 6 χρόνων όταν έφυγε το 1974, ο παππούς πέθανε και δεν έχει αφηγήματα. «Η κ. Μαραγκού ήταν μια όαση για μένα, ν’ ακούω πώς ήταν, όλα αυτά τα πράγματα και να σκέφτομαι τον παππού μου μέσα σε αυτή την πόλη». Η οικογένειά της δεν ήθελε να μιλά για το Βαρώσι, ίσως πίστευαν ότι θα πάνε πίσω, συμπλήρωσε.
Πετυχημένη, επωφελής και χρήσιμη αποδείχθηκε η δημοσιογραφική περιήγηση, σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση της ΕΣΚ. Σημειώνει ότι οι συμμετέχοντες διαπιστώσουν με τα μάτια τους τα σημάδια του χρόνου και της εγκατάλειψης, αλλά και τις μεθοδεύσεις των κατοχικών αρχών και της Τουρκίας.
(ΚΥΠΕ/ΡΠΑ/ΑΓΚ)