Όταν Αγγίζονται τα Μάτια μας – Αναδρομική Έκθεση στη Λάρνακα
Όταν Αγγίζονται τα Μάτια μας
Αναδρομική Έκθεση Νίτσας Χατζηγεωργίου
Επιμέλεια: Ευαγόρας Βανέζης
Εγκαίνια έκθεσης: 21.01.2022 στις 7.30 μ.μ.
Διάρκεια: 21.01.2022 – 02.04.2022
Δημοτική Πινακοθήκη Λάρνακας
Λεωφόρος Αθηνών Πλατεία Ευρώπης, 6022, Λάρνακα
Διοργάνωση: Δήμος Λάρνακας με την υποστήριξη των Πολιτιστικών Υπηρεσιών, Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας.
O Δήμος Λάρνακας και οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας παρουσιάζουν αναδρομική έκθεση της εικαστικού Νίτσας Χατζηγεωργίου, σε έρευνα και επιμέλεια του θεωρητικού τέχνης Ευαγόρα Βανέζη. Στην έκθεση με τίτλο Όταν αγγίζονται τα μάτια μας, παρουσιάζεται το εύρος των ζωγραφικών έργων της Χατζηγεωργίου, και μέσω μιας διαθεματικής ανάλυσης της πρακτικής της, προσεγγίζονται θέματα που άπτονται της δημιουργικής διαδικασίας, αλλά και της συσχέτισης του ζωγραφικού με τον κοινωνικό χώρο.
Η Νίτσα Χατζηγεωργίου (γεν. Αμμόχωστος, 1949) έχει καθιερωθεί ως μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες στην Κυπριακή Τέχνη. Σε ηλικία μόλις 15 ετών, διοργάνωσε την πρώτη της έκθεση με παρότρυνση της ζωγράφου και καθηγήτριάς της, Ελένης Χαρικλείδου. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας και από τότε δεν έχει σταματήσει να δημιουργεί, ενώ επιτελεί ταυτόχρονα έργο ως εκπαιδευτικός στη μέση εκπαίδευση και ως εμπλεκόμενη στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, αλλά και τα κοινά. Το ποικιλόμορφο έργο της έχει παρουσιαστεί σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Σημαντικές είναι οι εκπροσωπήσεις της Κύπρου σε διοργανώσεις στο εξωτερικό όπως η Μπιενάλε Παρισιού (1985), Τριενάλε Νέου Δελχί (1991), όπου έργα της σειράς «Οικολογική Αγωνία» απέσπασαν πρώτο βραβείο, Μπιενάλε Αλεξάνδρειας (1995).
Όπως αναφέρει ο επιμελητής:
«Στην πρακτική της Χατζηγεωργίου παρατηρούμε την ταυτόχρονη ανάπτυξη σειρών έργων με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά, που στο σύνολο δημιουργούν μια ετερόκλητη συγκέντρωση πραγμάτων. Η καλλιτέχνης επιστρέφει ανά περιόδους σε διαφορετικές ανομοιότητες, καθιστώντας τες το ζήτημα μιας ανάκτησης μέσω της οποίας ασχολείται με την πρόσληψη εικαστικών σχέσεων και με τα όρια της αυτονομίας του ζωγραφικού έργου.
Ο εξπρεσιονισμός, η αφαίρεση και άλλες αναφορές στην ιστορία της τέχνης γίνονται εργαλεία για τη δημιουργία μιας εικαστικής σημειωτικής που αποδίδει πρόσωπα και τοπία, υπαινικτικά ανθρωπομορφικά στοιχεία και αφαιρετικούς τόπους, χρωματικούς ρυθμούς συνυφασμένους με την εμπειρία της μουσικής και τραχιές υλικότητες που αιχμαλωτίζουν ποιότητες του φωτός.
Για να προσεγγίσουμε το έργο της Χατζηγεωργίου, μπαίνουμε σε έναν ενδιάμεσο χώρο σκέψης όπου συναντιούνται οι αισθητηριακές προσλήψεις της όρασης και της αφής. Η όραση, όπως και η ακοή, δέχονται ερεθίσματα από μια απόσταση. Η αφή, όπως και η γεύση, είναι αισθήσεις της εγγύτητας, που μας επιτρέπουν να αναγνωρίζουμε τις ποιότητες στα όρια σωμάτων και αντικειμένων. H αλληλεπίδραση των δυο αυτών αισθήσεων μάς αφήνει εκτεθειμένους μπροστά σε μια δημιουργική παρόρμηση, όπου τα πράγματα μπορούν να κρατηθούν μόνο αν τα κοιτάξουμε.
Όπως βιώνουμε την παρεμβολή του βλεφάρου στην προσπάθεια να διατηρήσουμε τα μάτια μας ανοικτά όταν τα αγγίζουμε, έτσι και τα αναμεταξύ μας βλέμματα επιφέρουν τη διακίνηση άλλων ακούσιων ορίων. Στην έλλειψη της απτικής εγγύτητας, αφήνονται ανοιχτά σε μια αμφισημία: «Αν δύο βλέμματα έρθουν σε επαφή, το ερώτημα θα είναι πάντα αν χαϊδεύουν ή αν χτυπάει το ένα το άλλο – και πού θα βρίσκεται η διαφορά», όπως το θέτει ο Ζακ Ντεριντά στο δοκίμιο “Όταν αγγίζονται τα μάτια μας…”. Το «άγγιγμα των ματιών» εμπεριέχει την αλληλεπίδραση των δύο αισθήσεων, με τη μια να προσπαθεί να προστατευθεί από την άλλη. Προτείνεται σαν μια παράδοξη πράξη που εγγράφει το οριακό σημείο όπου η έλλειψη και η παρουσία του φωτός γίνεται αισθητή σαν μια λειτουργία του αγγίγματος.
Έτσι, αυτό που προτείνεται στο Όταν αγγίζονται τα μάτια μας είναι μια παρουσίαση του έργου της Χατζηγεωργίου μέσω τεσσάρων ενοτήτων (Το αισθαντικό βλέμμα, Ανησυχία και Ελπίδα, Μυθολογίες Σχέσεων, Φως: Κίνηση και Επανάληψη) που αναπτύσσονται γύρω από το αίνιγμα του βλέμματος που αγγίζει και αγγίζεται, αντιδρώντας στις συντεταγμένες της εγγύτητας και της απόστασης. Λειτουργεί σαν μια πρόσκληση να εισέλθουμε σε μια διαφορετική προσέγγιση των πραγμάτων και να διατηρήσουμε μια θέση ανοιχτότητας, δίνοντας έμφαση σε μια άλλοτε «όμορφη» και άλλοτε «σκληρή» ευθραυστότητα».