
«Καλοπληρωμένοι και ευτυχισμένοι οι Κύπριοι εκπαιδευτικοί»
Οι καλές συνθήκες εργασίας, οι περιορισμένες εναλλακτικές δυνατότητες απασχόλησης και το σύστημα προσλήψεων, που ευνοεί τον χρόνο προϋπηρεσίας έναντι της αξιοκρατίας, οδήγησαν σε μεγάλο χρόνο αναμονής για την πρόσληψη υποψήφιων εκπαιδευτικών, αναφέρει η έκθεση.
Το νέο σύστημα προσλήψεων που θεσπίστηκε το 2017 και βασίζεται σε ανταγωνιστικές εξετάσεις οδήγησε, το 2018, στην πρόσληψη 60 μόνιμων και 278 αναπληρωτών εκπαιδευτικών. Έως το 2027 θα πραγματοποιούνται παράλληλα προσλήψεις βάσει του παλαιού συστήματος. Οι εξετάσεις για τον επόμενο γύρο ανταγωνιστικών προσλήψεων έχουν προγραμματιστεί για τον Νοέμβριο του 2019.
Οι νεοεισερχόμενοι εκπαιδευτικοί δεν λαμβάνουν εισαγωγική επιμόρφωση
Ένα άλλο σημείο που τονίζεται στην έκθεση, είναι το γεγονός ότι παρότι η εισαγωγική επιμόρφωση είναι υποχρεωτική, από το 2013 δεν εφαρμόζεται στην Κύπρο λόγω οικονομικών περιορισμών.
Παλαιότερα, στο πλαίσιο προγραμμάτων μεντόρων, οι νεοεισερχόμενοι εκπαιδευτικοί συνδέονταν με πιο έμπειρους εκπαιδευτικούς εντός της σχολικής μονάδας κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους διδασκαλίας, επιπλέον των εσπερινών μαθημάτων επιμόρφωσης που παρακολουθούσαν. Με δεδομένες τις χαμηλές επιδόσεις της Κύπρου όσον αφορά τις βασικές δεξιότητες (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2017), φαίνεται ότι η απουσία εισαγωγικής επιμόρφωσης αποτέλεσε μια χαμένη ευκαιρία, αφού πληθώρα στοιχείων που αποδεικνύουν το θετικό της αντίκτυπο στην ποιότητα της διδασκαλίας (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2018) και στα επιτεύγματα των μαθητών (Ingersoll, 2011).
Τι εισηγείται η Ε.Ε. για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών – Αναφορά στους διευθυντές και επιθεωρητές
Καταληκτικά, όσον αφορά το κεφάλαιο των εκπαιδευτικών, η Κομισιόν εξηγεί πως η αποτελεσματική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στην ποιότητα και στην ικανοποίηση των εκπαιδευτικών από την εργασία, καθώς και στο αίσθημα επάρκειας τους.
Το σύστημα αξιολόγησης εκπαιδευτικών της Κύπρου έχει υποστεί ελάχιστες μεταβολές από το 1976. Το 2019 το Συμβούλιο της ΕΕ απηύθυνε στην Κύπρο για τρίτη φορά ειδική ανά χώρα σύσταση, με την οποία την καλεί «να υλοποιήσει τη μεταρρύθμιση του συστήματος εκπαίδευσης και κατάρτισης, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών».
Οι ετήσιες εκθέσεις των διευθυντών σχολείων όσον αφορά τις επιδόσεις των εκπαιδευτικών συνιστούν σε μεγάλο βαθμό διοικητικό καθήκον.
Οι σχολικοί επιθεωρητές, οι οποίοι παρατηρούν τους εκπαιδευτικούς μέσα στην αίθουσα, οφείλουν τυπικά να παρέχουν τόσο συνολική όσο και διαμορφωτική αξιολόγηση. Προς το παρόν δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ της αξιολόγησης και της αποτελεσματικότητας του σχολείου. Επίσης δεν διενεργείται μετα-ανάλυση των δεδομένων αξιολόγησης με σκοπό την ενημέρωση και την αναμόρφωση του συστήματος.
Σε νέα πρόταση του Ιανουαρίου του 2019 περιλαμβάνονται τα εξής: διαμορφωτική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και αξιολόγηση του σχολείου· στήριξη στους νεοεισερχόμενους εκπαιδευτικούς, στους συμβασιούχους και στους αναπληρωτές· αξιολόγηση των αξιολογητών· και συνεχής στήριξη για τους εκπαιδευτικούς.
Στην πρόταση προβλέπεται επίσης ένα νέο οριζόντιο κλιμάκιο στην καριέρα των εκπαιδευτικών (Ανώτερος Εκπαιδευτικός), ώστε να αξιοποιούνται καλύτερα στο σύστημα οι έμπειροι εκπαιδευτικοί. Οι διευθυντές σχολείων θα πρέπει να διαδραματίζουν πιο ουσιαστικό ρόλο στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Παρόλα που δεν υπάρχει κάποιο ιδανικό μοντέλο για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών (ΟΟΣΑ, 2018β), το νέο πλαίσιο θα παράσχει πολλά ιδιαιτέρως χρήσιμα μέτρα. Σε αυτά περιλαμβάνονται οι πολλαπλοί αξιολογητές, η στήριξη της επαγγελματικής ανάπτυξης, η σύνδεση με την αξιολόγηση των μαθητών και την αξιολόγηση του σχολείου, καθώς και η αξιολόγηση των διευθυντών σχολείων και των επιθεωρητών. Ωστόσο, απουσιάζουν άλλα στοιχεία κρίσιμης σημασίας, ιδίως ένα σαφές πλαίσιο ικανοτήτων για τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές. Δεδομένου ότι το νέο σύστημα θα τεθεί σε εφαρμογή από πρόσωπα που ήδη συμμετέχουν σε αυτό (επιθεωρητές, εκπαιδευτικοί, διευθυντές σχολείων), είναι σημαντικό να γίνουν επενδύσεις στην κατάρτιση των αξιολογητών, των διευθυντών σχολείων και των εκπαιδευτικών ώστε αυτοί να είναι σε θέση να παρατηρούν και να παρέχουν ανατροφοδότηση με αποτελεσματικό τρόπο και να αναλαμβάνουν σχετική δράση (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2018α). Καίριας σημασίας είναι επίσης η λήψη μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ορθή επικοινωνία, την κατάρτιση, την υλοποίηση πιλοτικών έργων και τη σύνδεση της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών με τη βελτίωση του σχολείου (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2018α).