Δικαστική μάχη 14 χρόνων για τροφική δηλητηρίαση από ψωμί στη Λευκωσία
Το Εφετείο εξέδωσε δύο σημαντικές αποφάσεις που αφορούν την πολύχρονη δικαστική διαμάχη, μεταξύ ενός καταναλωτή και αρτοποιείου στη Λευκωσία, με αφετηρία την καταγγελλόμενη τροφική δηλητηρίαση από χωριάτικο ψωμί το 2011.
Η πρώτη έφεση, με αριθμό 93/2019, στρεφόταν κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε επιδικάσει στον ενάγοντα αποζημίωση €1.560 συν τόκους και έξοδα. Η δεύτερη, με αριθμό Ε45/2020, αφορούσε την έγκριση του σχετικού καταλόγου εξόδων.
Το Εφετείο απέρριψε πλήρως την πρώτη έφεση των αρτοποιών, αλλά έκανε δεκτή τη δεύτερη ως προς τη λανθασμένη εφαρμογή των διαδικαστικών κανονισμών για τα δικηγορικά έξοδα.
Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται το περιστατικό της 8ης Ιουνίου 2011, όταν ο ενάγων υποστήριξε ότι αγόρασε χωριάτικο ψωμί το συγκεκριμένο αρτοποιείο και, αφού κατανάλωσε μέρος του, εμφάνισε έντονα συμπτώματα τροφικής δηλητηρίασης. Μετέβη άμεσα σε ιδιωτικό νοσοκομείο και αργότερα παρέδωσε το υπόλοιπο ψωμί στις Υγειονομικές Υπηρεσίες. Οι εργαστηριακές εξετάσεις του Κρατικού Χημείου διαπίστωσαν εκτεταμένη βακτηριακή αλλοίωση στο εσωτερικό του προϊόντος, κρίνοντάς το ακατάλληλο για κατανάλωση.
Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν κάθε ευθύνη, υποστηρίζοντας ότι ο ενάγων είτε δεν είχε αγοράσει το ψωμί από το δικό τους κατάστημα είτε δεν είχε αποδείξει ότι το προϊόν που εξετάστηκε ήταν εκείνο που κατανάλωσε. Παράλληλα, επιχείρησαν να αποδώσουν την όποια ζημιά σε δικές του παραλείψεις. Προέβαλαν πέντε λόγους έφεσης, οι οποίοι κυμάνθηκαν από διαδικαστικές ενστάσεις μέχρι αμφισβήτηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας και του ύψους των αποζημιώσεων.
Το Εφετείο, εξετάζοντας αρχικά τον πρώτο λόγο έφεσης, επικύρωσε την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο είχε διαγράψει συγκεκριμένες παραγράφους από τη γραπτή μαρτυρία του ΜΥ1. Οι παράγραφοι αυτές επιχειρούσαν να εισαγάγουν νέους ισχυρισμούς, όπως την παρουσία «τιμοκαταλόγου» που υποτίθεται ότι αποδείκνυε πως η εταιρεία δεν διέθετε άλλο ψωμί στην επίμαχη τιμή. Το Εφετείο υπενθύμισε τη σταθερή νομολογία: η μαρτυρία πρέπει να κινείται αυστηρά εντός των ορίων των δικογράφων, και δεν μπορεί να εισάγει αμφισβητήσεις που δεν έχουν προηγουμένως δικογραφηθεί.
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον εξετάστηκε ο τρίτος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορούσε την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του ΜΕ1, δηλαδή του ίδιου του ενάγοντος. Το Εφετείο επανέλαβε τη θεμελιώδη αρχή ότι η αξιολόγηση μαρτύρων αποτελεί κατεξοχήν έργο του πρωτοβάθμιου δικαστή, ο οποίος έχει την άμεση εικόνα της ζώσας μαρτυρίας. Παρέμβαση επιτρέπεται μόνο όταν η πρωτόδικη κρίση συγκρούεται με τη λογική ή με αδιαμφισβήτητη μαρτυρία — κάτι που, όπως έκρινε το δικαστήριο, δεν συνέβαινε. Ο ΜΕ1 κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο σταθερός, πειστικός, χωρίς αντιφάσεις και συνεπής με τα έγγραφα τεκμήρια.
Στο ίδιο πλαίσιο, το Εφετείο απέρριψε και τον δεύτερο λόγο, που αφορούσε την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ αμέλειας και ζημιάς. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι τα γεγονότα —αγορά, κατανάλωση, άμεση μέση του νοσοκομείου, παράδοση του ψωμιού για χημική ανάλυση και πόρισμα ακαταλληλότητας— συνθέτουν μια αδιάσπαστη αλυσίδα, πλήρως επαρκή για την απόδειξη της ευθύνης.
Οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων ότι το ψωμί δεν ήταν το ίδιο ή ότι η ζημιά προήλθε από ενέργειες του ενάγοντος απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι, ενώ επισημάνθηκε ότι ο ΜΥ1, ο μάρτυρας των εφεσειόντων, δεν είχε καν προσωπική γνώση των γεγονότων, αφού είχε προσληφθεί τέσσερα χρόνια μετά.
Απορριπτέος κρίθηκε και ο λόγος που αφορούσε το ύψος των γενικών αποζημιώσεων. Το Εφετείο δέχθηκε ότι η πρωτόδικη κρίση ήταν εύλογη, αφού το ποσό των €1.500 αντανακλούσε πόνο, ταλαιπωρία, ιατρική φροντίδα και την προσωρινή επιβάρυνση του ενάγοντος, χωρίς να υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια.
Ως εκ τούτου, η έφεση 93/2019 απορρίφθηκε στο σύνολό της, με το Εφετείο να επιδικάζει επιπλέον έξοδα €2.400 υπέρ του ενάγοντος.
Ωστόσο, η δεύτερη έφεση, Ε45/2020, είχε διαφορετική τύχη. Το Εφετείο έκρινε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τους τροποποιητικούς κανονισμούς του 2017 σχετικά με τα δικηγορικά έξοδα, επιβάλλοντάς τους σε εργασία που είχε λάβει χώρα πριν από την έναρξη της ισχύος τους.
Ο σχετικός κανονισμός ορίζει ρητά ότι η νέα κλίμακα εφαρμόζεται μόνο σε εργασία μετά τις 24 Οκτωβρίου 2017. Συνεπώς, η έφεση έγινε δεκτή και ο κατάλογος εξόδων παραπέμπεται για επανεξέταση στον αρμόδιο πρωτοκολλητή και εν συνεχεία σε επαρχιακό δικαστή.









