Home ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΚΥΠΡΟΣ Έρευνα: Το 43% των εφήβων στην Κύπρο έχει συνεχή διαδικτυακή επαφή
Έρευνα: Το 43% των εφήβων στην Κύπρο έχει συνεχή διαδικτυακή επαφή

Έρευνα: Το 43% των εφήβων στην Κύπρο έχει συνεχή διαδικτυακή επαφή

Στην Κύπρο το 43% των εφήβων έχει συνεχή διαδικτυακή επαφή και συγκεκριμένα 34% αφορά την επαφή με στενούς/στενές φίλους/φίλες, το 15% με φίλους/φίλες από την ευρύτερη παρέα και το 8% με φίλους/φίλες τους οποίους/οποίες γνώρισε μέσω διαδικτύου αλλά δεν ήξερε από πριν. Ποσοστό 19%  είχε επαφή μέσω διαδικτύου με άλλους/άλλες όπως γονείς και αδέρφια.

Αυτά τα στοιχεία προκύπτουν από παγκόσμια έρευνα που διεξήχθη και στην Κύπρο για τη χρήση Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης και ενασχόληση με ηλεκτρονικά παιχνίδια. Η έρευνα στην Κύπρο πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο Νοεμβρίου 2021-Απριλίου 2022 με τη συμμετοχή 4.818 μαθητών/μαθητριών από συνολικά 212 σχολεία, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα.

Για τη συλλογή των δεδομένων έγινε χορήγηση ηλεκτρονικού ερωτηματολογίου μαθητή/μαθήτριας και χορήγηση ερωτηματολογίου σχολείου σε 200 σχολεία.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργείου Παιδείας το ποσοστό των παιδιών που ανέφεραν συνεχή διαδικτυακή επαφή ήταν μεγαλύτερο για τα κορίτσια, σε σχέση με τα αγόρια. Το ποσοστό για τα κορίτσια έφτασε στο 47% και στα αγόρια στο 39%.

Αναφέρεται ότι το ποσοστό συνεχούς διαδικτυακής επαφής φάνηκε να αυξάνεται με την αύξηση της ηλικίας τόσο διεθνώς όσο και στην Κύπρο και επιπλέον, διεθνώς, το ποσοστό αυτό ήταν μεγαλύτερο για τα παιδιά από υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο σε ποσοστό για τα αγόρια 37% και για τα κορίτσια 44% σε σχέση με αυτά από χαμηλότερο επίπεδο που ήταν για τα αγόρια στο 30% και για τα κορίτσια στο 37%.

Το ίδιο μοτίβο παρατηρήθηκε και για την Κύπρο, όπου στην κατηγορία υψηλού επιπέδου κυμάνθηκε για τα αγόρια στο 44% και για τα κορίτσια στο 54% και στο χαμηλό επίπεδο, στα αγόρια στο 33% και στα κορίτσια στο 43%.

Σε σχέση με την προβληματική χρήση των ΜΚΔ διεθνώς, το ποσοστό ανήλθε σε 11% με το αντίστοιχο της Κύπρου να είναι μεγαλύτερο και να φθάνει στο 13%.

Μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των κοριτσιών, τόσο διεθνώς (13%) όσο και στην Κύπρο (17%) που ανάφερε προβληματική χρήση των ΜΚΔ σε σχέση με τα αγόρια ενώ μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών ηλικίας 13 χρονών, δηλαδή το 15%, κάνει προβληματική χρήση των ΜΚΔ σε σχέση με τα μικρότερα παιδιά ηλικίας 11 χρονών και τα μεγαλύτερα ηλικίας 15 χρονών σε ποσοστό στην Κύπρο σε 14%.

Διεθνώς το 34% των εφήβων δήλωσε καθημερινή ενασχόληση με τα ηλεκτρονικά παιγνίδια (smartphone, tablet, φορητό υπολογιστή, υπολογιστή Mac ή κονσόλα, π.χ. PlayStation, Wii, Xbox), με το ποσοστό για την Κύπρο να είναι ελαφρώς μεγαλύτερο και να φθάνει στο 37%.

Με βάση τα πιο πάνω αποτελέσματα προτείνονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας σειρά μέτρων προς  εφαρμογή σε διεθνές επίπεδο.

Συγκεκριμένα, «θεωρείται κρίσιμο να αναπτυχθούν προγράμματα προσαρμοσμένα στο αναπτυξιακό επίπεδο των παιδιών, προτού αυτά αποκτήσουν το δικό τους κινητό τηλέφωνο ή ξεκινήσουν να παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια, τα οποία είναι γνωστά για την εθιστική τους δράση».

Επίσης, «οι γονείς, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι εκπαιδευτικοί πρέπει να εκπαιδευτούν ώστε να μπορούν να διακρίνουν ανάμεσα στην εντατική και την προβληματική χρήση των ΜΚΔ, καθώς και να γνωρίζουν τους παράγοντες κινδύνου όσον αφορά στην προβληματική ενασχόληση με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια διότι με αυτό τον τρόπο θα είναι σε θέση να ζητούν εγκαίρως βοήθεια και καθοδήγηση από τους/τις ειδικούς».

 Ο ΠΟΥ προτείνει, επίσης, όπως «τα προγράμματα εκπαίδευσης να είναι συμπεριληπτικά, ώστε να αφορούν άτομα από χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και με αναπηρίες και να είναι προσαρμοσμένα στα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά κάθε χώρας».

 Εισηγείται, ακόμη, όπως «πέρα από την ανάπτυξη πολιτικών, προτείνεται η διεξαγωγή συστηματικής παρακολούθησης και αξιολόγησης, λαμβάνοντας υπόψη τα τρέχοντα δεδομένα, αλλά και τις απόψεις των ίδιων των παιδιών.

Από δικής του πλευράς το Υπουργείο Παιδείας αναφέρει ότι «θα επικεντρωθεί στην αξιοποίηση των δεδομένων της έρευνας, με στόχο τη βελτίωση συγκεκριμένων πτυχών του εκπαιδευτικού συστήματος που αφορούν στην προαγωγή της υγείας των παιδιών σχολικής ηλικίας».

Προσθέτει ότι «η διεξαγωγή συγκριτικών μετρήσεων για όλες τις πτυχές που εξετάζει η έρευνα, η οποία θα καταστεί εφικτή μελλοντικά, θα δώσει τη δυνατότητα στη χώρα μας για περαιτέρω αναδιαμόρφωση, προσαρμογή και σχεδιασμό σχετικών πολιτικών».

Send this to a friend