Προσοχή ο δημοτικός τροχονόμος πλέον… δαγκώνει – Τι αλλάζει στον νόμο και τον καθιστά ισχυρό
Αν σας ανακόψει δημοτικός τροχονόμος για έλεγχο για θέματα, που αφορούν αποκλειστικά την τροχαία και σας ζητήσει όνομα και διεύθυνση, δώστε τα, διαφορετικά θα μπλέξετε.
Η νέα νομοθεσία που εγκρίθηκε στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης προνοεί ότι οι δημοτικοί τροχονόμοι έχουν εξουσία όπως λαμβάνουν το όνομα και τη διεύθυνση οποιουδήποτε προσώπου που παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς τους κανονισμούς ή τις οδηγίες της τροχαίας. Παράλληλα, οι τροχονόμοι μπορούν να ζητούν από οποιοδήποτε πρόσωπο όπως παράσχει οποιαδήποτε σχετική πληροφορία και λαμβάνουν τα στοιχεία οποιουδήποτε οχήματος το οποίο έχει διαπράξει οποιαδήποτε παράβαση ή παράλειψη.
Σύμφωνα πάντα με τη νομοθεσία, πρόσωπο το οποίο παραλείπει να δώσει το όνομα και τη διεύθυνσή του, ή οποιαδήποτε σχετική πληροφορία, ενώ έχει κληθεί προς τούτο από τροχονόμο, ή δίδει ψευδές όνομα ή ψευδή διεύθυνση ή ψευδή πληροφορία, είναι ένοχο αδικήματος δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 132.
Με βάση τη νομοθεσία, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους οι δημοτικοί τροχονόμοι εκπαιδεύονται κατάλληλα και ο Αρχηγός της Αστυνομίας μεριμνά για την παροχή της απαραίτητης εκπαίδευσης.
Οι δημοτικοί τροχονόμοι φέρουν στολή που καθορίζει η Ένωση Δήμων Κύπρου και δεν δύναται να ενεργούν ως τροχονόμοι όταν δεν φέρουν τη στολή αυτή.
Εξάλλου, ο Αρχηγός της Αστυνομίας έχει εξουσία όπως ασκεί εκ μέρους του Δημοτικού Συμβουλίου εποπτεία επί των τροχονόμων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και οφείλει να αναφέρει στο συμβούλιο οποιοδήποτε παράπτωμα ή παράλειψη εκτέλεσης καθήκοντος από οποιονδήποτε τροχονόμο.
Οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει οποιονδήποτε δημοτικό κανονισμό, που εκδόθηκε δυνάμει των σχετικών διατάξεων της νομοθεσίας, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα €1.000 ή και στις δύο αυτές ποινές και το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση δύναται να διατάξει όπως η άδεια οδήγησης του προσώπου που καταδικάστηκε ανασταλεί για ορισμένο χρονικό διάστημα, όπως το δικαστήριο ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.