Έρευνα: Ένας στους τέσσερις μαθητές θύμα εκφοβισμού
Ένας στους τέσσερις μαθητές ή μαθήτριες δηλώνει ότι είναι θύμα εκφοβισμού τόσο στο σχολείο όσο και μέσω διαδικτύου, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας που παρουσιάστηκαν τη Δευτέρα σε συνέντευξη Τύπου στο Υπουργείο Παιδείας, με την σχολική βία να αυξάνεται την τελευταία τριετία.
Μεταξύ άλλων, η έρευνα έδειξε ότι το ποσοστό των εκπαιδευτικών, οι οποίοι παρατηρούν βία μεταξύ μαθητών ή μαθητριών παραμένει πέραν του 95%, ότι 1 στους 5 εφήβους είναι θύμα κυβερνοεκφοβισμού, κάτι που συνάδει και με ευρωπαϊκά δεδομένα, και ότι ένα στα δέκα παιδιά περιθωριοποιείται. Επίσης πέραν του 50% των μαθητών είναι παθητικοί θεατές, παρακολουθώντας ένα περιστατικό σχολικής βίας, ενώ μόνο το 18% των μαθητών υπερασπίζονται ή παρηγορούν το θύμα του περιστατικού.
Η έρευνα εντοπίζει ότι 26,8% των εκπαιδευτικών που έλαβαν μέρος στην έρευνα, δέχθηκαν βία από μαθητές και το 16,3% από γονείς. Από την άλλη, το 15% τον γονέων δήλωσαν ότι τους πρόσβαλαν ή ταπείνωσαν εκπαιδευτικοί, αντιμετώπιση την οποία δήλωσαν ότι βίωσαν από εκπαιδευτικούς 3 στα 10 παιδιά.
ΥΠΑΝ: Προτεραιότητα ένα σχολικό περιβάλλον απαλλαγμένο από κάθε μορφή βίας
Στον χαιρετισμό της κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, η Υπουργός Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας (ΥΠΑΝ) Αθηνά Μιχαηλίδου, ανέφερε ότι η σχολική βία αποτελεί διαχρονικό και παγκόσμιο κοινωνικό φαινόμενο, με επιπτώσεις στη μαθησιακή διαδικασία και στην ψυχική υγεία των μαθητών, των γονέων/κηδεμόνων και των εκπαιδευτικών.
Όπως εξήγησε, η έρευνα υλοποιείται στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής για την Πρόληψη και Διαχείριση της Βίας στο Σχολείο (2018-2024). Φέτος, πρόσθεσε, συνεχίζεται η τρίτη και τελευταία φάση της έρευνας, η οποία είναι διαχρονική (2019-2024) και απευθύνεται μέσω ηλεκτρονικών ερωτηματολογίων σε μαθητές άνω των 10 ετών, γονείς/κηδεμόνες παιδιών άνω των 4 ετών και σε εκπαιδευτικούς, σε όλα τα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία της Κύπρου, όλων των βαθμίδων.
Κύριοι στόχοι της έρευνας, όπως είπε η ΥΠΑΝ, είναι η εξαγωγή συμπερασμάτων για την έκταση, τις μορφές και τις τάσεις της βίας σε κάθε σχολική μονάδα, η συσχέτιση του φαινομένου με διάφορες παραμέτρους όπως το σχολικό και οικογενειακό περιβάλλον και το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Ακόμη, σημείωσε, επιδιώκεται η εξαγωγή συμπερασμάτων που θα οδηγήσουν σε εισηγήσεις για πρόληψη και διαχείριση του φαινομένου καθώς και σε εισηγήσεις για παρεμβάσεις σε δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά ως αποτέλεσμα της σχολικής βίας.
«Η διασφάλιση ενός περιβάλλοντος απαλλαγμένου από κάθε μορφή βίας για όλα τα μέλη της σχολικής κοινότητας αποτελεί προτεραιότητα του Υπουργείου μας και βασικό στόχο του προγράμματος διακυβέρνησης», τόνισε η κ. Μιχαηλίδου. Γι’ αυτόν τον λόγο, υπογράμμισε, «προχωρούμε στην εφαρμογή ειδικών προγραμμάτων για πρόληψη της βίας και ενδυνάμωση των παιδιών από την προσχολική ηλικία». «Υιοθετούμε μια ολιστική συστημική προσέγγιση στην πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου, στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η αναδόμηση του αναλυτικού προγράμματος, ο εκσυγχρονισμός της σχετικής νομοθεσίας και η διαβούλευση με αρμόδιους φορείς», συμπλήρωσε.
Σημαντική παράμετρος, πρόσθεσε η ΥΠΑΝ, είναι και η συνεχής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε θέματα εκφοβισμού, βίας και παραβατικότητας. Παράλληλα, επεσήμανε ότι επιδιώκεται στενότερη και συνεχής συνεργασία των εμπλεκόμενων δομών και υπηρεσιών του Υπουργείου, το οποίο αναπτύσσει απαραίτητες συνέργειες με άλλες υπηρεσίες και θεσμούς του κράτους, αλλά και με ιδιωτικούς και μη κερδοσκοπικούς φορείς.
«Σύμφωνα με την έρευνα, ουσιαστικό ρόλο για την πρόληψη και αντιμετώπιση περιστατικών βίας και παραβατικότητας διαδραματίζουν οι σχολικές μονάδες», ανέφερε, προσθέτοντας ότι έχει ξεκινήσει πιλοτικό πρόγραμμα ενισχυτικής διδασκαλίας με δεύτερη νηπιαγωγό σε 50 δημόσια νηπιαγωγεία, στο πλαίσιο της πρώιμης παρέμβασης και πρόληψης. Ακόμη, η Υπουργός αναφέρθηκε στον θεσμό του Συμβούλου, ο οποίος τα τελευταία 3 χρόνια επεκτείνεται και σε σχολεία δημοτικής εκπαίδευσης, καθώς και στη λειτουργία του Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου Κύπρου από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο για αντιμετώπιση του κυβερνοεκφοβισμού (cyber bullying).
Εν συνεχεία, η κ. Μιχαηλίδου παρότρυνε γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικούς να συμμετάσχουν στην παρούσα φάση έρευνα και να συμβάλουν στην περαιτέρω αξιοποίησή της. Παράλληλα, εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι μέσα από τη συνεργασία όλων των αρμόδιων και εμπλεκόμενων φορέων θα επιτευχθεί η διασφάλιση ενός υγιούς και ασφαλούς σχολικού περιβάλλοντος για τους μαθητές.
Καταληκτικά, η Υπουργός Παιδείας κάλεσε όλους και όλες να στηρίξουν και να συμμετάσχουν στην παρούσα έρευνα, έτσι ώστε να εξαχθούν έγκυρα και αξιόπιστα αποτελέσματα τα οποία θα αξιοποιηθούν προς την κατεύθυνση της μείωσης και αντιμετώπισης του φαινομένου της βίας και της παραβατικότητας στο σχολείο. «Σύντομα θα θεσμοθετήσουμε μέτρα αντιμετώπισης για να ενημερώσουμε και τους εκπαιδευτικούς για το πώς προχωρούμε σε αυτόν τον τομέα», τόνισε.
Τα ευρήματα της έρευνας
Ο Δρ Κώστας Φάντης, Καθηγητής στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, ο οποίος παρουσίασε τα αποτελέσματα της έρευνας, η οποία τιτλοφορείται «Δημιουργία Μηχανισμού Συλλογής Δεδομένων Σχετικά με το Φαινόμενο της Βίας στο Σχολείο», κάλεσε το κάθε σχολείο να συμμετάσχει στην έρευνα ούτως ώστε να κατανοηθεί το φαινόμενο και να υποβληθούν συγκεκριμένες εισηγήσεις. Ακόμη, έδωσε ορισμό του σχολικού εκφοβισμού (bullying), ο οποίος αφορά την σκόπιμη και επαναλαμβανόμενη χρήση παρενόχληση ή βία με σκοπό την πρόκληση βλάβης, καθώς και των μορφών που προσλαμβάνει (σωματικός, λεκτικός, σχεσιακός, ψυχολογικός).
Ερωτηθείς σχετικά, ανέφερε ότι περίπου 20.000 άτομα συμμετείχαν στην έρευνα. «Η Κύπρος χαρακτηρίζεται από τα πιο υψηλά ποσοστά σχολικής βίας, σύμφωνα με ευρωπαϊκές έρευνες», είπε, προσθέτοντας ότι τα τελευταία 3 χρόνια, από το 2021 έως το 2023, υπάρχει αυξητική πορεία της σχολικής βίας στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έρευνα, το 2021 ο δείκτης του σχολικού εκφοβισμού στην Κύπρο ήταν κάτω του 1,25, το 2022 άγγιξε το 1,25, ενώ το 2023 πλησίασε το 1,50. Όπως αναφέρεται στα ενδεικτικά αποτελέσματα της έρευνας που δόθηκαν κατά την συνέντευξη Τύπου, ένας στους τέσσερις μαθητές ή μαθήτριες δηλώνει ότι είναι θύμα εκφοβισμού τόσο στο σχολείο όσο και μέσω διαδικτύου.
Σύμφωνα με την έρευνα, όπως είπε ο κ. Φάντης, αγόρια και κορίτσια ανέφεραν μεγαλύτερα ποσοστά θυματοποίησης παρά εκφοβισμού. Σημείωσε ότι το 19% των παιδιών αναφέρει συχνή θυματοποίηση από ένα ποσοστό 6% που εμπλέκονται ως θύτες, υπογραμμίζοντας ότι οι περισσότεροι που εμπλέκονται σε αυτήν τη συμπεριφορά είναι επίσης και θύματα. Τα κορίτσια έχουν αυξημένο ρίσκο θυματοποίησης, ειδικά σχεσιακής μορφής, πρόσθεσε.
Ο κ. Φάντης τόνισε ότι τα περισσότερα προβλήματα αναφέρονται στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, προσθέτοντας ότι στην Α’ Γυμνασίου υπάρχει αυξημένη σωματική θυματοποίηση, η οποία μπορεί να συνδέεται με τη μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο.
«Σύμφωνα με την παρούσα έρευνα, 1 στους 5 εφήβους είναι θύμα κυβερνοεκφοβισμού, κάτι που συμφωνεί και με ευρωπαϊκές έρευνες», υπογράμμισε, σημειώνοντας παράλληλα ότι τα παιδιά που δεν είναι Ε/κ έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα θυματοποίησης, αλλά και εμπλοκής σε εκφοβισμό. Ακόμη, ο κ. Φάντης αναφέρθηκε και στις συνέπειες της σχολικής βίας στο θύμα. «Πρέπει να δοθεί το μήνυμα ότι πρέπει να αποφεύγονται τέτοιες συμπεριφορές. Είναι δουλειά όλων μας να προστατεύσουμε αυτούς τους μαθητές», υπέδειξε.
Στην έρευνα φάνηκε το άγχος ως κοινό στοιχείο των θυτών και των θυμάτων, επεσήμανε ο κ. Φάντης, εξηγώντας ότι όσο αυξάνονταν οι αγχωτικές εμπειρίες στο περιβάλλον τους, τόσο αυξάνονταν η ευερεθιστότητα και οι εκρήξεις θυμού που εκδηλώνουν τα θύματα απέναντι σε ενήλικες (π.χ. εκπαιδευτικούς). «Η εμπλοκή σε περιστατικά σχολικής βίας αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο για χαμηλές σχολικές επιδόσεις, εμπλοκή σε εγκληματικές ενέργειες και αντικοινωνική συμπεριφορά, ανάπτυξη άγχους και κατάθλιψης και χαμηλή ποιότητα ζωής», τόνισε.
Ειδικά στο Γυμνάσιο, σύμφωνα με την έρευνα, οι εκπαιδευτικοί δηλώνουν ότι αισθάνονται πιο αβοήθητοι απέναντι σε τέτοιες συμπεριφορές, ανέφερε ο κ. Φάντης, υπογραμμίζοντας ότι και οι εκπαιδευτικοί δέχονται βία από μαθητές και γονείς, με συχνότερη τη μορφή της δυσφήμισης. Επιπλέον, είπε ότι 15% των γονέων ανέφεραν ότι έτυχαν προσβλητικής ή ταπεινωτικής μεταχείρισης από εκπαιδευτικούς, ενώ τρία στα δέκα παιδιά ανέφεραν ότι έτυχαν προσβλητικής ή ταπεινωτικής μεταχείρισης από εκπαιδευτικούς.
«Παρά την αυξητική τάση των αντικοινωνικών συμπεριφορών, η σημασία που δίνεται στις παρεμβάσεις τείνει να μειώνεται», υπέδειξε, σημειώνοντας ότι η σημαντικότητα που δίνουν τα σχολεία στις παρεμβάσεις αυξάνει την ποιότητα ζωής στα σχολεία.
Ακόμη, ο κ. Φάντης επεσήμανε ότι ένα στα δέκα παιδιά περιθωριοποιείται σύμφωνα με την έρευνα, άρα είναι σημαντική η ανάπτυξη προληπτικών προγραμμάτων ήδη από το νηπιαγωγείο. Πρόσθεσε ότι ένας στους 4 μαθητές υποστηρίζει τα επιθετικά παιδιά. Πέραν του 50% είναι παθητικοί θεατές, παρακολουθώντας ένα περιστατικό σχολικής βίας, ενώ μόνο το 18% των μαθητών υπερασπίζονται ή παρηγορούν το θύμα του περιστατικού.
Καταληκτικά, ανέφερε ότι οι περισσότερες περιπτώσεις σχολικού εκφοβισμού συμβαίνουν εν αγνοία των γονέων και των δασκάλων. Παράλληλα, παρότρυνε τα παιδιά να μην αποδέχονται τη βία και να μη μένουν παρατηρητές, αλλά να μιλούν.