Home ΛΑΡΝΑΚΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ Λάρνακα: Παρουσιάστηκε το βιβλίο του Δρ. Αλεξάνδρου για τη δράση του πυροβολικού το 1974
Λάρνακα: Παρουσιάστηκε το βιβλίο του Δρ. Αλεξάνδρου για τη δράση του πυροβολικού το 1974

Λάρνακα: Παρουσιάστηκε το βιβλίο του Δρ. Αλεξάνδρου για τη δράση του πυροβολικού το 1974

Το βιβλίο του Δρ. Χάρη Αλεξάνδρου με τίτλο «Η Δράση των Μονάδων Πυροβολικού της Εθνικής Φρουράς το Καλοκαίρι του 1974: Αποφασιστικός παράγων επί του πεδίου της μάχης» παρουσιάστηκε το βράδυ της Τρίτης, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στη Λάρνακα.

Η παρουσίαση του βιβλίου διοργανώθηκε από την Επαρχιακή Επιτροπή Λάρνακας – Αμμοχώστου του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ) και τον Παγκύπριο Σύνδεσμο Εφέδρων Πυροβολικού.

Σε χαιρετισμό του ο Γιώργος Κοφτερός, Πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσμου Εφέδρων Πυροβολικού είπε πως «η έκδοση του βιβλίου, στο οποίο αποτυπώνεται με λεπτομέρεια το έργο του Πυροβολικού κατά τη τουρκική εισβολή, αποτελούσε διαχρονικό στόχο του Συνδέσμου και είμαι ικανοποιημένος που καταφέραμε να διεκπεραιώσουμε αυτό τον στόχο».

 

 

Στις σελίδες του βιβλίου, συνέχισε «ο αναγνώστης θα μάθει για τη δράση του πυροβολικού, με παράθεση των γεγονότων όπως προκύπτουν από προσωπικές μαρτυρίες από έγγραφα και αρχειακό υλικό που είχε συλλεγεί. Στο βιβλίο φαίνεται καθαρά η δράση της κάθε μονάδας, της κάθε πυροβολαρχίας καθ’ όλη τη διάρκεια των εχθροπραξιών αλλά και μετά το τέλος της πολεμικής δράσης».

Το βιβλίο, συνέχισε «καταδεικνύει τα αληθινά γεγονότα του 1974, κάτι που είναι πολύ σημαντικό, γιατί έχουν περάσει 50 χρόνια από τότε και προφυλάσσει την πραγματική ιστορία. Πιστεύω ότι το βιβλίο θα προσθέσει στην συλλογική αυτογνωσία και τη δυνατότητα και σε νέους ανθρώπους να διδαχθούν, να παραδειγματιστούν αλλά και να προβληματιστούν».

Σύμφωνα με τον κ. Κοφτερό «η μελέτη της ιστορίας μας είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση του μέλλοντος για να μαθαίνουμε από τα παθήματα μας και να μην τα επαναλαμβάνουμε. Επίσης πρέπει να νιώθουμε υπερηφάνεια για τα κατορθώματα του πυροβολικού κατά την περίοδο της τουρκικής εισβολής».

Ταυτόχρονα διαβεβαίωσε ότι «θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για μια Κύπρο ελεύθερη και μια πατρίδα χωρίς τον τουρκικό ζυγό, όσα χρόνια και αν περάσουν. Αυτό επιτάσσει η ιστορία και αυτό οφείλουμε σε όλους όσους  πολέμησαν το 1974 αλλά και σε αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους σ’ αυτό τον αγώνα».

Συνεχάρη ιδιαίτερα το συγγραφέα ο οποίος, όπως είπε «συγκέντρωσε άπειρες πληροφορίες, τις οποίες αξιολόγησε, ταξινόμησε και με αντικειμενικότητα αποτύπωσε μέσα στο βιβλίο του» ενώ εξέφρασε ευχαριστίες και στους «200  περίπου πυροβολητές οι οποίοι κατέθεσαν συγκλονιστικές μαρτυρίες για τα γεγονότα του 1974».

Παρουσιάζοντας το βιβλίο ο Χρίστος Ιακώβου, Διευθυντής του ΚΥΚΕΜ, το χαρακτήρισε «ίσως την πρώτη πιο συγκροτημένη έκδοση που βάζει την μελέτη της στρατιωτικής ιστορίας της Κύπρου πάνω σε μια επιστημονική βάση. Μέχρι σήμερα αυτό που γινόταν ήταν να έχουμε απομνημονεύματα τα οποία γράφονταν ερασιτεχνικά, με προσωπικές εμπειρίες, ενίοτε και με αυθαίρετες ερμηνείες, πολιτικοποιημένες και χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν διάφορες φάσεις της τραγωδίας και του ολέθρου του 1974».

Πρόσθεσε ακόμα ότι «το ογκώδες αυτού του βιβλίου αποδεικνύει το βάθος και την έκταση της έρευνας την οποία έκανε ο συγγραφέας Δρ. Χάρης Αλεξάνδρου. Το συγκεκριμένο βιβλίο διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται, βοηθά στην έρευνα και είναι ένα βιβλίο αναφοράς».

Τέτοιου είδους βιβλία, συνέχισε «θα βρίσκονται σε βιβλιοθήκες για να μπορούν να τα μελετήσουν οι ερευνητές σε 50 ή περισσότερα χρόνια, όταν πλέον αυτά τα οποία βιώθηκαν και αυτοί που βίωσαν τα γεγονότα του 1974 θα είναι μια απόμακρη ιστορία, χωρίς πρωταγωνιστές και χωρίς τους άμεσους δρώντες να τα περιγράφουν σε εφημερίδες ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, είτε μέσω απομνημονευμάτων».

Ο κ. Ιακώβου είπε επίσης ότι «το βιβλίο ήρθε σε μια περίοδο κατά την οποία ο ερευνητής κατάφερε να μιλήσει με βασικούς δρώντες, πέραν από τις γραπτές πηγές, οι οποίες δεν δίνουν την αλήθεια, δίνουν ένα μέρος της αλήθειας και ενίοτε παραπλανητικό. Γι’αυτό όταν έχεις τις ζωντανές μαρτυρίες, τότε μπορείς να διασταυρώνεις και να καταλήγεις σε συμπεράσματα τα οποία οι γραπτές πηγές μπορεί να σε παραπλανήσουν» είπε.

Ο συγγραφέας σημείωσε «κατάφερε σ’ αυτή την περίοδο, σε ένα οριακό σημείο να πάρει μαρτυρίες από πάρα πολλούς πρωταγωνιστές οι οποίοι  είναι ακόμα εν ζωή, «στέκει το μυαλό τους» και θυμούνται με ακρίβεια τα γεγονότα που έζησαν. Το βιβλίο εμπίπτει στο τομέα ιστοριογραφίας που ονομάζεται στρατιωτική ιστορία, η οποία αποτελεί ουσιαστικά κλάδο της νεότερης ιστοριογραφίας, πολύ άγνωστο στην Κύπρο, αφού είναι η πρώτη φορά που υπάρχει ένα τέτοιο συγκροτημένο στρατιωτικό σύγγραμμα».

Εξήγησε πως «η στρατιωτική ιστορία είναι η αναλυτική μελέτη των πολέμων, των μαχών, των εκστρατειών, της εξέλιξης της στρατιωτικής στρατηγικής, της πολεμικής τέχνης, της εξέλιξης του τρόπου άσκησης της ηγεσίας, της εξέλιξης της πολεμικής τεχνολογίας  αλλά και της οργανωτικής δομής των στρατευμάτων. Η στρατιωτική ιστορία ανιχνεύει και ερμηνεύει διάφορες  στρατηγικές ή τεχνικές, επιλογές διαφόρων ηγητόρων στο παρελθών και αναλύει την επίδραση που είχαν στη μάχη» είπε και εξήγησε πως «ιδιαίτερα η ελληνική στρατιωτική ιστορία αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή σοφίας όχι μόνο για τους Ελληνες αλλά και διεθνώς».

Ταυτόχρονα αναφέρθηκε στην ιστορική εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών, η οποία όπως είπε «είναι στενά συνδεδεμένη με το φαινόμενο του πολέμου. Αφ’ ενός η πίεση του πολέμου προκαλεί πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές αναταραχές και εξελίξεις οι οποίες επηρεάζουν και ενίοτε καθορίζουν την πορεία των ανθρωπίνων κοινωνιών, αφετέρου οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της κάθε εποχής διαμορφώνουν τη φύση του πολέμου».

Η αμφίδρομη αυτή σχέση, συνέχισε «αποτελεί κεντρικό στοιχείο της παγκόσμιας ιστορίας και αυτό το αντιλαμβανόμαστε όταν έρχονται επιστημονικές μελέτες που έχουν να κάνουν με τον ανταρτοπόλεμο της ΕΟΚΑ και με τον πόλεμο του 1974. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί ο πόλεμος του 1974, εντάσσεται στον πόλεμο της τεχνολογίας, αποκορύφωμα του οποίου ήταν ο Α και ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος».

Ο κ. Ιακώβου κάλεσε όλους να μην αφήσουν «τέτοια βιβλία να χαθούν στην τύρβη των μουσειακών εκδόσεων, αφού είναι και μια ευκαιρία να επανεκτιμήσουμε το παρελθόν και να προβληματιστούμε ώστε να διδαχθούμε και να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά το μέλλον. Τέτοιες εκδόσεις πέραν της διατήρησης της συλλογικής μας μνήμης και της ευθύνης της απόδοσης των πρεπουσών τιμών στις ένοπλες δυνάμεις και στους θυσιασθέντες κατά τους αγώνες προάσπισης της ιδιαίτερης μας πατρίδας, προσφέρονται περισσότερο για προβληματισμό» σημείωσε.

Λαός, συνέχισε «που δεν διδάσκεται από τα λάθη του είναι καταδικασμένος να τα ξαναζήσει. Ο χαρακτήρας ενός έθνους που θέλει να αντισταθεί και να επιβιώσει δεν φαίνεται από το αν κάνει λάθη αλλά από το πως θα διορθώνει και το πως αντιστέκεται στις προσπάθειες υποδούλωσης του».

Ανέφερε επίσης ότι «λαός που σταδιακώς εθίζεται και συμβιβάζεται με τα δεδομένα υποδούλωσης, δεν μπορεί σε βάθος χρόνου να διεκδικήσει την ελευθερία του. Οι αξίες για ένα λαό που διεξάγει αγώνα επιβίωσης έχουν πιο μεγάλο βάρος όταν τις κρατά σε χαλεπούς καιρούς».

Στην αντιφώνηση του ο συγγραφέας του βιβλίου Δρ. Χάρης Αλεξάνδρου ευχαρίστησε «τον καθένα από τους 198 πυροβολητές, αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και στρατιώτες οι οποίοι μου εμπιστεύτηκαν πρόθυμα τη μαρτυρία και τα βιώματα τους. Ουσιαστικά είναι οι μαρτυρίες αυτών των ανθρώπων που αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του βιβλίου και χωρίς τις δικές τους μαρτυρίες θα έλειπε η απαραίτητη λεπτομέρεια που δίνει βάθος σε μια ιστορική καταγραφή».

Μέσα από τις αφηγήσεις τους, συνέχισε «έδωσαν φωνή στους απόντες, σε αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους φυλάσσοντας τις Θερμοπύλες του 1974, στους 112 πεσόντες και αγνοούμενους του πυροβολικού».

Ο Δρ. Αλεξάνδρου εξέφρασε επίσης ευχαριστίες στα «διαδοχικά συμβούλια του Παγκύπριου Συνδέσμου Εφέδρων Πυροβολικού που οραματίστηκαν, έθεσαν ως στόχο και στήριξαν εμπράκτως την καταγραφή της συνολικής ιστορίας του πυροβολικού το μαύρο καλοκαίρι του 1974».

Παρουσιάζοντας το βιβλίο και στη Λάρνακα, συνέχισε «έχω ήσυχη τη συνείδηση μου ότι έπραξα το παν δυνατό για να προσφέρω σε ένα πολυσύνθετο αναγνωστικό κοινό, μια μελέτη της οποίας τα γεγονότα και τα πορίσματα θεωρώ ότι είναι επαρκώς τεκμηριωμένα. Μελετώντας και γράφοντας το βιβλίο αισθανόμουν ότι εκπλήρωνα το προσωπικό μου χρέος απέναντι στην επιστήμη μου, στους ανθρώπους που με εμπιστεύτηκαν, στους πεσόντες και αγνοούμενους που έδωσαν τη ζωή τους και στην κατεχόμενη πατρίδα μας που αναμένει ακόμα την απελευθέρωση» κατέληξε.

Send this to a friend