Πού βρίσκονται τα «καλά» μικρόβια που αδυνατίζουν και ωφελούν την υγεία
Παραδοσιακά προϊόντα που έχουν υποστεί ζύμωση, όπως το γιαούρτι, το κεφίρ και το ξινολάχανο, ή και πιο σύγχρονα, όπως το κίμτσι και το κομπούχα, θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά για την υγεία του εντέρου και την ισορροπία του μικροβιώματος.
Μια νεότερη μελέτη, όμως, εμβαθύνει περισσότερο στο πώς η υψηλότερη κατανάλωση τροφίμων με ζωντανούς μικρο-οργανισμούς, θα μπορούσε να προάγει τη συνολικότερη υγεία και τον έλεγχο του βάρους.
Μια ομάδα ερευνητών, με επικεφαλής τη Διεθνή Επιστημονική Ένωση για τα προβιοτικά και τα πρεβιοτικά (ISAPP), ταξινόμησε πάνω από 9.000 μεμονωμένα τρόφιμα που αναφέρονται στην Εθνική Έρευνα Υγείας και Διατροφής των ΗΠΑ (NHANES) σε τρεις κατηγορίες με βάση την αφθονία των ζωντανών μικροβίων τους και στη συνέχεια χρησιμοποίησε στοιχεία από τους συμμετέχοντες στη μελέτη σχετικά με τις τροφές που κατανάλωναν, με στόχο να ποσοτικοποιήσει που περιείχαν μεσαία ή υψηλά επίπεδα μικροβίων.
Στη συνέχεια, προσδιόρισαν πώς η πρόσληψη των τροφίμων συσχετιζόταν με διάφορους δείκτες υγείας, όπως η αρτηριακή πίεση και το βάρος.
Τα αποτελέσματα τους είναι άκρως ενδιαφέροντα, καθώς συμπέραναν ότι η αυξημένη κατανάλωση ζωντανών μικρο-οργανισμών συσχετίστηκε με αρκετούς δείκτες καλής υγείας: φυσιολογική αρτηριακή πίεση, καλύτερες τιμές της γλυκόζης και της ινσουλίνης στο αίμα, χαμηλότερη φλεγμονή, καθώς και μικρότερη περιφέρεια μέσης και δείκτη μάζας σώματος.
Αν και η επιστημονική προσέγγιση δεν επέτρεψε στους ερευνητές να συμπεράνουν ότι οι ζωντανοί μικροοργανισμοί προσφέρουν άμεσα τα οφέλη αυτά στην υγεία, τα αποτελέσματα συνάδουν με το εύλογο συμπέρασμα ότι οι ζωντανοί μικροοργανισμοί θα μπορούσαν σε γενικό πλαίσιο να ωφελήσουν την υγεία, αυξάνοντας την ποικιλομορφία των μικροβίων στο έντερο, υποστηρίζοντας παράλληλα την ανοσολογική λειτουργία. Αυτό συμβαίνει διότι η υγεία του εντέρου παίζει ρόλο και στην ενδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος.
«Παρότι οι συνδέσεις μεταξύ των τροφίμων και των πλεονεκτημάτων τους ήταν σχετικά μέτριες, θεωρείται αξιοσημείωτο το γεγονός ότι αυτά τα εκτιμώμενα οφέλη προσέφεραν σημαντική βελτίωση στην υγεία του κάθε ατόμου, ανεξάρτητα μάλιστα από άλλους παράγοντες, όπως ο δείκτης μάζας σώματος» σημειώνει ο συν-επικεφαλής συγγραφέας καθηγητής Dan Tancredi, PhD, του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια – Davis.
Όπως καταλήγει, «οι έρευνες θα πρέπει να συνεχιστούν και σε άλλους πληθυσμούς, που ενδεχομένως θα αποκαλύψουν ισχυρότερους αιτιώδεις ισχυρισμούς».
Πηγή: Ygeiamou.gr