Οι δρόμοι των αναμνήσεων…..
Μια αναδρομή του χρόνου, όπως μια κινηματογραφική ταινία των παιδικών αναμνήσεων, σε δρόμους στενούς και αγαπημένους, μιας μικρής πόλης, όπου ο τόπος και οι κάτοικοι σφιχτοδεμένοι.
Τι να πρωτοθυμηθώ…Τις γειτόνισσες, που έπιναν τα καφέ τους έξω από τα σπίτια τους και άκουγες τη λέξη “κόπιασε”, την Σαλιχέ που ερχόταν και βοηθούσε τη μητέρα μου στις δουλιές του σπιτιού ενώ εγώ έπαιζα με την μικρή της κόρη την Νουρτέν και γελούσαμε αμέριμνοι, γιατί οι διαόλοι της διαίρεσης δεν είχαν ακόμη εμφανιστεί. Να γεύομαι το παγωτό, που μας πρόσφεραν στο σχολείο την ημέρα στέψης της Βασίλισσας και εμείς να το απολαμβάνουμε.
Να θυμάμαι τον φίλο και συμμαθητή μου τον Θωμά, που θα έφευγε στα ξένα και μου χάρισε το ξύλινο μικρό του αλογάκι, για να μην τον ξεχάσω. Το χαμάμ εκεί στον τουρκομαχαλά της Σκάλας, όπου οι γειτόνισσες πήγαιναν κάθε Παρασκευή και η γιαγιά με έπαιρνε μαζί της, γιατί ήμουν μικρός και…απονήρευτος και εγώ θαύμαζα τα κάλλη των γυναικών από παιδιόθεν!
Και μετά, οι πρώτες βόμβες και ανάστατη η γειτονιά, όλοι στον δρόμο! Η ζωή μας από τότες άλλαξε και εμείς χάσαμε την παιδική μας ανεμελιά. Στην τάξη, να ακούω μέχρι σήμερα τον συμμαθητή μας τον Βαγγά να φωνάζει “διαδήλωση, διαδήλωση” και αυτός να πηδάει από το ψηλό παράθυρο και εμείς φευγιοί από την πόρτα.
Και ένα πλήθος μαθητών, προς τον Άγιο Λάζαρο. Και μετά, οι καμπάνες να κτυπούν πένθιμα…Καυθμός και οδυρμός. Ένας Άγγλος σκότωσε των μικρό μαθητή του σχολείου μας τον Δημητράκη. Η ιστορία αγριεμένη όπως τον σίφουνα, να περνά από μπροστά μας. Και εμείς χάσαμε κάθε επαφή με την Σαλιχέ και την Νουρτέν.
Οι ειδήσεις καρφιά στην ψυχή μας. “Εφονεύθη ο Κατώλης εις διακοινοτικάς ταραχάς.” Ναι, ο γείτονάς μας…Και να βλέπω τον Κόκο με την κιθάρα, δερμένο από επικουρικούς, να κλαίει στη γειτονιά μας και να μονολογεί “εγώ ίντα τους έκαμα”…Και ο Χάροντας, να παίρνει ψυχές νέων ανθρώπων, να καίονται Αγωνιστές στα κρυσφύγετά τους, “μια φούχτα στάχτη τιμημένη, παρά γονατισμένοι σκλάβοι.” Και άλλοι νιοί μπρος στο ικρίωμα, να ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο.
Και η ζωή συνεχιζόταν…Στους δρόμους οι μικροπωλητές διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, κούπες, κουλούρια, ταχινόπιτες. Εκεί στο παντοπωλείο, τα αγαθά φρέσκα να αναμένουν τους αγοραστές και τον καλοσυνάτο κύριο Μιχαλάκη του βιβλιοπωλείου “Αναγέννηση” να μας χαμογελά. Απέναντι, η Οβραιού, με το άσπρο καπελάκι, ισχνή και αεικίνητη, στο αλλαντοποιείο της, να πωλεί τα νοστιμότερα αλλαντικά που γεύτηκε άνθρωπος, μέχρι σήμερα!
Πολλοί οι επαίτες, που γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι, για μια ελεημοσύνη. Μεγάλη η ανέχεια και καμμία κοινωνική πρόνοια. Οι Άγγλοι, δεν είχαν τέτοιες ευαισθησίες…Και εκεί στην παραλία, τα πλοία Ενότρια και Μεσσάπια, έπαιρναν ψυχές στα ξένα. Και εκεί σιμά της αποβάθρας, κλαίγαν οι γονιοί και μαζί με αυτούς και οι φοινικούδες, με ένα θρόϊσμα λυπητερό των φυλλοσιών τους.
Εμείς, μεγαλώσαμε και αποκτήσαμε ποδήλατα. Ήρθε και η Ανεξαρτησία, με ένα άλλο άρωμα. Η δρόμοι, δημιουργούσαν μια άλλη, ιστορία…Ναι μια ιστορία, που και αυτή θα την διηγηθούμε, αν και εσείς το επιθυμείτε…
(Φωτογραφία από το βιβλίο του Σωκράτη Αντωνιάδη “Η Λάρνακα του χθες”)
Πηγή: Σκαλιώτικες Αναδρομές