Γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας
Πάει και αυτό. Τελείωσε η κηδεία. Ήρεμα χωρίς κανένα πρόβλημα. Οι κάτοικοι στο χωριό είπαν τα καλύτερα λόγια για την γυναίκα του. Έτσι όπως λένε για κάθε άνθρωπο που αποχωρίζεται το φως και δεν του έχει την ανάγκη του.
Ένας χρόνος πέρασε από τότε που είχαν χωρίσει. Διαζύγιο δεν είχαν προλάβει, αλλά ο καθένας ακολούθησε τον δρόμο του. Μετά από είκοσι πέντε χρόνια γάμου, είκοσι πέντε χρόνων υπομονής και των δύο, να μεγαλώσουν μαζί, να κάνουν ένα παιδί και να υπομένουν με πολύ αγάπη ο ένας τις παραξενιές του άλλου, είχε έρθει ο καιρός που συσσωρευμένες αντιστάσεις έσκασαν σαν τρελό ηφαίστειο και παρέσυραν στο διάβα τους, όλες τις καλές στιγμές. Το παιδί ήταν αδύνατο να παρέμβει. Σιωπηλά, δέχτηκε την απόφαση των δικών του και κυρίως την απόφαση του πατέρα, γιατί αυτός τελικά ήταν που άφησε το σπίτι, πήρε το πρώτο τραίνο και έφυγε για τα δυτικά της Κύπρου. Πίστευε ότι εκεί θα έβρισκε την ηρεμία που απουσίαζε από την ζωή του. Η γυναίκα του δεν τον ενόχλησε από εκείνη την ημέρα. Το ραγισμένο γυαλί δεν αντικαταστάθηκε ποτέ πια.
Όσες φορές και αν προσπάθησε να εντοπίσει ουσιαστικά προβλήματα δεν το κατόρθωσε. Η ζήλια του, για τον εκρηκτικό χαρακτήρα της γυναίκας του δεν τον άφηναν να δει αντικειμενικά, τα περισσότερα της ζωής τους. Οι επαφές της με ανθρώπους πολύ μικρότερους σε ηλικία, ο εκτοπισμός από την ζωή του ασχολιών και φίλων που του έδιναν χαρά και ευχαρίστηση τον εκνεύριζε, έλεγε πράγματα που δεν τα πίστευε και προκαλούσε πόνο. Αργότερα, ζητούσε συγνώμη, αλλά συνήθως ήταν πολύ αργά.
Μπήκε στο μικρό χωριατόσπιτο που είχε νοικιάσει στο χωριό των Κουκλιών. Μακριά από τους στενούς συγγενείς, από τον αδελφό του που τον είχε εντάξει σε κείνη την ομάδα των ηθικοπλαστών της πόλης, λες αυτοί ήσαν αμόλυντοι. Πως είχαν αλλάξει ως άνθρωποι. Ο αδελφός του να εργάζεται στο τζαμί της πόλης και αυτός τόσο μακριά. Είχε να τον δει πάνω από δέκα χρόνια. Πήγε κατ’ ευθείαν στην κουζίνα, έκανε πικρό καφέ, ρούφηξε μια γουλιά, κάηκε το χείλι στου και πήγε στο καθιστικό. Ένα παλιό σαλονάκι, σε κάποια σημείο ξεφτισμένο, έκανε όμως την δουλειά του. Στους τοίχους υπήρχαν, μικροί δικοί του πίνακες, αντίγραφα μεγάλων ζωγράφων. Τα απογεύματα, κατανάλωνε τις ώρες του σε σεμινάρια ζωγραφικής, για να γεμίσει και τα κενά της ζωής του. Δεν ήτανε πολύ καλός, αλλά ζωγράφιζε συμπαθητικά. Δεν παρέλειπε να λέει στους γείτονες και τους γνωστούς, ότι η δική του έκθεση ζωγραφικής θα καθυστερούσε πολύ ακόμα. Γέλια και πειράγματα ακολουθούσαν.
Άνοιξε το ντουλάπι με τον χαλασμένο μεντεσέ, κάτω από την τηλεόραση Έβγαλε από το βάθος ένα κόκκινο κουτί παπουτσιών. Το αγαπημένο της χρώμα, σκέφτηκε. Ανοίγοντάς του, αντίκρισε την αγαπημένη του φωτογραφία. Η γυναίκα του ξαπλωμένη σε ένα καναπέ, ριγμένα τα μαλλάκια της στους γυμνούς ώμους της. Φορούσε ένα βαρύ, καφέ πουλόβερ, που κάλυπτε το μεγάλο μπούστο της, αλλά αποκάλυπτε πονηρά τον υπέροχο λαιμό της. Η φούστα κολλημένη επάνω στους χοντρούτσικους γοφούς της, τόνιζε τις κρυφές της καμπύλες. Αναστέναξε. Αυτή την γυναίκα αγάπησε.
Άρχισε, με σχολαστικότητα, πότε ρουφώντας και πότε βγάζοντας αναστεναγμούς και μικρά αναφιλητά να βλέπει τις στιγμές της ζωής τους, αποτυπωμένες με τα έντονα χρώματα των φωτογραφιών. Τα κλάμα, ακούστηκε σε όλο το σπιτικό. Βόγκηξε και ένιωσε ένα δυνατό πόνο στο στήθος. «Τι καλά, είπε. Αυτό μας έλειπε!»
Η ώρα είχε πάει δέκα. Ο ήλιος, μπήκε από τα παράθυρα, με τις διαφανείς άσπρες κουρτίνες. Είχαν κιτρινίσει στις άκρες, σαν ξεχασμένες από πολύ καιρό στην μοίρα της απλυσιάς. Δεν τον ενδιέφερε η εμφάνιση και η καθαριότητα γύρω. Την εμφάνιση της ψυχή του, μπροστά στην απώλεια σκεφτόταν. Ήταν πλυμένη; Καθαρή; Ένιωθε τύψεις για ότι έγινε, ένιωσε υπεύθυνος εκείνη την στιγμή, αλλά πόσο αργά ήταν!
Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπούσε πεισματικά. «Ει γείτονα» άνοιξε ο ταχυδρόμος είμαι. Έχεις γράμμα». « Εγώ, γράμμα;» αναρωτήθηκε. Την διεύθυνσή του την γνώριζε, μονάχα η γυναίκα και το παιδί του. Ο γιος του μάλιστα, όταν ήθελε να επικοινωνήσει μαζί του χρησιμοποιούσε το τηλέφωνο. Από ποιον είναι αναρωτήθηκε ξανά. Σηκώθηκε με δυσκολία, άνοιξε την ξώπορτα την στιγμή που σκούπιζε το πρόσωπό του. «Έχεις κάτι;» τον ρώτησε έκπληκτος ο ταχυδρόμος. «Χρειάζεσαι βοήθεια; Να φωνάξω γιατρό; Κυρ Δημήτρη, είσαι καλά;» «Καλά είμαι» απάντησε. «Κάμε την δουλειά σου. Από ποιον είναι το γράμμα;» «Δεν έχει διεύθυνση κύριε Δημήτρη». Του το έδωσε και έφυγε.
Βυθίστηκε σε μία πολυθρόνα. Δεν το άνοιξε αμέσως. Το κοίταξε λιγάκι, καθώς το κρατούσε στα χέρια του. Σκέφτηκε να το πετάξει. Τώρα δεν ήθελε τίποτα άλλο. Έχασε την γυναίκα του, την χώρισε δύο φορές. Η δεύτερη ήταν η μοιραία.
Έσκισε στην άκρη τον φάκελο. Έβγαλε αμήχανα και με απορία το γράμμα. Μία διπλωμένη σελίδα, γραμμένη μόνο στο μισό της.
«Αγαπημένε μου Δημήτρη, θα προσπαθήσω να είμαι σύντομη. Να μην σε κουράσω. Χρειάζομαι την βοήθειά σου. Θέλω να συγχωρέσουμε ο ένας τον άλλον. Και κυρίως να αναλάβω εγώ τις ευθύνες μου. Δεν μπορώ να πετάξω στην άκρη τόσα χρόνια. Πες μου τι έφταιξα, θα σου πω και εγώ για σένα. Είμαι άρρωστη και νομίζω πιο άρρωστη στην ψυχή. Σε μένα έχουν μείνει πολλά αποθέματα, μέσα στην καρδιά μου. Σε όσα έφταιξα, νομίζω, μήνες τώρα το πλήρωσα. Ανακαλύπτω τώρα πόσο πολύ σε αγάπησα και σε αγαπώ. Νομίζω ότι θέλω να περάσω άλλα τόσα χρόνια μαζί σου. Αν έχει η ψυχή σου καθαρίσει για μένα, θα περιμένω απάντηση. Θέλεις να έρθεις πίσω; Η πόρτα θα είναι ανοικτή»
Χτύπησε το μπράτσο της πολυθρόνας. Φώναξε. Το γράμμα στάλθηκε λίγες ημέρες πριν. Πως είναι δυνατόν αναρωτήθηκε. Λίγο πριν πεθάνει. Χτύπησε το κεφάλι του με το χέρι.
Πήρε ξανά το λεωφορείο και έφτασε στην Λάρνακα. Έτρεξε στο νεκροταφείο. Τα λουλούδια σκεπάζανε τον τάφο ακόμα. Το δικό του κόκκινο στεφάνι, γεμάτο από γαρύφαλλα, έξω από το σωρό. Έπεσε πάνω τους,
« Γιατί τώρα , γιατί;»
Από το βιβλίο του Δημητρίου Γκόγκα “Πτώσης Ανθρώπων”