Του Δρος. Ανδρέα Ν. Μασούρα,
Επίκουρου Καθηγητή Πανεπιστημίου – Δικηγόρου
(Μέλος Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου)
Σε προηγούμενα άρθρα εξηγήσαμε και αναλύσαμε τα διάφορα νομικά εργαλεία και τα νομοθετικά πλαίσια μέσα από τα οποία προστατεύονται και διασφαλίζονται τα δικαιώματα του ασθενή. Η προστασία άλλωστε των δικαιωμάτων των ασθενών απορρέει από διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις και άλλες νομικές πράξεις οι οποίες υιοθετούνται εντός των νομοθετικών πράξεων των κρατών – μελών.
Ενδεικτικά να αναφέρω την Διακήρυξη για την Προαγωγή των Δικαιωμάτων των Ασθενών στην Ευρώπη της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Δικαιωμάτων των Ασθενών καθώς και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ενσωματώθηκε στη Συνταγματική Συνθήκη που υπογράφηκε στις 29 Οκτωβρίου 2004 και τα οποία ενσωματώθηκαν στον περί της Κατοχύρωσης και της Προστασίας των Δικαιωμάτων των Ασθενών Νόμος του 2004 (1(I)/2005). Αλλά και Οδηγίες όπως η 2011/24/ΕΕ η οποία αφορά την υγειονομική περίθαλψη και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να αναλυθεί στα πλαίσια του ΓΕΣΥ.
Ένα βασικό ερώτημα που απασχολεί αρκετό κόσμο είναι το εξής: πότε ο ασθενής μπορεί να κινηθεί νομικά εναντίον οποιασδήποτε ιατρικής / νοσηλευτικής πράξης ή πρακτικής; Για να δώσουμε μια πρώτη προσέγγιση στο ερώτημα έχει νομικό ενδιαφέρον να ανατρέξουμε στην πολιτεία Νεμπράσκα των ΗΠΑ. Το 1976, η Νεμπράσκα θέσπισε τον Νόμο περί Ιατρικής Ευθύνης του Νοσοκομείου της Νεμπράσκα.
Σύμφωνα με τον νόμο αυτό κάθε νοσοκομειακό / νοσηλευτικό ίδρυμα της Νεμπράσκα θα πρέπει να εγγυάται προς την πολιτεία την οικονομική του διαθεσιμότητα με συγκεκριμένα ύψη ποσών και να είναι σε θέση να αποζημιώνει ανά πάσα στιγμή αφού διατάξει σχετικά το δικαστήριο. Και εδώ ακριβώς προκύπτει ένα σοβαρό ζήτημα όσο αφορά την περίπτωση της Κύπρου και ένα κενό στην νομοθεσία που θα πρέπει να ρυθμιστεί.
Αφορά την ασφάλιση της επαγγελματικής ευθύνης τόσο σε επίπεδο ιατρών όσο και σε επίπεδο νοσηλευτηρίων, αν και μετά την εφαρμογή του ΓΕΣΥ υπάρχουν σχετικές διατάξεις, όχι όμως νομικά συγκροτημένες και ολοκληρωμένες. Ένα από τα δικαιώματα του ασθενή είναι σαφώς να γνωρίζει την εγγύηση αξιοπιστίας του νοσοκομειακού ιδρύματος το οποίο επισκέπτεται για περίθαλψη και θεραπεία.
Ένα από τα σημεία πάνω στα οποία μπορεί ο ασθενής να κινηθεί νομικά είναι αυτό που ονομάζουμε στην νομική ιατρική ορολογία ως “Unprofessional Conduct”, δηλαδή αντιεπαγγελματική συμπεριφορά. Τον όρο αυτόν τον συναντάμε σε όλα τα ιατρικά δίκαια με προέλευση τις ΗΠΑ όπου οι πολιτείας ένταξαν τον όρο στον πυρήνα της νομοθετικής τους φιλοσοφίας. Για παράδειγμα, τον συναντάμε στον Medical Practice Act της πολιτείας Τζόρτζια των ΗΠΑ, αλλά και σε πολλές αποφάσεις ευρωπαϊκών δικαστηρίων (Peeters, et.al, 2010).
Σύμφωνα με την ερμηνεία του όρου, πρόκειται για εκείνη την μη εξειδικευμένη συμπεριφορά που ορίζεται ως οποιαδήποτε απόκλιση ή μη τήρηση των προτύπων αποδεκτής και επικρατούσας πρακτικής εντός του ιατρικού και νοσηλευτικού επαγγέλματος ή της δεοντολογίας του επαγγέλματος (Βλ. ζητήματα βιοηθικής). H αντιεπαγγελματική συμπεριφορά επίσης συμπεριλαμβάνει την κοινοποίηση και γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών του ασθενή σε τρίτους, ένα θέμα το οποίο θα μας απασχολήσει σε επόμενο άρθρο.
Άρα, είναι δύο οι βασικοί νομικοί πυλώνες πάνω στους οποίους ένας ασθενής μπορεί να κινηθεί νομικά: Από την μια είναι η περίπτωση απόκλισης από τις ιατρικές πρακτικές και οι οποίες είναι, άλλωστε, κατοχυρωμένες από διεθνείς οργανισμούς και από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και ανά ειδικότητα (Βλ. 44th World Medical Assembly Marbella, Spain, September 1992). Ο δεύτερος πυλώνας αφορά τον πυρήνα της δεοντολογίας του επαγγέλματος και άρα τα ζητήματα της ηθικής τα οποία επίσης είναι κατοχυρωμένα και αποτελούν πλούσιο υλικό και πηγές σε σημαντικές νομολογίες επί του αντικειμένου.
Τέλος, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε την αναφορά μας στο ΓΕΣΥ, αφού σύμφωνα με την Οδηγία 2011/24/EΕ περί εφαρμογής των δικαιωμάτων των ασθενών στο πλαίσιο της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης η χώρα της ΕΕ που παρέχει τη θεραπεία θα πρέπει να διασφαλίσει ότι: παρέχονται όλες οι αναγκαίες πληροφορίες στους ασθενείς προκειμένου να προβούν σε τεκμηριωμένη επιλογή, ότι υπάρχουν διαφανείς διαδικασίες για την υποβολή παραπόνων, ότι υπάρχουν συστήματα ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης ή παρόμοιες εγγυήσεις, ότι προστατεύεται το απόρρητο των προσωπικών δεδομένων, ότι οι ασθενείς έχουν πρόσβαση σε γραπτή ή ηλεκτρονική καταγραφή της θεραπείας που λαμβάνουν και τέλος ότι χρεώνεται ο ίδιος πίνακας αμοιβών υγειονομικής περίθαλψης που ισχύει και για τους ημεδαπούς ασθενείς.
Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο που αφορά το νομικό δικαίωμα του ασθενούς. Βέβαια, νοείται ότι η κάθε περίπτωση έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Νοείται επίσης ότι σε αυτό το πλαίσιο προκύπτουν και υποχρεώσεις εκ μέρους του ασθενούς όπως είναι η ειλικρινής συνεργασία με τον ιατρό του. Σε κάθε περίπτωση, τα νομικά εργαλεία υπάρχουν και εφαρμόζονται εκεί όπου μπορεί να αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η ιατρική αμέλεια και ευθύνη η οποία προκύπτει από την αντιεπαγγελματική συμπεριφορά.
Email: [email protected]