[ad_1]
«Ήμουν ότι περιφρονούσε κι ήταν ότι απεχθανόμουν»
Σε κάποια φάση φέτος ήμουν στις μαύρες μου, και γι αυτό ευθύνονταν οι
απανωτές αποτυχίες μου στα τελευταία μου ραντεβού. Δεν είναι ότι τα ‘χα
πάρει με τις γυναίκες γενικώς, απλά είχα βαρεθεί να μετράω απορρίψεις…
Άσχετα με το τι πίστευα εγώ η ετυμηγορία είχε αποφασιστεί: «ήμουν ανώριμος», «έπρεπε να διευρύνω τους ορίζοντές μου» και να «χαλαρώσω».
Αποφάσισα να ξεκινήσω ένα πείραμα, μπας και σπάσω το μοτίβο. Να αλλάξω τα κριτήρια των επιλογών μου. Μεταφερόμαστε την Πέμπτη το βράδυ στο Nixon’s, πίνοντας τζιν τόνικ. Πράγματα που άλλαξαν; Κανένα. Ξεκινούσα το κυνήγι του «θηράματος», σύμφωνα με τις συνήθειές μου, στο ίδιο μέρος, με την ίδια διάθεση, πίνοντας το ίδιο ποτό, χωρίς να αλλάξω τίποτα από αυτά που είχαν εντοπιστεί ως κουσούρια μου. Εξάλλου νούμερο ένα αρχή της ισορροπίας είναι η αποδοχή του εαυτού μας. Ικανοποιημένος από το άλλοθι που μου βρήκα, εγκαταλείπω το σχέδιο μου να πειραματιστώ με κάτι καινούριο κι ετοιμάζομαι να ζήσω πάλι τη μέρα της μαρμότας. Κι ενώ κάθομαι ετοιμοπόλεμος στο σκαμπό, σκανάροντας αινιγματικά τις πιθανότητες που μου προσφέρονται, μια τριανταπεπτάχρονη οικονομολόγος, η Μιράντα προσφέρεται να με κεράσει (;) ένα ποτό. Μου ρχεται στο μυαλό η παρωχημένη φιλοσοφία του τεμπέλη-δια στόματος Πάολο Κουέλο- η βίβλος κάθε γκόμενας που μεταθέτει ακόμη και το ζευγάρωμα στη θέληση του σύμπαντος: Όταν θες κάτι πολύ, το σύμπαν συνωμοτεί να το πετύχεις… Τελικά μάλλον θέλω να αλλάξω, περισσότερο από όσο νομίζω..
Αν καλοεξετάσω, το ταίρι που προορίζει το κάρμα μου για μένα, είναι ακριβώς αυτό που δεν ψάχνω: κλασικά ντυμένη, με παντελόνι και ρούχα γραφείου, σοβαρή εμφάνιση, μαλλιά κομμωτηρίου, ακριβή μεγάλη δερμάτινη τσάντα, δυναμικό ταμπεραμέντο. Ακριβώς δηλαδή αυτά που δεν με έλκουν σε μια γυναίκα, άρα ακριβώς αυτά που θέλω! Έτσι με χαρά της επιτρέπω να με κεράσει. Η βραδιά κυλάει γρήγορα, κι η Μιράντα αποδεικνύεται, έξυπνη, κλασάτη, κι απρόσμενα αστεία. Επίσης κάτω από το σοβαρό προσωπείο του στελέχους, διακρίνεται μια υποσχόμενη φλόγα σεξ απίλ, όχι του εξωστρεφούς είδους που το φωνάζει, αλλά του άλλου που περισσότερο σιγοβράζει… Έτσι με χαρά της δίνω το τηλέφωνό μου.
Το Σάββατο το βράδυ πάμε σε ένα λάιβ σε ένα μπαρ που παίζουν κάτι φίλοι μου, και η ώρα περνάει τόσο ευχάριστα, όπως μπορεί να περάσει με ανθρώπους που κάθονται δίπλα-δίπλα και βλέπουν άλλους να παίζουν διάφορα όργανα και να τραγουδούν. Με ξενέρωσε λιγάκι η απροθυμία να της χορέψει, αλλά Ο.Κ. υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι. Δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλάβω, ότι τελικά βρήκα αυτό που έψαχνα: το απόλυτα αντίθετό μου. Εκείνη δούλευε για να βγάζει χρήματα, εγώ για να περνάω καλά, εκείνη ήταν δυναμική τύπου Α-προσωπικότητα στοχεύοντας κομπλιμέντα για την εξυπνάδα της από το αφεντικό της, εγώ πιο πολύ ο τύπος του φευγάτου αρθρογράφου που καμαρώνει για τις ξυλογλυπτικές από το τελευταίο του ταξίδι στο Μεξικό. Εκείνη του κρασιού, εγώ του τζιν τόνικ. Εκείνη του πρωινού ξυπνήματος,εγώ του πρωινού ύπνου. Παρόλα αυτά, θαύμαζα τον λαίμαργο τρόπο ζωής της. Ήταν η κλασική φιλόδοξη καριερίστα που δεν τη σταματάει τίποτα, που μετά από μια μέρα που ξεκινούσε στις οκτώ σε μεγάλες αίθουσες συσκέψεων, εκείνη ξεκουραζόταν στο δερμάτινο καναπέ της πίνοντας πράσινο τσάι, μέχρι το ραντεβού της για πιλάτες. Παρόλα αυτά το σεξ μαζί της ήταν το κάτι άλλο. Κι έτσι συνεχίσαμε να βλεπόμαστε, στριμώχνοντας τις νύχτες μας στα διαφορετικά μας προγράμματα.
Μόλις όμως εκείνη βρέθηκε ένα βράδυ σπίτι μου, που παίζαμε επιτραπέζια με τους φίλους μου, άρχισαν να μου μπαίνουν ψύλλοι, μήπως βιάστηκα να χαρώ. Καθόταν σιωπηλή σε μια γωνία, την ώρα που εγώ και τα παιδιά λυσσάγαμε από την αδρεναλίνη του τρίβιαλ και κατά πάσα πιθανότητα έπληττε. Όταν αποφάσισα να ενδώσω σε διαφορετικούς ανθρώπους, είχα στο νου μου, πως πάνω κάτω όλοι μπορούμε κάπως να συντονιστούμε. Ήταν η πρώτη φορά που πίστεψα ότι μπορεί να έκανα και λάθος. Οι διαφορές μας συνέχιζαν να εμφανίζονται, με μεγαλύτερη συχνότητα, αλλά εξακολουθούσαμε να βλεπόμαστε. Ίσως επειδή είμαστε τεμπέληδες. Ή επειδή το σεξ ήταν πραγματικά σούπερ. Πάντως ούτε αυτή παρακολουθούσε τα ξενύχτια και τις ατέλειωτες νύχτες αμπελοφιλοσοφίας με τους φίλους μου, ούτε εγώ μπορούσα να υποκριθώ ενδιαφέρον για την πορεία των διεθνών spreads που μονοπωλούσαν τις νύχτες με τους δικούς της φίλους. Κι οι φίλοι της δυστυχώς, ήταν μια δυσάρεστη αποσκευή που κουβαλούσε συχνά μαζί της. Έτσι το πήραμε αλλιώς, και τις περισσότερες νύχτες τις περνούσαμε στο διαμέρισμά της, όπου εκείνη έπινε ακριβό κρασί κι εγώ τζιν τόνικ, εκείνη μιλούσε για τους επαγγελματικούς της στόχους, κι εγώ για τα ταξίδια που ήθελα να κάνω. Ακούγεται χάλια το ξέρω, και ήταν κιόλας, αλλά χαίρομαι που το επιχείρησα.
Τελικά, σιγά σιγά, ακόμη κι οι πλευρές του εαυτού της που έμοιαζαν ενδιαφέρουσες κι ιντριγκαδόρικες, άρχισαν να με εκνευρίζουν κι έμεινε μόνο η σεξουαλική έλξη. Μέχρι που με εκνεύριζε ακόμη κι αυτή… Όμως συνέχιζα, σαν να ‘χα αναλάβει σταυροφορία, να αποδείξω ότι κάνω όντως λάθος. Και το πράγμα χειροτέρευε. Η δουλειά ήταν πάντα στο μυαλό της και το ανεξέλεγκτο άγχος της,
έμπαινε σε όλες τις συζητήσεις. Ανακάλυψα τον εαυτό μου, να σηκώνεται από το κρεβάτι της και να τσεκάρω τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι που ‘χε στο προσκεφάλι της, αν ήταν μόνο εξώφυλλα για φιγούρα, ή αν υπήρχαν κι από μέσα βιβλία(κι αν ήταν διαβασμένα). Αν πρέπει να κάνω έναν απολογισμό, τελικά παίζαμε το ίδιο παιχνίδι. Της την έσπαγε αυτό που ήμουν, εξίσου όσο μου την έσπαγε κι εμένα αυτή και μαζί επιβεβαιώναμε πόσο σωστές επιλογές έχει κάνει ο καθένας μας στη ζωή του. Ήμουν ότι περιφρονούσε κι ήταν ότι απεχθανόμουν.
Σε μια προσπάθειά μου να σώσω, το μόνο κομμάτι που ήταν ταιριαστό, το σεξ, της έστειλα κάποια στιγμή ένα μήνυμα, για ένα σεξουαλικό όνειρο που ‘χα μαζί της. Αυτή μου η πρωτοβουλία, ενεργοποίηση την φεμινιστική της ευθιξία, και πυροδότησε έναν πόλεμο μηνυμάτων. Και με έκανε να πάρω απόφαση το αυτονόητα: δεν μας ένωνε τίποτα. Πίστευα ότι μια αλλαγή σκηνικού, θα έφερνε κι αλλαγή σε μένα. Αλλά ότι ξεκίνησε σαν πειραματισμός, εξελίχθηκε σε μια καταθλιπτική, αδιέξοδη κι αρρωστημένη σχέση. Δεν έφταιγε το ότι η Μιράντα ήταν απλά διαφορετική, αλλά το ότι οι διαφορές μεταξύ μας, έφεραν στην επιφάνεια τις προκαταλήψεις μου και με έκαναν να δω αυτά που δεν μου άρεσε να βλέπω. Κι αυτής αντίστοιχα, είμαι σίγουρος. Αν έμαθα κάτι από όλο αυτό είναι πως οι ενδείξεις υπάρχουν για κάποιο λόγο. Και δεν υποστηρίζω ότι πρέπει ντε και καλά, να απορρίπτεις οποιονδήποτε δεν έχει περάσει τα ίδια σαράντα χρόνια με σένα, αλλά σίγουρα θέλει μια στοιχειώδη σκέψη όταν χτυπάνε οι συναγερμοί των αντιθέσεων.
Το να περνάς το χρόνο σου μέσα σε ένα διαφορετικό κόσμο, μπορεί να είναι ενδιαφέρον και διεγερτικό αλλά μακροπρόθεσμα, τα ετερώνυμα απωθούνται. Οι άνθρωποι γουστάρουν αυτά που τελικά επιλέγουν και για τον εαυτό τους, κι αυτά τελικά προσελκύουν. Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθούμε να το αλλάξουμε αυτό. Πιο εύκολο και πιο εποικοδομητικό είναι να προσπαθήσουμε να «τριμάρουμε» τα ελαττώματά μας, να επανεξετάζουμε τα λάθη μας, αλλά όχι αυτά που πραγματικά ψάχνουμε και μας αρέσουν. Έτσι, αν μου κάτσει να γνωρίσω καμιά Μιράντα, ακόμη, δεν θα πω όχι για ένα ποτό, αλλά ως εκεί…
[ad_2]
Source link