Home ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΚΥΠΡΟΣ Καταδίκη άντρα από το Ανώτατο: Μαρτυρική ζωή για δύο αλλοδαπές στα χωράφια της Κύπρου λόγω του εργοδότη τους
Καταδίκη άντρα από το Ανώτατο: Μαρτυρική ζωή για δύο αλλοδαπές στα χωράφια της Κύπρου λόγω του εργοδότη τους

Καταδίκη άντρα από το Ανώτατο: Μαρτυρική ζωή για δύο αλλοδαπές στα χωράφια της Κύπρου λόγω του εργοδότη τους

Το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε κατά κύριο λόγο την καταδίκη άνδρα, για σοβαρά αδικήματα εμπορίας και εκμετάλλευσης αλλοδαπών γυναικών, παραμερίζοντας ωστόσο δύο καταδίκες για βιασμό λόγω ελλιπούς απόδειξης ενός κρίσιμου στοιχείου του αδικήματος, με αποτέλεσμα τη μείωση της συνολικής ποινής φυλάκισης από δέκα σε οκτώ έτη.

Η υπόθεση εκκινεί από την ποινική δίωξη άνδρα, ο οποίος παραπέμφθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Αμμοχώστου αντιμέτωπος με έντεκα σοβαρές κατηγορίες, που αφορούσαν εμπορία και εκμετάλλευση αλλοδαπών γυναικών, σεξουαλική βία και παραβιάσεις της νομοθεσίας περί αλλοδαπών και μετανάστευσης. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι πράξεις του αποδίδονταν σε δύο διαφορετικά θύματα, μία γυναίκα καταγόμενη από την Ινδία και μία από το Νεπάλ, τις οποίες φέρεται να προσέλαβε για γεωργικές εργασίες, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση τους, την οικονομική τους ανάγκη και την εξάρτησή τους από τον ίδιο ως εργοδότη.

Όπως τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η υπόθεση της πρώτης παραπονούμενης περιελάμβανε ισχυρισμούς για εξαντλητικά ωράρια, υποτέλεια και σεξουαλική εκμετάλλευση, με αποκορύφωμα καταγγελίες για εξαναγκασμό σε σεξουαλικές πράξεις κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων ημερομηνιών. Σε σχέση με τη δεύτερη γυναίκα, το κατηγορητήριο περιέγραφε συνθήκες εγκλεισμού, αφαίρεσης προσωπικών αντικειμένων, επιβολής κοινής διαμονής και επανειλημμένων άσεμνων επιθέσεων. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε στο σύνολό τους τις κατηγορίες, γεγονός που οδήγησε σε πλήρη ακροαματική διαδικασία, με μαρτυρία έξι μαρτύρων κατηγορίας και τριών υπεράσπισης, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος.

Κατά την έφεση, ο καταδικασθείς προσέβαλε τόσο την ενοχή όσο και την ποινή του, επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη λόγω ανεπαρκούς νομικής εκπροσώπησης, εσφαλμένη αξιολόγηση της αξιοπιστίας των παραπονούμενων και υπερβολικό ύψος ποινής. Το Ανώτατο, εξετάζοντας εξαντλητικά το σύνολο των λόγων έφεσης, απέρριψε τους ισχυρισμούς περί ανίκανης δικηγορίας, υποδεικνύοντας ότι μόνο σε περιπτώσεις «έκδηλα ανίκανης υπεράσπισης» που οδηγεί σε κακή απονομή της δικαιοσύνης μπορεί να παραμεριστεί καταδίκη, κάτι που δεν διαπιστώθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση.

Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο παραπονούμενων. Το Ανώτατο επανέλαβε τις πάγιες νομολογιακές αρχές ότι η κρίση περί αξιοπιστίας ανήκει πρωτίστως στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει το πλεονέκτημα της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Κρίθηκε ότι το Κακουργιοδικείο αιτιολόγησε επαρκώς γιατί αποδέχθηκε ως αξιόπιστες τις μαρτυρίες, λαμβάνοντας υπόψη καθυστερήσεις στις καταγγελίες, μικροαντιφάσεις και τη συνολική συμπεριφορά των θυμάτων, χωρίς να εντοπίζεται ρήγμα στη λογική ακολουθία των συμπερασμάτων του.

Ωστόσο, καθοριστική αποδείχθηκε η προσέγγιση του Εφετείου ως προς τις κατηγορίες 3 και 4, που αφορούσαν δύο επιμέρους περιστατικά βιασμού. Παρότι το Κακουργιοδικείο είχε αποδεχθεί τη μαρτυρία της παραπονούμενης ότι εξαναγκάστηκε σε σεξουαλική πράξη παρά τη θέλησή της, το Ανώτατο έκρινε ότι από τη μαρτυρία δεν προέκυπτε σαφώς το στοιχείο της συνουσίας, όπως αυτό νομικά ορίζεται. Τόνισε ότι η χρήση του όρου «βιασμός» στην καθομιλουμένη δεν αρκεί για τη θεμελίωση του αδικήματος χωρίς συγκεκριμένη περιγραφή του κρίσιμου αυτού στοιχείου και ότι το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να καλύπτει αποδεικτικά κενά με υποθέσεις. Ως εκ τούτου, οι καταδίκες στις δύο αυτές κατηγορίες κρίθηκαν ακροσφαλείς και ακυρώθηκαν.

Κατά τα λοιπά, οι καταδίκες για εκμετάλλευση στην εργασία, σεξουαλική εκμετάλλευση, άσεμνη επίθεση και παράνομη εργοδότηση διατηρήθηκαν, με το Δικαστήριο να κρίνει ότι αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Σε ό,τι αφορά την ποινή, το Ανώτατο έκρινε ότι η επιλογή διαδοχικής εκτέλεσης ποινών για δύο διακριτά περιστατικά εγκληματικής συμπεριφοράς ήταν επιτρεπτή και σύμφωνη με την αρχή της συνολικότητας. Ενόψει όμως της ακύρωσης των δύο κατηγοριών βιασμού, η συνολική ποινή αναπροσαρμόστηκε σε οκτώ έτη φυλάκισης.

Το τελικό διατακτικό της απόφασης προβλέπει την παραμερίση των καταδικών και ποινών στις κατηγορίες 3 και 4, ενώ όλες οι υπόλοιπες πτυχές της πρωτόδικης απόφασης επικυρώνονται. Το Ανώτατο κατέληξε ότι η τελική ποινή των οκτώ ετών είναι δίκαιη, ανάλογη και αντανακλά τη σοβαρότητα της εγκληματικής συμπεριφοράς, ιδίως δεδομένου ότι τα αδικήματα προσέβαλαν καίρια την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητα των θυμάτων.

Send this to a friend