Δικαστικό «χαστούκι» σε Αιγύπτιο με ιστορικό βίας που παντρεύτηκε δύο Κύπριες
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση αλλοδαπού, ο οποίος ζητούσε ανατροπή της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί η αίτησή του για εγγραφή ως πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο εφεσείων, αιγυπτιακής καταγωγής, είχε αφιχθεί στην Κύπρο το 2003 και αρχικά είχε ζητήσει άσυλο, αίτημα που απορρίφθηκε οριστικά το 2007. Παρά την εντολή αναχώρησης, παρέμεινε στη Δημοκρατία, ενώ την ίδια περίοδο τέλεσε δύο γάμους με Κύπριες. Ο πρώτος γάμος έληξε μετά τη διαπίστωση ότι το ζευγάρι δεν διέμενε μαζί, ενώ ο δεύτερος γάμος –που τελέστηκε στην Αίγυπτο– αποτέλεσε αργότερα τη βάση για την αίτηση απόκτησης κυπριακής υπηκοότητας.
Ωστόσο, το ιστορικό του ζεύγους, όπως καταγράφεται στον διοικητικό φάκελο, περιλάμβανε καταγγελίες της συζύγου περί άσκησης βίας, απειλών, εκφοβισμού και πιέσεων για να διευκολυνθεί ο σύζυγος στην προσδοκία απόκτησης υπηκοότητας. Παρά τις μεταγενέστερες ένορκες δηλώσεις περί «αρμονικής συμβίωσης», η σύζυγος ανέφερε σε δεύτερη κατάθεση ότι οι δηλώσεις αυτές υποβλήθηκαν υπό πίεση. Το 2011 ο εφεσείων κρίθηκε «επικίνδυνο πρόσωπο» και εκδόθηκαν εις βάρος του διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία και επιβεβαιώθηκαν από το Δικαστήριο.
Μετά από αυτές τις εξελίξεις, και παρότι ο Υπουργός ενέκρινε τελικώς τη διευθέτηση της παραμονής του, η αίτησή του για εγγραφή ως πολίτη απορρίφθηκε το 2017. Το Διοικητικό Δικαστήριο, εξετάζοντας το αίτημα, έκρινε ότι οι αρμόδιες αρχές άσκησαν καλόπιστα τη διακριτική τους ευχέρεια και ότι τα στοιχεία του φακέλου τεκμηρίωναν ευλόγως την απόφασή τους. Στην κρίση αυτή περιλαμβανόταν και η αξιολόγηση ότι ο γάμος εμφανιζόταν ως «γάμος ευκαιρίας», ανεξάρτητα από το αν είχε κριθεί επισήμως εικονικός.
Στην έφεση ενώπιον του Ανώτατου, ο εφεσείων προέβαλε έξι λόγους, μεταξύ των οποίων ισχυρισμούς περί ελλιπούς αιτιολόγησης, λανθασμένης εφαρμογής του νόμου, εσφαλμένης αξιολόγησης των πραγματικών δεδομένων, καθώς και παραβίασης του δικαιώματός του στην οικογενειακή ζωή. Το Δικαστήριο απέρριψε κάθε επιχείρημα, κρίνοντας ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν πλήρως αιτιολογημένη, ότι η Διοίκηση ενήργησε δυνάμει της ευρείας –αλλά όχι απεριόριστης– διακριτικής ευχέρειας που της παρέχει ο νόμος, και ότι δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε πλάνη ή κακή πίστη.
Επιπλέον, αναφορικά με τον ισχυρισμό περί παραβίασης του δικαιώματος στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η εγγραφή αλλοδαπού ως πολίτη αποτελεί έκφανση της κυριαρχικής εξουσίας του κράτους και ότι η άρνηση, όταν βασίζεται σε αντικειμενικά και εύλογα κριτήρια, δεν αντίκειται στο Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Η απόφαση του Ανωτάτου ολοκληρώνει με κατηγορηματικό τρόπο την πολυετή δικαστική διαδρομή της υπόθεσης, επιβεβαιώνοντας ότι η Διοίκηση ενήργησε εντός των ορίων του νόμου, με πλήρη αιτιολόγηση και στη βάση πραγματικών δεδομένων που δημιουργούσαν εύλογες αμφιβολίες για τα κίνητρα και τη συμπεριφορά του αιτητή.
Στο σκεπτικό του, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η εγγραφή αλλοδαπού ως πολίτη της Δημοκρατίας μέσω γάμου δεν αποτελεί δικαίωμα, αλλά διαδικασία που υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εσωτερικών. Η ευχέρεια αυτή, όπως τονίστηκε, είναι ευρεία αλλά όχι ανεξέλεγκτη. Ωστόσο, παραμένει δεσμευτική για το ακυρωτικό δικαστήριο εφόσον ασκείται καλόπιστα και στη βάση των πραγματικών περιστάσεων.
Καθοριστικής σημασίας υπήρξε, σύμφωνα με την απόφαση, το ιστορικό βίας, απειλών και πιέσεων προς τη σύζυγο, όπως καταγράφεται σε σειρά καταθέσεων και εγγράφων του διοικητικού φακέλου. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η συμπεριφορά αυτή όχι μόνο αμφισβητούσε την εντιμότητα των κινήτρων του εφεσείοντα, αλλά έθετε εν αμφιβόλω την πλήρωση του όρου καλού χαρακτήρα που απαιτεί ο νόμος. Παράλληλα, η διαπιστωμένη απουσία σταθερής οικογενειακής ζωής και η επανειλημμένη εμπλοκή του αιτητή σε διαδικασίες διαμονής υπό μη νόμιμες ή οριακά νόμιμες συνθήκες ενίσχυσαν το συμπέρασμα ότι οι αρχές είχαν κάθε λόγο να θεωρήσουν τον γάμο ως ευκαιριακό μέσο επίτευξης ιθαγένειας.
Η ετυμηγορία απορρίπτει και τον ισχυρισμό ότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τον λόγο περί παραβίασης του δικαιώματος στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Το Ανώτατο εξηγεί ότι, ακόμη και χωρίς ρητή αναφορά, το σκεπτικό της απόφασης καλύπτει πλήρως τις προβαλλόμενες θέσεις, αφού η άρνηση εγγραφής βασίστηκε σε νόμιμα κριτήρια, αντικειμενική θεώρηση των δεδομένων και στην προστασία του δημόσιου συμφέροντος, χωρίς να επιβάλλει στον εφεσείοντα δυσανάλογο περιορισμό της οικογενειακής του ζωής.
Το Ανώτατο καταλήγει ότι κανένας λόγος έφεσης δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Η έφεση απορρίπτεται στο σύνολό της, ενώ επιδικάζονται έξοδα ύψους €4.100 υπέρ των Εφεσίβλητων.









