Home ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΚΥΠΡΟΣ «Παίρνουν» πίσω αποζημίωση €200.000 από πεζή που παρασύρθηκε στη Λεμεσό
«Παίρνουν» πίσω αποζημίωση €200.000 από πεζή που παρασύρθηκε στη Λεμεσό

«Παίρνουν» πίσω αποζημίωση €200.000 από πεζή που παρασύρθηκε στη Λεμεσό

Πέτυχε η έφεση οδηγού, ο οποίος παρέσυρε και τραυμάτισε πεζή στη Λεμεσό. Συγκεκριμένα, το Εφετείο ανέτρεψε την απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου,  με την οποία δόθηκε στην €200.000‑ ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον τόκους, και €19.375,31‑ ως ειδικές αποζημιώσεις πλέον τόκο.

Σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου, το τροχαίο συνέβη στη Λεμεσό και είχε ως αποτέλεσμα τη σύγκρουση του οχήματος το οποίο οδηγούσε ο εφεσείων, με την εφεσίβλητη, η οποία διασταύρωνε συγκεκριμένη οδό. Αγωγή, την οποία η εφεσίβλητη καταχώρισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση απόφασης υπέρ της και εναντίον του οδηγού για ποσό €200.000.‑ ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον τόκους, πλέον €19.375,31.‑ ως ειδικές αποζημιώσεις πλέον τόκο. Επιδικάστηκαν, επίσης, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του οδηγού, τα έξοδα της διαδικασίας. Κρίθηκε, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η ευθύνη του οδηγού για το εν λόγω δυστύχημα ήταν αποκλειστική.

Στη συνέχεια ο οδηγός προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση στη βάση δώδεκα λόγων έφεσης, οι πρώτοι πέντε εκ των οποίων, αφορούν το θέμα της ευθύνης, ενώ οι υπόλοιποι επτά, το θέμα των αποζημιώσεων.

Η έφεση του οδηγού στηριζόταν σε πέντε λόγους, οι οποίοι, όπως δέχεται το Εφετείο, συνδέονταν στενά: όλοι αφορούσαν τον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε τη μαρτυρία, πώς κατέληξε στα πραγματικά περιστατικά και —τελικά— πώς απέδωσε την πλήρη ευθύνη στον οδηγό. Ο εφεσείων υποστήριξε ότι η κρίση πως η πεζή ξεκίνησε να διασταυρώνει με γρήγορο βήμα ενώ ο δρόμος ήταν άδειος δεν συνάδει με τη μαρτυρία ούτε με τη λογική· ότι η πεζή δεν ήταν τόσο προσεκτική όσο δέχτηκε το Δικαστήριο· ότι υπήρχαν σταθμευμένα αυτοκίνητα που επηρέασαν την ορατότητα· και ότι η δική του μαρτυρία απορρίφθηκε με βάση ασαφείς ή άσχετες αντιφάσεις.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δεχτεί χωρίς επιφύλαξη την εκδοχή της πεζής, η οποία κατέθεσε ότι έλεγξε τον δρόμο και είδε ότι δεν υπήρχε κανένα όχημα πριν ξεκινήσει να διασταυρώνει. Παράλληλα, είχε απορρίψει ως αναξιόπιστο τον οδηγό, κρίνοντας ότι διαφοροποιούσε τη θέση του σε επιμέρους σημεία, όπως στο αν υπήρχαν σταθμευμένα αυτοκίνητα, στον χαρακτήρα του βηματισμού της πεζής και στις ενέργειές του την κρίσιμη στιγμή. Με βάση τα παραδεκτά στοιχεία —κυρίως την εξαιρετικά αυξημένη ταχύτητα του οχήματος, που υπολογίστηκε στα 81 χλμ/ώρα σε δρόμο με όριο τα 50— το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι ο οδηγός έφερε την αποκλειστική ευθύνη.

Το Εφετείο, όμως, βλέπει την υπόθεση εντελώς διαφορετικά. Επισημαίνει ότι ενώ η πεζή ισχυρίστηκε πως δεν υπήρχε κανένα αυτοκίνητο στον δρόμο, η ορατότητα στην περιοχή ήταν περίπου 200 μέτρα — αρκετή ώστε το διερχόμενο όχημα να ήταν απολύτως ορατό. Η λογική συνέπεια, σημειώνει το Δικαστήριο, είναι ότι είτε η πεζή δεν έλεγξε επαρκώς τον δρόμο είτε δεν έλεγξε καθόλου. Το συμπέρασμα ότι «δεν είδε κανένα όχημα» δεν μπορεί να γίνει δεκτό χωρίς περαιτέρω ουσιαστική εξέταση.

Παράλληλα, το Εφετείο θεωρεί αδικαιολόγητη και ελλιπή την απόρριψη της μαρτυρίας του οδηγού. Οι αντιφάσεις που εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτηρίζονται από το Εφετείο ως δευτερεύουσες ή και άνευ σημασίας σε σχέση με το πραγματικό διακύβευμα της υπόθεσης, ενώ σημειώνεται ότι η πρωτογενής κατάθεση του οδηγού στην Αστυνομία, όταν το δυστύχημα ήταν ακόμη νωπό, περιείχε ξεκάθαρους και συνεπείς ισχυρισμούς για τα σταθμευμένα οχήματα και τον τρόπο που η πεζή εμφανίστηκε στον δρόμο.

Το Ανώτερο Δικαστήριο τονίζει ακόμη ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού δεν στηρίχθηκε επαρκώς σε αποδεδειγμένα γεγονότα αλλά σε εικασίες: το ότι η πεζή ήταν ορατή δεν αποδεικνύει αυτομάτως ότι ο οδηγός δεν φρέναρε έγκαιρα, ούτε ότι θα μπορούσε οπωσδήποτε να αποφύγει τη σύγκρουση, ιδίως αν η είσοδος της πεζής στον δρόμο έγινε απότομα και υπό συνθήκες που επηρέασαν τη δική της ορατότητα.

Στην απόφαση γίνεται εκτενής αναφορά στη νομολογία για το βάρος απόδειξης σε αγωγές αμέλειας: ο ενάγων πρέπει να αποδείξει πέραν απλής πιθανολόγησης κάθε στοιχείο της αμέλειας, και όχι να βασιστεί σε υποθέσεις ή θεωρητικές εκτιμήσεις. Το Εφετείο καταλήγει ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν πληροί αυτό το κριτήριο και ότι τα συμπεράσματα στα οποία οδηγήθηκε το Δικαστήριο πρώτου βαθμού είναι «ακροσφαλή».

Με αυτά τα δεδομένα, το Εφετείο κρίνει ότι δεν μπορεί να υποκαταστήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας, γι’ αυτό και διατάσσει επανεκδίκαση της υπόθεσης από νέο δικαστή. Ακυρώνει πλήρως την πρωτόδικη απόφαση, περιλαμβανομένων και των εξόδων, και επιδικάζει υπέρ του εφεσείοντα τα έξοδα της έφεσης, ύψους €4.200 πλέον ΦΠΑ.

Η δικαστική διαδρομή της υπόθεσης, που παραμένει σε εκκρεμότητα πάνω από δεκαπέντε χρόνια, παίρνει πλέον νέα τροπή. Το Εφετείο, με μια απόφαση που επικεντρώνεται στην ανάγκη ουσιαστικής και σχολαστικής αξιολόγησης της μαρτυρίας, επιστρέφει τον φάκελο στο πρωτόδικο Δικαστήριο, όπου θα επανεξεταστούν από την αρχή τόσο τα πραγματικά περιστατικά όσο και ο καταμερισμός ευθύνης για το τροχαίο.

Send this to a friend