Καταρρίφθηκαν τα επιχειρήματα οδηγού που προκάλεσε θανατηφόρο στη Λεμεσό
Το θανατηφόρο τροχαίο δυστύχημα που σημειώθηκε τα ξημερώματα της 18ης Δεκεμβρίου 2019 στην οδό Ηλία Καννάουρου, στον Ύψωνα της επαρχίας Λεμεσού, επανεξετάστηκε μετά την έφεση που άσκησε ο καταδικασθείς οδηγός.
Το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τις συνθήκες υπό τις οποίες έχασε τη ζωή του ο Alexander Μαρκίδης, ο οποίος οδηγούσε μοτοσικλέτα στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, καθώς και τον βαθμό ευθύνης του εφεσείοντα, του οδηγού του οχήματος που συγκρούστηκε μαζί του.
Στο κατηγορητήριο περιλαμβάνονταν δύο κατηγορίες. Η πρώτη αφορούσε το σοβαρό αδίκημα της πρόκλησης θανάτου εξ αμελείας μέσω αλόγιστης ή απερίσκεπτης πράξης, βάσει του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και των σχετικών προνοιών του Νόμου περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων. Ο κατηγορούμενος δεν παραδέχθηκε την κατηγορία αυτή, γεγονός που οδήγησε σε πλήρη ακροαματική διαδικασία. Αντίθετα, παραδέχθηκε τη δεύτερη κατηγορία, για παράβαση σήματος τροχαίας, δεχόμενος ότι προσπέρασε σε σημείο όπου υπήρχε χαραγμένη συνεχής άσπρη γραμμή.
Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης υπήρξε τραγικό. Ο Μαρκίδης, οδηγός της μοτοσικλέτας, υπέστη θανάσιμα τραύματα. Τρεις μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, οι δύο αστυνομικοί που χειρίστηκαν την υπόθεση και η συνοδηγός του προπορευόμενου οχήματος. Κατατέθηκαν επίσης τεκμήρια, σχεδιαγράμματα και καταθέσεις, ενώ ο κατηγορούμενος άσκησε το δικαίωμα σιωπής και δεν κάλεσε μάρτυρες υπεράσπισης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε επαρκής μαρτυρία για να προχωρήσει σε εξέταση ουσίας και τελικά τον έκρινε ένοχο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας για την πρώτη κατηγορία.
Οι θέσεις των δύο πλευρών απείχαν σημαντικά. Η Κατηγορούσα Αρχή υποστήριξε ότι ο οδηγός, αποφασίζοντας να προσπεράσει επί συνεχούς γραμμής, μέσα στο σκοτάδι και με περιορισμένη ορατότητα, δημιούργησε εκ των πραγμάτων μια κατάσταση σοβαρού κινδύνου. Η υπεράσπιση, αντίθετα, ισχυρίστηκε ότι η μοτοσικλέτα ήταν αδύνατο να γίνει ορατή, αφού δεν είχε λειτουργικά φώτα και λόγω του ελλιπούς φωτισμού στη λωρίδα κυκλοφορίας της. Το επιχείρημα της υπεράσπισης επικεντρώθηκε στην άποψη πως, ακόμη και αν ο οδηγός παρέβη τη συνεχή γραμμή, η πράξη αυτή δεν συνιστούσε αμέλεια από μόνη της, δεδομένου ότι το θύμα δεν ήταν ορατό.
Το Δικαστήριο από πλευράς του σημείωσε ότι το σύνολο των αδιαμφισβήτητων δεδομένων παρουσίασε μια εικόνα ιδιαίτερα επικίνδυνων συνθηκών, όπως το γεγονός ότι η μοτοσικλέτα δεν είχε φώτα, ο δρόμος δεν είχε επαρκή φωτισμό στην αντίθετη λωρίδα, ο οδηγός του αυτοκινήτου επιχείρησε προσπέραση σε απαγορευμένο σημείο και χωρίς να βάλει δείκτη. Και όλα αυτά σε κατοικημένη περιοχή με όριο ταχύτητας 50 χιλιομέτρων. Οι αστυνομικοί μάρτυρες κατέθεσαν πως η μοτοσικλέτα δεν θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή σε χρόνο που θα επέτρεπε στον οδηγό να αντιδράσει, ακόμα και στην περίπτωση που έφερε φώτα. Με αυτά τα δεδομένα, πρακτικά αναπόφευκτη.
Το Δικαστήριο ωστόσο δεν στάθηκε μόνο στο σημείο ότι δεν φαινόταν η μοτοσικλέτα. Έκρινε ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου έλαβε συνειδητά μια απόφαση που δεν θα ελάμβανε ο μέσος συνετός οδηγός, δηλαδή να εισέλθει στη λωρίδα του αντίθετου ρεύματος σε σημείο όπου το προσπέρασμα απαγορευόταν, κατά τη διάρκεια της νύχτας, χωρίς σαφή εικόνα για το τι ενδέχεται να προκύψει από απέναντι. Κατά το σκεπτικό της απόφασης, ο κίνδυνος εμφάνισης οποιουδήποτε εμποδίου, ποδηλάτη, πεζού ή, όπως εν προκειμένω, μοτοσικλέτας, ήταν απολύτως προβλεπτός. Η κρίση του Δικαστηρίου ήταν ότι η οδηγική συμπεριφορά του κατηγορουμένου υπερέβη κατά πολύ το όριο μιας στιγμιαίας αβλεψίας, αποτελώντας απερίσκεπτη πράξη με άμεση αιτιώδη σχέση με το αποτέλεσμα.
Στο σημείο αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η συντρέχουσα αμέλεια του θύματος –η απουσία φωτισμού στη μοτοσικλέτα και η μη χρήση κράνους– δεν συνιστούσε νέο ανεξάρτητο γεγονός ικανό να διακόψει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παράνομης ενέργειας του οδηγού και του θανάτου του Μαρκίδη. Κατέληξε ότι η πράξη του κατηγορουμένου ήταν η ουσιαστική αιτία του δυστυχήματος.
Με βάση τα ευρήματα αυτά, το Δικαστήριο επέβαλε στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης 16 μηνών, 8 βαθμούς ποινής και αποστέρηση άδειας οδήγησης για 12 μήνες μετά την αποφυλάκισή του. Έκρινε ότι, παρά το λευκό ποινικό του μητρώο, την ηλικία του και τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε μετά το δυστύχημα, δεν μπορούσε να υπάρξει αναστολή της ποινής χωρίς να πληγεί η αρχή της αποτροπής και η σοβαρότητα του αδικήματος.
Οι λόγοι έφεσης
Ο εφεσείων υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρανόησε το περιεχόμενο της μαρτυρίας των αστυνομικών, ιδιαίτερα ως προς το ζήτημα της ορατότητας της μοτοσικλέτας, ενώ υποστήριξε ακόμη ότι η εκτίμηση του Δικαστηρίου πως ο ίδιος μπορούσε να προβλέψει την παρουσία ενός οχήματος χωρίς φώτα εντός του αντίθετου ρεύματος ήταν υπερβολική και χωρίς επαρκή υλική βάση. Η υπεράσπιση τόνισε ότι η συμπεριφορά του θύματος δεν ήταν απλώς συντρέχουσα αμέλεια, αλλά καθοριστική για την πρόκληση του δυστυχήματος.
Το Εφετείο δεν συμμερίστηκε αυτή την προσέγγιση. Στο αναλυτικό σκεπτικό του, περιέγραψε ότι τα πρωτόδικα ευρήματα δεν άφηναν περιθώρια ουσιαστικής αμφισβήτησης. Η κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στηρίχθηκε σε σταθερή και συνεκτική μαρτυρία, χωρίς αντιφάσεις και με επαγγελματική τεκμηρίωση από τους αστυνομικούς πραγματογνώμονες.
Το Εφετείο επισήμανε ότι ο ισχυρισμός περί «απρόβλεπτου οχήματος» δεν αίρει την ευθύνη ενός οδηγού που αποφασίζει να εισέλθει σε απαγορευμένο ρεύμα κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε δρόμο με ανεπαρκή φωτισμό και χωρίς καμία διασφάλιση ότι ο χώρος μπροστά του είναι ελεύθερος. Σημείωσε ότι η νομολογία είναι ξεκάθαρη και η υποχρέωση πρόνοιας και προσοχής του οδηγού δεν περιορίζεται στα συνηθισμένα και προβλέψιμα, αλλά επεκτείνεται σε κάθε ενδεχόμενο που, έστω και αν δεν είναι πιθανό, εντάσσεται στη σφαίρα του λογικά δυνατού.
Σε σχέση με τη συντρέχουσα αμέλεια του θύματος, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, ακόμη και αν οι παραλείψεις του Μαρκίδη συνέβαλαν στο να μην αποφευχθεί η σύγκρουση, αυτές δεν διακόπτουν την αιτιώδη αλυσίδα, όταν η αρχική επικίνδυνη κατάσταση δημιουργήθηκε από τον κατηγορούμενο. Η επιλογή να παραβιαστεί η συνεχής γραμμή σε εκείνη τη συγκεκριμένη περιοχή, σε εκείνη την ώρα, υπό εκείνες τις συνθήκες, κρίθηκε ως ο πρωτεύων παράγοντας που οδήγησε στο τραγικό αποτέλεσμα.
Ο έβδομος λόγος έφεσης, που αφορούσε την αξιοπιστία της μάρτυρος που επέβαινε στο προπορευόμενο όχημα, επίσης απορρίφθηκε. Το Εφετείο σημείωσε ότι δεν προέκυψε οποιοδήποτε στοιχείο που να καθιστά αμφίβολη την αμεροληψία ή την ακρίβεια της κατάθεσής της. Αντίθετα, το Δικαστήριο θεώρησε πως η μαρτυρία της ήταν σύμφωνη με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία και με τα δεδομένα που καταγράφηκαν στη σκηνή του δυστυχήματος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε η εξέταση του όγδοου λόγου έφεσης, που εστίαζε στην άρνηση του πρωτοδικείου να αναστείλει την ποινή φυλάκισης. Η υπεράσπιση υποστήριξε ότι οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, η προτέρως καθαρή διαγωγή του και οι δυσκολίες που αντιμετώπισε μετά το δυστύχημα, θα έπρεπε να οδηγήσουν σε επιεικέστερη μεταχείριση. Το Εφετείο, όμως, απέρριψε και αυτό τον λόγο, σημειώνοντας ότι τα αδικήματα οδικής ασφάλειας που έχουν ως αποτέλεσμα τον θάνατο απαιτούν αυστηρή ποινική αντιμετώπιση, τόσο για σκοπούς αποτροπής όσο και για προστασία της κοινωνίας. Έκρινε ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν εντός των ορίων της αρχής της αναλογικότητας και ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε σταθμίσει ορθά όλα τα σχετικά στοιχεία.
Μετά την ολοκλήρωση της ανάλυσης όλων των λόγων έφεσης, το Εφετείο αποφάσισε ομόφωνα ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος για τον οποίο θα έπρεπε να επέμβει στην πρωτόδικη κρίση. Η καταδίκη επικυρώθηκε στο σύνολό της, όπως και η επιβληθείσα ποινή. Με την απόφαση αυτή, έκλεισε ο κύκλος της δικαστικής διαδικασίας, αφήνοντας ως συμπέρασμα την κατηγορηματική θέση των Δικαστηρίων ότι, στις υποθέσεις θανατηφόρων τροχαίων, ακόμη και η μικρή απόκλιση από τους κανόνες οδικής ασφάλειας μπορεί να μετατραπεί σε τραγωδία, και ότι η δικαιοσύνη οφείλει να ανταποκρίνεται με σαφήνεια, συνέπεια και αυστηρότητα.









