«Όχι» σε μείωση ποινής διακινητή που έφερε 22 μετανάστες στην Κύπρο
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου βρέθηκε στο επίκεντρο μιας ακόμη υπόθεσης που αφορά την παράνομη είσοδο μεταναστών στην Κυπριακή Δημοκρατία, καταδικάζοντας κατόπιν ακρόασης έναν άνδρα για συνδρομή ή βοήθεια σε απαγορευμένους μετανάστες να εισέλθουν στη χώρα, σύμφωνα με το Άρθρο 19(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου.
Η υπόθεση οδηγήθηκε σε έφεση, με εννέα συνολικά λόγους να προβάλλονται ενώπιον του Εφετείου, το οποίο όμως απέρριψε κάθε ένσταση και επικύρωσε τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή των 30 μηνών φυλάκισης.
Σύμφωνα με τα αποδεκτά πραγματικά περιστατικά, η βάρκα που μετέφερε 22 ανθρώπους, ανάμεσά τους άνδρες, γυναίκες και παιδιά, απέπλευσε από παραλία του Λιβάνου στις 16 Δεκεμβρίου 2023, με προορισμό την Κύπρο. Αρχικά το σκάφος χειριζόταν άλλος άνθρωπος, ο οποίος όμως εγκατέλειψε τους επιβαίνοντες περίπου μία ώρα μετά την αναχώρηση. Από εκείνη τη στιγμή, την πλοήγηση της βάρκας ανέλαβε ο κατηγορούμενος. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, διάφορα τρίτα πρόσωπα βοήθησαν στον προσανατολισμό και στον ανεφοδιασμό της μηχανής, ωστόσο ο χειρισμός του σκάφους μέχρι την άφιξη στα κυπριακά χωρικά ύδατα βρισκόταν στα χέρια του εφεσείοντα, ο οποίος φέρεται να είχε συμφωνήσει με τον διακινητή ότι θα λειτουργούσε ως πλοηγός με αντάλλαγμα να μην πληρώσει το αντίτιμο που είχαν καταβάλει οι άλλοι επιβάτες.
Η υπεράσπιση προσπάθησε να πείσει το Εφετείο ότι η συμμετοχή του κατηγορούμενου δεν υπήρξε καθοριστική για την άφιξη της βάρκας στη Δημοκρατία και πως, εφόσον στο ταξίδι εμπλέκονταν και άλλοι, δεν μπορούσε να διαπιστωθεί αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στις δικές του πράξεις και στο τελικό αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο, όμως, απέρριψε το επιχείρημα ως εσφαλμένη αντίληψη για το περιεχόμενο του αδικήματος. Επισήμανε ότι το Άρθρο 19(1)(ζ) δεν απαιτεί απόδειξη αιτιότητος με την έννοια που συναντάται στα λεγόμενα result crimes, δηλαδή στα αδικήματα όπου η πράξη προκαλεί συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Αντιθέτως, ο νόμος ποινικοποιεί τη συνδρομή ή τη βοήθεια προς έναν απαγορευμένο μετανάστη, αρκεί αυτή να εντάσσεται στον σκοπό της εισόδου στη Δημοκρατία, ανεξαρτήτως του αν η συνδρομή παρέχεται ακριβώς τη στιγμή της εισόδου.
Το Εφετείο υπενθύμισε επίσης ότι το αγγλικό πρωτότυπο του άρθρου –το οποίο υπερισχύει σε περίπτωση ερμηνευτικής αμφιβολίας– χρησιμοποιεί το ρήμα «to aid or assist» ως περιγραφή με σκοπό, επιβεβαιώνοντας ότι το κρίσιμο στοιχείο είναι η συμβολή προς τον επιδιωκόμενο στόχο και όχι η πρόκληση του αποτελέσματος με αυστηρή αιτιώδη έννοια. Η υπεράσπιση είχε επιχειρήσει να στηριχθεί σε νομολογία περί πρόκλησης θανάτου από απερίσκεπτη πράξη, όμως το Δικαστήριο ξεκαθάρισε ότι αποτελεί άστοχη αναλογία, καθώς πρόκειται για διαφορετικής φύσης αδίκημα.
Οι λόγοι έφεσης που αναφέρονταν στην αξιοπιστία των μαρτύρων, και κυρίως του μάρτυρα ΜΚ4 που περιέγραψε τον ρόλο του κατηγορούμενου στη διάρκεια του ταξιδιού, κρίθηκαν αβάσιμοι. Το Εφετείο υπογράμμισε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε βασίσει τα ευρήματά του στη μαρτυρία αυτή, αλλά και ότι ακόμη και χωρίς την ομολογία του κατηγορούμενου τα στοιχεία ήταν επαρκή για να θεμελιώσουν ενοχή.
Σε σχέση με την ποινή των 30 μηνών φυλάκισης, η οποία επίσης προσβλήθηκε, η υπεράσπιση ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπόψη ότι δεν ασκήθηκαν διώξεις σε άλλα πρόσωπα που φέρονται να βοήθησαν στην είσοδο των μεταναστών. Το Εφετείο, ωστόσο, απέρριψε τη θέση αυτή, σημειώνοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε πράγματι συνεκτιμήσει το επιχείρημα, χωρίς όμως αυτό να αναιρεί την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής, ιδιαίτερα όταν ο ίδιος ο εφεσείοντας είχε τύχει έμμεσου οικονομικού οφέλους. Στη νομολογία παραμένει πάγια η θέση ότι τα αδικήματα διακίνησης μεταναστών απαιτούν αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές, εντός ενός πλαισίου που νομοθετικά φτάνει μέχρι τα δέκα χρόνια φυλάκισης.
Ακόμη ένας λόγος έφεσης, περί υπερβολής της ποινής λόγω καθυστέρησης 13 μηνών μέχρι την εκδίκαση, απορρίφθηκε επίσης, καθώς το Δικαστήριο επισήμανε ότι η καθυστέρηση δεν συνδέθηκε με οποιαδήποτε βλαπτική επίδραση στον κατηγορούμενο ούτε στην ποιότητα της δίκης, ιδίως αφού η υπόθεση περιλάμβανε δίκη εντός δίκης και εκτεταμένη αντεξέταση μαρτύρων.
Τέλος, το Εφετείο απέρριψε την επίκληση της πρόσφατης θέσης του Συμβουλίου της ΕΕ σχετικά με την πρόθεση καθιέρωσης μέγιστης ποινής τουλάχιστον τριών ετών για το αδίκημα της διακίνησης. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι το «τουλάχιστον» δεν υποδηλώνει μείωση της ποινικής αυστηρότητας, ενώ μια τέτοια θέση του Συμβουλίου δεν αποτελεί παράγοντα που δεσμεύει ή καθορίζει την επιμέτρηση ποινών από τα δικαστήρια της Δημοκρατίας.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, το Εφετείο απέρριψε την έφεση στο σύνολό της. Η καταδίκη για συνδρομή σε απαγορευμένους μετανάστες να εισέλθουν στη Δημοκρατία και η επιβληθείσα ποινή των 30 μηνών φυλάκισης παραμένουν σε ισχύ, επιβεβαιώνοντας για μία ακόμη φορά την αυστηρή στάση των κυπριακών δικαστηρίων σε υποθέσεις που άπτονται της παράνομης διακίνησης ανθρώπων.









