
«Δεν κατέγραψαν τον καρκίνο» – Αγωγή κατά διαγνωστικού κέντρου στην Λευκωσία
Αγωγή κατά ιδιωτικού ιατρικού διαγνωστικού κέντρου της Λευκωσίας και ιατρού κατατέθηκε πρόσφατα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με αντικείμενο ισχυριζόμενη ιατρική αμέλεια, που σύμφωνα με τους ενάγοντες οδήγησε σε κρίσιμη καθυστέρηση στη διάγνωση καρκίνου του παγκρέατος, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της κατάστασης της ασθενούς και τελικά την απώλεια της ζωής της.
Όπως περιγράφεται στην Έκθεση Απαίτησης, η ασθενής υπεβλήθη σε μαγνητική τομογραφία κοιλίας και πυέλου τον Νοέμβριο του 2021. Παρά τα απεικονιστικά δεδομένα, η ιατρική γνωμάτευση της χαρακτήρισε το πάγκρεας ως «unremarkable», χωρίς παθολογικά ευρήματα ή ενδείξεις για περαιτέρω διερεύνηση.
Δύο σχεδόν χρόνια αργότερα, τον Ιούλη του 2023, όταν η ίδια ασθενής υποβλήθηκε σε νέα απεικονιστική εξέταση, στο ίδιο ακτινολογικό κέντρο, καταγράφηκε από την ίδια ιατρό για βλάβη στην ουρά του παγκρέατος, αυξημένη συγκριτικά με την απεικόνιση του Νοεμβρίου του 2021 καθώς και σημεία μετάστασης στην περιτοναϊκή χώρα.
Μετά από επείγουσα βιοψία, η ασθενής διαγνώστηκε με προχωρημένο αδενοκαρκίνωμα του παγκρέατος και υποβλήθηκε σε σειρά εξαντλητικών θεραπειών και χειρουργικών επεμβάσεων.
Σύμφωνα με το δικόγραφο, ανεξάρτητοι ιατροί που επανεξέτασαν τις εικόνες της αρχικής εξέτασης του 2021 εντόπισαν σαφή μάζα με χαρακτηριστικά κακοήθειας, η οποία – όπως αναφέρεται – ήταν ήδη ορατή τότε και θα μπορούσε να είχε οδηγήσει σε έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία.
Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η εσφαλμένη εκτίμηση της πρώτης εξέτασης και η αποτυχία εντοπισμού του προβλήματος συνιστούν σοβαρή ιατρική αμέλεια, η οποία στέρησε από την ασθενή πολύτιμο χρόνο και πιθανότητες ίασης.
Τονίζουν επίσης ότι εάν η διάγνωση είχε γίνει εγκαίρως η αντιμετώπιση θα μπορούσε να ήταν χειρουργική και δυνητικά αποτελεσματική, καθώς η κακοήθεια δεν είχε ακόμα επεκταθεί σε μη εξαιρέσιμα σημεία.
Το δικόγραφο εστιάζει επίσης στις επιπτώσεις της καθυστέρησης τόσο στην υγεία όσο και στην καθημερινότητα της ασθενούς, η οποία – σύμφωνα με την αγωγή – υπέφερε για μεγάλο χρονικό διάστημα από έντονους πόνους, επιπλοκές, σοβαρές παρενέργειες από τη χημειοθεραπεία και διαρκή σωματική και ψυχική καταπόνηση. Η απώλειά της, όπως υποστηρίζουν οι συγγενείς, είχε βαρύτατο αντίκτυπο στην οικογένειά της τόσο σε συναισθηματικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο.
Η αγωγή αποδίδει ευθύνες τόσο στην ιατρό που συνέταξε την αρχική γνωμάτευση όσο και στο διαγνωστικό κέντρο, το οποίο – όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες – δεν διασφάλισε την παροχή της προβλεπόμενης ποιότητας ιατρικής φροντίδας και παραβίασε θεσμικές και συμβατικές του υποχρεώσεις.
Η αγωγή τεκμηριώνει σειρά από παραλείψεις και παραβίαση των επαγγελματικών καθηκόντων, μεταξύ των οποίων:
«Οι Εναγόμενοι δεν εντόπισαν ή/και δεν κατέγραψαν σαφή ευρήματα συμβατά με αδενοκαρκίνωμα παγκρέατος, ενώ αυτά ήταν εμφανή», καθώς και ότι «ενήργησαν κατά τρόπο που δεν συνάδει με τον τρόπο που θα ενεργούσαν άλλοι ιατροί της δικής τους ειδικότητας».
Η υπόθεση βρίσκεται στα πρώτα στάδια της δικαστικής διαδικασίας και αναμένεται η κατάθεση υπεράσπισης από πλευράς των εναγομένων.
Τους ενάγοντες εκπροσωπεί το Δικηγορικό Γραφείο Παπαντωνίου & Παπαντωνίου.
(φωτογραφία Αρχείου)