Home ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΚΥΠΡΟΣ Πως η κυπριακή εμπειρία και οι άνθρωποί της διαμόρφωσαν τη σκέψη και το έργο του Νάσου Βαγενά
Πως η κυπριακή εμπειρία και οι άνθρωποί της διαμόρφωσαν τη σκέψη και το έργο του Νάσου Βαγενά

Πως η κυπριακή εμπειρία και οι άνθρωποί της διαμόρφωσαν τη σκέψη και το έργο του Νάσου Βαγενά

Αναγορεύθηκε Επίτιμος Διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου

Της Δόξας Κωμοδρόμου, Εκπρόσωπος Τύπου του Πανεπιστημίου Κύπρου

Σε κλίμα έντονης συγκινησιακής φόρτισης πραγματοποιήθηκε η τελετή αναγόρευσης του Έλληνα ποιητή και λογοτέχνη Νάσου Βαγενά σε Επίτιμο Διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου, μια διάκριση που συνιστά την ύψιστη ακαδημαϊκή τιμή την οποία απονέμει το Ίδρυμα σε εξέχουσες προσωπικότητες του πνεύματος και των γραμμάτων.

Στην ομιλία του, ο κ. Βαγενάς επιδίωξε να αναδείξει τη σημασία της κυπριακής εμπειρίας στη διαμόρφωση της σκέψης και του έργου του. Αφού εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του προς το Πανεπιστήμιο Κύπρου και το Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών για την απονομή της τιμητικής αυτής διάκρισης, αναφέρθηκε στους βαθύτατους δεσμούς που τον συνδέουν με την Κύπρο. Αυτή η σύνδεση, όπως ανέφερε, δεν είναι μόνο συναισθηματική, αλλά και βιωματική, καθώς οι εμπειρίες του από την Κύπρο, οι άνθρωποι που γνώρισε, οι πολιτισμικές και ιστορικές της διαστάσεις έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην ποιητική και κριτική του προσέγγιση. Ανέπτυξε τις προσωπικές του μνήμες και τα βιώματα που διαμόρφωσαν τη σχέση του με τον κυπριακό χώρο και πολιτισμό, αναδεικνύοντας παράλληλα τη σημασία που αποδίδει στη λογοτεχνική και πνευματική παρακαταθήκη της Κύπρου.

Η κυπριακή εμπειρία στο έργο και τη σκέψη του νεοελληνιστή

Στην ομιλία του, ο κ. Βαγενάς επιδίωξε να αναδείξει τη σημασία της κυπριακής εμπειρίας στο έργο και τη σκέψη του. Αρχικά, εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του προς το Πανεπιστήμιο Κύπρου και ειδικότερα προς το Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών για την απονομή της τιμητικής αυτής διάκρισης. Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στους βαθύτατους συναισθηματικούς και πνευματικούς δεσμούς που τον συνδέουν με την Κύπρο, επισημαίνοντας ότι αυτοί διαμορφώθηκαν ήδη από την παιδική του ηλικία και συνεχίζουν να επηρεάζουν τη λογοτεχνική και κριτική του δραστηριότητα. «Παιδάκι ακόμη, από τη βόρεια άκρη της Ελλάδας, από τη Δράμα, όπου γεννήθηκα, πηγαίνοντας κάθε πρωί στο δημοτικό σχολείο άκουγα την ίδια πάντα ώρα από το ραδιόφωνο ενός καφενείου, καθώς περνούσα, το μήνυμα που έστελνε η πατρίδα στο νότιο και αγωνιζόμενο για την αυτοδιάθεση άκρο της (είχε αρχίσει ο αντιαποικιακός αγώνας). Θυμάμαι ακόμη κατά λέξη, μετά από σχεδόν εβδομήντα χρόνια, το μήνυμα και την παλλόμενη φωνή του εκφωνητή: ‘Αδελφοί Κύπριοι, η ελευθέρα πατρίς καιολόκληρος ο ελληνισμός είναι εις το πλευρόν σας. Ο αγών σας προκαλεί τον θαυμασμόν του πολιτισμένου κόσμου. Η ημέρα του λυτρωμού πλησιάζει’».

Ανάλογα συναισθήματα, είπε, ένιωθε και ως πανεπιστημιακός καθηγητής και μελετητής της ιστορίας και της λογοτεχνίας της Κύπρου κατά τις συγκρούσεις του, προ εικοσαετίας, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, με μεταμοντέρνους ελλαδικούς ιστορικούς, που, έχοντας ενστερνιστεί την βρετανικής εμπνεύσεως θεωρία ότι οι ομιλούντες την ελληνική Κύπριοι είναι λαός φοινικικής καταγωγής (το σχολίαζε αυτό με εύγλωττη αηδία τη δεκαετία του 1950 ο Γ. Σεφέρης), απορούσαν –οι ιστορικοί αυτοί– πώς «εμφυσήθηκε» τον 19ο αιώνα «ελληνική συνείδηση στους ελληνόφωνους Κυπρίους».Με την Κύπρο με συνδέουν και πολλά άλλα, είπε, όπως φίλοι και ποιητές, πεζογράφοι και λογοτεχνικοί κριτικοί. «Με συνδέει και η συμμετοχή μου στις επιτροπές Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας της Κύπρου και η επί δέκα έτη συμμετοχή μου στην εκδοτική επιτροπή του περιοδικού Ακτή. Με συνδέει η υπεράσπισητης λογοτεχνικής τιμής της Κύπρου στην υπόθεση της δίκης του Ουμπέρτο Έκο, στη Λευκωσία το 1989 (ήμουν ο κύριος μάρτυς υπεράσπισής του, ω καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας), στην αστεία κατηγορία εναντίον του από έναν Κύπριο, υποτιθέμενο συγγραφέα, για λογοκλοπή έργου του. Με λίγα λόγια με συνδέει η λογοτεχνία που παράγεται στην Κύπρο – δεν λέω η κυπριακή λογοτεχνία, γιατί η λογοτεχνία αυτή είναι ελληνική. Θυμίζω τι έγραφε ο Καβάφης: ‘Το να θέλει να αποδείξει τίς το ελληνικόν της Κύπρου εις ημάς τους Έλληνας φαίνεται περιττόν. Είναι ως να απεδείκνυε ότι ο Πελοποννήσιοι είναι Έλληνες’».       

 Σπούδασε φιλολογία χάρη στον Γιώργο Σεφέρη

Με την Κύπρο με συνδέει, είπε επίσης, το Πανεπιστήμιο Κύπρου.Όχι μόνο το εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 1995-96 κατά το οποίο δίδαξε σε αυτό ως επισκέπτης καθηγητής του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών, αλλά και το γεγονός ότι οι πρώτοι νεοελληνιστές φιλόλογοί του –ο Μιχάλης Πιερής, ο Παντελής Βουτουρής, ο Δημήτρης Αγγελάτος και ο Τάκης Καγιαλής– έκαναν τα πρώτα ακαδημαϊκά τους βήματα στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, του οποίου, κατά τη δεκαετία του 1980-90, διετέλεσε καθηγητής, και κατ’ επανάληψιν πρόεδρος του Τμήματος. Σε αυτό το σημείο, ο κ. Βαγενάς δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι τρεις καθηγήτριες του Πανεπιστημίου Κύπρου που τον τιμά (Αναπληρώτριες Καθηγήτριες), η Αφροδίτη Αθανασοπούλου, ηΕιρήνη Παπαδάκη και η Αντωνία Γιαννούλη, υπήρξαν φοιτήτριές του στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. «Με συνδέουν, τέλος, με το Πανεπιστήμιο Κύπρου, και αυτό το θεωρώ σημαντικότερο ως πιο προσωπικό, ένα γεγονός και η συνάντησή μου με δύο ανθρώπους – για την ακρίβεια, η συνάντησή μου με τη συνάντηση δύο ανθρώπων που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ο Γιώργος Σεφέρης και ο Σάββας Παύλου (Μικρασιάτης ο πρώτος, Κύπριος ο δεύτερος – άνθρωποι του μείζονος ελληνισμού)».

Όπως ανέφερε ο κ. Βαγενάς, σπούδασε φιλολογία χάρη στον Σεφέρη· χάρη στο έργο του, το ποιητικό και το δοκιμιακό, και στον άνθρωπο τον οποίο φανέρωνε αυτό το έργο, πρόσθεσε ο κ. Βαγενάς. «Ο Σεφέρης συνέβαλε περισσότερο από κάθε άλλον στην πνευματική μου διαμόρφωση. Χάρη στον Σεφέρη γνώρισα και τον Σάββα Παύλου, ο οποίος τυπικά θα γινόταν μαθητής μου, αφού θα αναλάμβανα να εποπτεύσω τη διδακτορική του διατριβή».

Όμως ποιο είναι το νόημα αυτής της εμπειρίας, διερωτήθηκε ο κ. Βαγενάς. «Με τα “κυπριακά” του ποιήματα ο Σεφέρης βιώνει, βέβαια, την “ανάκτηση του χαμένου χρόνου”, που είναι ο απώτερος σκοπός της ποιητικής εμπειρίας (την αίσθηση ότι «η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη»)· όχι όμως διά της μνήμης ως στιγμιαίας “αποκαλυπτικής” συναίρεσης του παρελθόντος με το παρόν, αλλά ως επανάκτησης του χαμένου χρόνου εν διαρκεία σε ένα παρόν που λειτουργεί με τους όρους του παρελθόντος. Ο κόσμος της Κύπρου των αρχών της δεκαετίας του 1950 δεν είναι για τον Σεφέρη ένα μνημονικό υποκατάστατο του κόσμου της Ιωνίας των παιδικών του χρόνων, με τον οποίο (όπως φαίνεται και από τη σύγκριση των κυπριακών φωτογραφιών του με τις παιδικές του φωτογραφίες) μοιάζει πολύ, παρά το χρονικό διάστημα που τους χωρίζει, και από τον οποίο ο ποιητής είχε “εξοριστεί” διά παντός με μια διπλή αποκοπή: εξαιτίας όχι μόνο της φυσικής τάξεως των πραγμάτων (το πέρασμα του χρόνου) αλλά και της ιστορικής πραγματικότητας (η Μικρασιατική Καταστροφή). Ο κόσμος της Κύπρου είναι για τον Σεφέρη το Κομπραί, ο τόπος της παιδικής ηλικίας του ΜαρσέλΠρουστ (που το βίωμά της έχει γίνει σύμβολο στην ποίηση του Σεφέρη), στην οποία (παιδική ηλικία) ο ποιητής ξαναβρέθηκε στην Κύπρο ως ώριμος άνθρωπος, όχι διά της μνήμης αλλά –σαν από θαύμα– διά της φυσικής παρουσίας του («στην Κύπρο το θαύμα λειτουργεί ακόμη», είναι η περίφημη ρήση του)».

Η επιφάνεια της Κύπρου

Το νόημα αυτής της εμπειρίας, που είναι ταυτόσημο με τη δική του κυπριακή εμπειρία, συνοψίζει ένα πεζόμορφο ποίημα του Σάββα Παύλου, όπως είπε, με τίτλο «Η επιφάνεια της Κύπρου», ποίημα γραμμένο μετά τη συγγραφή της διατριβής του, το οποίο μιλά για την ψυχολογική και ηθική έννοια της πατρίδας, τόσο της ατομικής (της προσωπικής) όσο και της συλλογικής.Πόση είναι η επιφάνεια της Κύπρου, αναρωτήθηκε ο κ. Βαγενάς και συνέχισε λέγοντας: «Είναι ένα ερώτημα απλό και η απάντηση το ίδιο απλή, κι αν δεν την ξέρεις, ανοίγεις το σχετικό γεωγραφικό εγχειρίδιο. Η επιφάνεια της Κύπρου ισούται με 9.267 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Όμως αυτή ορίζεται ως επιφάνεια ενός χώρου επίπεδου που οριοθετούν οι ακτογραμμές του νησιού σε υψόμετρο μηδέν.Δεν είναι έτσι η Κύπρος. Βουνά και κοιλάδες, ανυψώσεις και κοιλώματα, κοίτες ποταμών και λόφοι, φρέατα και βράχοι διαμορφώνουν την επιφάνειά της.Και κάθε ανύψωση ή κοίλωμα την επαυξάνει. Γιατί ένας λάκκος που σκάψαμε σε ένα τετραγωνικό μέτρο και φτάσαμε σε βάθος πέντε μέτρα δίνει μια νέα επιφάνεια, γιατί πρέπει να συνυπολογίσουμε και τα τοιχώματά του. Τότε διαπιστώνουμε ότι η επιφάνεια του ενός μέτρου αυξήθηκε σε 21. Ακόμη πρέπει να συμπεριλαμβάνουμε την αύξηση της επιφάνειας που δημιούργησε το βουναλάκι με τα χώματα της εξόρυξης.Έτσι αν υπολογίσουμε τα βουνά, τους λόφους, τα μικρά υψώματα, τα κοιλώματα, τα βαθύπεδα και υψίπεδα, τα ορύγματα, τους βράχους, τους λάκκους και τις σπηλιές, η επιφάνεια πολλαπλασιάζεται.Κι αν μετά συμπεριλάβουμε και τις μικρές πέτρες, ανυψώσεις και ρωγμές κι ύστερα τις άλλες μικρότερες, τις σχεδόν αδιόρατες και μετά αυτές που είναι ορατές με μικροσκόπιο, η επιφάνεια συνεχώς επαυξάνει κιόταν φτάσεις στην κλίμακα του ατόμου συνειδητοποιείς ότι η επιφάνεια της Κύπρου τείνει προς το άπειρον.Αυτό το άπειρο που κοίταζε η ματιά του Σολωμού, ανεβαίνοντας στον ιστό της κατοχικής σημαίας». 

Κύπρος: ένα διαχρονικό σημείο αναφοράς για τον ελληνισμό και τη λογοτεχνική παράδοση

Σε αυτήν τη βαθιά βιωματική και συγκινησιακά φορτισμένη ομιλία, ο κ. Βαγενάς απέδωσε τον θαυμασμό του προς την Κύπρο, αναδεικνύοντας τη σημασία της στη διαμόρφωση της πνευματικής και λογοτεχνικής του ταυτότητας. Επικεντρώθηκε στη βαθιά και πολυδιάστατη σχέση του με το νησί, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στη λογοτεχνία, αλλά εκτείνεται σε ιστορικές, πνευματικές και προσωπικές διαστάσεις.Μέσα από την ανάλυση της εμπειρίας του Γιώργου Σεφέρη στην Κύπρο και τη σύνδεση με την αίσθηση της πατρίδας, ο κ. Βαγενάς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κυπριακή ταυτότητα και η πολιτισμική της αξία δεν μπορούν να περιοριστούν σε στενούς γεωγραφικούς ή ιστορικούς ορισμούς. Αντίθετα, η Κύπρος λειτουργεί ως ένα πεδίο όπου η λογοτεχνία, η ιστορία και η μνήμη αλληλοδιαπλέκονται, προσδίδοντας σε όσους την βιώνουν μια αίσθηση του «θαύματος» που διατηρείται ζωντανό στο χρόνο.Με την αναφορά στο ποίημα «Η επιφάνεια της Κύπρου» του Σάββα Παύλου, ο Βαγενάς τονίζει ότι η πραγματική διάσταση της Κύπρου – όπως και κάθε βαθιάς πνευματικής και πολιτισμικής εμπειρίας – δεν είναι στατική, αλλά τείνει προς το άπειρο. Αυτή η άπειρη επιφάνεια είναι το πεδίο όπου η ιστορία, η λογοτεχνία και η προσωπική εμπειρία συνυπάρχουν, καθιστώντας την Κύπρο ένα διαχρονικό σημείο αναφοράς για τον ελληνισμό και τη λογοτεχνική παράδοση.

Στο πλαίσιο της Τελετής, η Καθηγήτρια του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής, Αλεξάνδρα Σαμουήλ παρουσίασε το σημαντικό έργο και την σπουδαία προσωπικότητατου τιμώμενου. Μεταξύ άλλων, είπε πως το Πανεπιστήμιο Κύπρου τιμά με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα μια σπουδαία και πολυσχιδή προσωπικότητα των ελληνικών γραμμάτων, τον Νάσο Βαγενά: ποιητή, λογοτεχνικό κριτικό, φιλόλογο, θεωρητικό της λογοτεχνίας, πολιτισμικό κριτικό, πανεπιστημιακό καθηγητή της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Παν/μιο Κρήτης (1980-1991) και της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Παν/μιο Αθηνών από το 1992 ως το 2012, οπότε αφυπηρέτησε ως ομότιμος. Στην ερώτηση που του υποβλήθηκε σε μια συνέντευξή του, ανέφερε η κα Σαμουήλ, αν υπάρχει κάποια από τις ιδιότητές του με την οποία προτιμά να αυτοπροσδιορίζεται περισσότερο, ο Βαγενάς απαντά ότι δηλώνει φιλόλογος. «Τα κείμενά μου τα υπογράφω μόνο με τ΄ όνομά μου», απαντά. «Αν χρειάζεται  οπωσδήποτε να δηλώσω κάποια ιδιότητά μου τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια, όπως στις επιφυλλίδες μου στην εφημερίδα, εμφανίζομαι με τη βιοποριστική μου ιδιότητα,  αυτή του πανεπιστημιακού φιλολόγου. Θεωρώ αυτάρεσκο, αν όχι αστείο» συνεχίζει, «να αυτοπροσδιορίζεται δημοσίως κάποιος ως ποιητής. Την ιδιότητα του ποιητή δεν την απονέμει κάποιος στον εαυτό του, αλλά οι άλλοι, οι επαρκείς αναγνώστες της ποίησης, και της λογοτεχνίας γενικότερα».

Τέλος, εκφράζουμε τα συγχαρητήριά μας και τις θερμότερες ευχές μας στον κ. Βαγενά για την ένταξή του ως επίτιμο μέλος της πανεπιστημιακής μας κοινότητας. Αναγνωρίζουμε και τιμούμε την εξαιρετική του συμβολή στον ακαδημαϊκό χώρο, τη λογοτεχνία, τα νεοελληνικά γράμματα και την ποίηση και του ευχόμαστε υγεία, δημιουργικότητα και συνεχή επιτυχία στο έργο του.

Send this to a friend