Home ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΚΥΠΡΟΣ «Κανείς δεν μπορεί να μας βοηθήσει»: Φαινόμενο μιμητισμού με ρατσιστικά κίνητρα οι επιθέσεις σε ντελιβεράδες
«Κανείς δεν μπορεί να μας βοηθήσει»: Φαινόμενο μιμητισμού με ρατσιστικά κίνητρα οι επιθέσεις σε ντελιβεράδες

«Κανείς δεν μπορεί να μας βοηθήσει»: Φαινόμενο μιμητισμού με ρατσιστικά κίνητρα οι επιθέσεις σε ντελιβεράδες

Εδώ και μήνες, ορισμένα από τα πιο χαμηλόμισθα μέλη της κοινωνίας αναγκάζονται να κάνουν μια δύσκολη επιλογή: να βγουν στη δουλειά για ψίχουλα και να ρισκάρουν να πέσουν θύματα ξυλοδαρμού ή να μείνουν στο σπίτι και να χάσουν τα κέρδη που χρειάζονται απεγνωσμένα. Οι ντελιβεράδες πληρώνουν το τίμημα της αδράνειας για την πάταξη του ρατσισμού στον τόπο μας.

Το ερώτημα πώς έφτασαν τα πράγματα σε αυτό το σημείο είναι πολύπλευρο, σύμφωνα με ειδικούς. Από τον θεσμικό ρατσισμό, τις ανισότητες στον πλούτο, την εγκληματικότητα, τη νεολαία που αισθάνεται ότι δεν έχει προοπτικές και τη βαριά αντιμεταναστευτική ρητορική στην οποία επιδίδεται εδώ και χρόνια η κυβέρνηση, οι διανομείς έχουν γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος. «Κανείς δεν μπορεί να μας βοηθήσει», αναφέρει ο οδηγός Rajesh με έδρα τη Λεμεσό. «Δεν έχω καμία ελπίδα ότι η Αστυνομία θα κάνει κάτι».

Ο Rajesh, ο οποίος έχει μιλήσει στη Cyprus Mail για την κλιμακούμενη βία που αντιμετωπίζουν οι διανομείς, έχει μοιραστεί εδώ και καιρό τις προκλήσεις στο να πάρει η Αστυνομία τις καταγγελίες στα σοβαρά. «Τίποτα δεν έχει αλλάξει για εμάς. Μας χτυπούν και κανείς δεν σταματάει καν να μας βοηθήσει».

 

 

 

Η σύσκεψη

Από την αρχή του έτους έχουν σημειωθεί 18 περιστατικά επιθέσεων σε διανομείς φαγητού, ανέφερε ο υπουργός Δικαιοσύνης Μάριος Χαρτσιώτης μιλώντας μετά το τέλος της σύσκεψης που είχε με τον υπουργό Εργασίας, Γιάννη Παναγιώτου, και τον Αρχηγό της Αστυνομίας, Θεμιστό Αρναούτη, με θέμα την έξαρση των επιθέσεων κατά των διανομέων φαγητού. Αλλά ο πολιτικός αναλυτής Χριστόφορος Χριστοφόρου λέει ότι ο αριθμός αυτός δεν είναι η κορυφή του παγόβουνου. Υπάρχει μεγάλο ποσοστό και όλοι το γνωρίζουν. Οι επιθέσεις δεν έχουν πάντα τη μορφή ξυλοδαρμού. Ένας διανομέας με έδρα τη Λευκωσία, ο οποίος μίλησε υπό τον όρο της ανωνυμίας, λέει ότι, κάθε δεύτερη μέρα, τα ποδήλατα των οδηγών κλέβονται ή καταστρέφονται. «Κανείς δεν ενδιαφέρεται για εμάς. Κανείς από την κυβέρνηση δεν μας ακούει», επισημαίνει. Και σαν να μην έφτανε η βία, οι διανομείς αναφέρουν πως τα τελευταία τρία χρόνια οι μισθοί τους έχουν μειωθεί. «Πριν από τρία χρόνια, μια σύντομη διαδρομή σήμαινε 3,40 ευρώ ανά παραγγελία. Σήμερα είναι 1,46 ευρώ». Συν τοις άλλοις, οι εταιρείες καταλαμβάνουν ένα 37% από τους μισθούς τους.

 

«Μας μένουν 50 ή 70 λεπτά»

Τις τελευταίες εβδομάδες, η κυβέρνηση και η Αστυνομία έχουν τονίσει ότι θα λάβουν μέτρα για το θέμα. Η πρώτη μάλιστα δήλωσε ότι οι ρατσιστικές επιθέσεις δεν έχουν θέση στην Κύπρο. Σύμφωνα όμως με τον Χριστοφόρου και τον καθηγητή Κοινωνιολογίας, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας Νίκο Τριμικλινιώτη, ο ρατσισμός είναι στην πραγματικότητα βαθιά ριζωμένος στην κοινωνία. Και ενώ η Αστυνομία είναι η δύναμη που καλείται να καταπολεμήσει τις ρατσιστικές επιθέσεις, είναι η ίδια Αστυνομία που φοβούνται οι μετανάστες.

Σύμφωνα με τον κ. Τριμικλινιώτη, οι μετανάστες έχουν δεχθεί επιθέσεις από την Αστυνομία και δικαιολογημένα φοβούνται τους αστυνομικούς. Το πρόβλημα είναι τόσο διαδεδομένο που ο πρώην Αρχηγός της κυπριακής Αστυνομίας, Στέλιος Παπαθεοδώρου, παραδέχτηκε ότι ο ρατσισμός αποτελεί ζήτημα στο Σώμα. Πώς μπορούν λοιπόν να είναι αυτοί που θα τον καταπολεμήσουν; Ο Χριστοφόρου επισημαίνει ότι οι επιθέσεις εναντίον των διανομέων δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο, απλώς έγιναν πιο έντονες το τελευταίο διάστημα. Μάλιστα, οι επιθέσεις στη Λεμεσό είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Όμως η ρητορική, όταν άρχισαν να συμβαίνουν για πρώτη φορά, ήταν ότι η Αστυνομία απέρριπτε τα όποια ρατσιστικά στοιχεία.

«Ο εκπρόσωπος της Αστυνομίας Λεμεσού έλεγε ότι ήταν νέοι που το έκαναν για πλάκα ή ότι ήταν για να κλέψουν τα χρήματα». Το στοιχείο του ρατσισμού απορρίφθηκε, όταν γίνονταν γνωστά τα πρώτα περιστατικά. Όπως προσθέτει ο Τριμικλινιώτης, το γεγονός ότι στοχοποιούνται μετανάστες διανομείς σημαίνει ότι πρόκειται ακριβώς για ρατσισμό. «Δεν βλέπουμε γενικές επιθέσεις σε Κύπριους οδηγούς ή ευρύτερα σε οδηγούς μοτοσυκλετών». Ο υποκείμενος παράγοντας είναι ότι πρόκειται για μετανάστες εργάτες. Παρόλο που η κοινωνία στο σύνολό της μπορεί να εκτιμά τις υπηρεσίες που προσφέρουν, το γεγονός ότι είναι τόσο χαμηλά αμειβόμενοι και μετανάστες τους κάνει να φαίνονται σαν ασήμαντα άτομα στην κοινωνία, διευκρινίζει ο Τριμικλινιώτης.

 

Δεν τους λαμβάνουν υπόψη

Και οι δύο αναλυτές προβληματίζονται πόσο γρήγορα μπορεί να γίνει κάτι, θυμίζοντας την υπόθεση Νίκου Μεταξά, ο οποίος ξεκίνησε το 2016 και αγνοήθηκαν οι εξαφανισμένες γυναίκες και έπρεπε να περάσουν τρία χρόνια, όταν βρέθηκε ένα από τα πτώματα, για να δράσει η Αστυνομία. Οι Χριστοφόρου και Τριμικλινιώτης επισημαίνουν ότι πρόκειται για την ίδια αστυνομική δύναμη που κλήθηκε να πατάξει τη ρατσιστική βία. «Οι επιθέσεις δεν κοστίζουν σε κανέναν γιατί δεν υπάρχει λογοδοσία.

Οι μετανάστες δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη», προσθέτει ο τελευταίος. Ο κ. Χριστοφόρου παρατηρεί την ευρύτερη στάση απέναντι στους αλλοδαπούς, η οποία χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: Δυτικοί, που συνδέονται με το κύρος και το χρήμα – και άλλοι που θεωρούνται φτωχοί και αδύναμοι. Επισημαίνει ότι η πρώτη φορά που το μεταναστευτικό αναφέρθηκε ως τρίτη εισβολή στην Κύπρο ήταν γύρω στο 2000 από τον τότε υπουργό Εσωτερικών. Κατά την περίοδο του Νίκου Νουρή ως υπουργού Εσωτερικών της προηγούμενης κυβέρνησης, η ρητορική ήταν «ξεκάαθρος ρατσισμός», λέει ο Χριστοφόρου. Τώρα, η κατάσταση είναι διαφορετική.

Ο αναλυτής εξηγεί ότι, αυτή τη στιγμή, η έμφαση βρίσκεται στο πόσοι μετανάστες απελάθηκαν. «Ουσιαστικά λέγεται ότι «διώξαμε τόσους πολλούς». Αυτό δημιουργεί την εικόνα ότι κάθε αλλοδαπός είναι ένας κίνδυνος που πρέπει να απομακρυνθεί, λέει.

 

Το προφίλ των δραστών

Ο Τριμικλινιώτης αναφέρει ότι είναι σημαντικό να επικεντρωθούμε στο ποιοι είναι οι δράστες. Ως επί το πλείστον, πρόκειται για νέους. Έφηβοι ή άτομα κοντά στα 20, και τα περισσότερα εγκλήματα εκτυλίσσονται στη Λεμεσό. Σκιαγραφεί ότι συμβαίνουν πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Η Λεμεσός, μια πόλη ακραίου πλούτου και ακραίας φτώχειας, είναι μια πόλη αντιφάσεων. «Τα νεαρότερα παιδιά μένουν χωρίς προοπτικές και ελπίδα. Ο κόσμος έχει κολλήσει στα προάστια και υπάρχουν άνθρωποι που ελέγχουν τη νυχτερινή ζωή».

Αν βάλετε σε αυτό το πλέγμα τους μετανάστες που έχουν γίνει εύκολος στόχος, την έλλειψη λογοδοσίας για τους δράστες και τους νέους που δεν έχουν τίποτα να περιμένουν σε μια πόλη όπου η εγκληματικότητα έχει γίνει πρόβλημα, τότε δεν πρόκειται απλώς για ρατσισμό. Ο Τριμικλινιώτης δεν θέλει να απορρίψει τη ρατσιστική πτυχή -αλλά επιδιώκει να τονίσει ότι υπάρχουν περισσότερα από όσα φαίνονται με το μάτι. Αλλά όταν η κοινωνία στην οποία ζουν είναι τόσο κατακερματισμένη και γεμάτη συγκρούσεις, εκμετάλλευση και αβεβαιότητα, δεν μπορούν όλες οι επιθέσεις να αποδοθούν σε φασιστικά στοιχεία -αν και η ακροδεξιά έχει σίγουρα εκμεταλλευτεί την κατάσταση, προσθέτει.

Οι αντιθέσεις που αναπτύχθηκαν στη Λεμεσό εξελίχθηκαν πολύ γρήγορα και οι εγκληματικές συμμορίες έχουν διεκδικήσει τμήματα της παραλιακής πόλης που σημαίνει ότι έχουν δημιουργηθεί απαγορευμένες περιοχές, διευκρινίζει ο Τριμικλινιώτης. Οι ντελιβεράδες ωστόσο καλούνται να εργαστούν σε κάθε γωνιά της πόλης. Αν και πριν από τρία χρόνια δεν συνέβαιναν επιθέσεις στην καρδιά της Λεμεσού, σύμφωνα με τον Ρατζές, τώρα εκτυλίσσονται στο κέντρο της πόλης. Ενώ στις ειδήσεις μπορεί κανείς να διαβάσει κάτι ως επίθεση, ο ξυλοδαρμός ενός ντελιβερά «μπορεί να στείλει το μήνυμα ότι “κανείς δεν έρχεται εδώ”». Ένας μέσος πολίτης μπορεί να μην το καταλάβει, αλλά ο υπόκοσμος θα το καταλάβει, εξηγεί.

 

Τα μέτρα

Όσον αφορά τις συσκέψεις και τα μέτρα, ο Τριμικλινιώτης δεν πείθεται από την κυβερνητική υπόσχεση. Ο Χριστοφόρου αναγνωρίζει ότι ο υπουργός Εργασίας, Γιάννης Παναγιώτου, έχει πει ότι η οικονομία θα καταρρεύσει χωρίς τους μετανάστες, ως επί το πλείστον όμως, οι υποσχέσεις φαίνεται να πέφτουν σε αφτιά που δεν πείθουν. «Δεν νομίζω ότι η κυβέρνηση θέλει να το λύσει», λέει ο Τριμικλινιώτης. Χαρακτηρίζει τη σύσκεψη ως μια προσπάθεια δημοσίων σχέσεων, παρατηρώντας ότι δεν προσκλήθηκαν ούτε τα συνδικάτα και φοβάται ότι το πρόβλημα θα γίνει πολύ χειρότερο.

Αντίστοιχα, ο Χριστοφόρου λέει ότι αν η κυβέρνηση ήθελε πραγματικά να το αντιμετωπίσει ως κοινωνικό ζήτημα θα είχε πραγματοποιήσει μελέτες από ειδικούς. Χωρίς αυτές, «είναι μόνο συναντήσεις και άλλες συναντήσεις και δηλώσεις στον Τύπο».

Πηγή: Cyprus Mail

Send this to a friend