Home ΛΑΡΝΑΚΑ Σκαλιώτικες Αναδρομές: Κλικ σε μια άλλη εποχή της Λάρνακας
Σκαλιώτικες Αναδρομές: Κλικ σε μια άλλη εποχή της Λάρνακας

Σκαλιώτικες Αναδρομές: Κλικ σε μια άλλη εποχή της Λάρνακας

Πηγή: Σκαλιώτικες Αναδρομές / (Φωτ. Αρχείο Εύρου Ευρυβιάδη).

Βεβαίως, περί αυτού πρόκειται, όταν αναδεικνύονται με διάφορους τρόπους γεγονότα, ή μέθοδοι, για να εντυπωσιάσουν. Και στην πόλη μας, όντας μικρός, ήμουν μάρτυρας αρκετών από αυτούς, στον ένα μάλιστα…συμμετείχα και εγώ! Και χωρίς να μακρυγορήσω, αρχίζω να παραθέτω μόνο ορισμένους από αυτούς τους…φακούς.

Εκεί στο παντοπωλείο, περιφερόταν ένας μεσήλικας εφημεριδοπώλης, που κρατούσε υπό μάλης τις εφημερίδες και διαλαλούσε. “Εσκότωσαν το αθώον πλάσμαν του Θεού, τζαι ίντα τους έφταιξεν!” Ταραχή ο κόσμος και έσπευδε να αγοράσει εφημερίδα, για να πληροφορηθεί το ειδεχθές αυτό έγκλημα. Το οποίο βεβαίως ήταν έγκλημα, αλλά επί σκύλλου, που πατήθηκε από αυτοκίνητο. Ο εφημεριδοπώλης ξεπούλησε, τρία γρόσια η εφημερίδα, το ισόποσον ενός ψωμιού! Και οι αναγνώστες, άλλοι μεν γελούσαν, άλλοι όμως έβριζαν!

Τα καλοκαίρια, εργαζόμουν στο ατμοκαθαριστήριο “Κύκνος” του ξαδέλφου μου του Γιαννάκη του Χίνη, που συνέταιρος και ο μ. Νίκος. Εκεί, εργαζόταν και η σύζυγος του μ. Νίκου η μ. Στέλλα, η οποία ήταν έγγυος. Αυτό το γνώριζε ο κούπατζης, ο οποίος περιφερόμενος, εκθείαζε τις κούπες του, κατά περίπτωση!

Τακτικός στην ώρα του και μπροστά από το καθαριστήριο. “Μυρωδάτες γλυτζιές κούπες, ζεστές, να τρών τζαι μωρά αγέννητα!” Η Στέλλα, στο άκουσμα του καλέσματος του κούπατζη, να ξεφωνίζει. “Νίκο, το μωρόν ετάραξεν, που την μουρουδκιάν, θέλει κούπα!” Και ο καλός μας Νίκος, να τρέχει να αγοράσει την κούπα, γιατί το μωρό….ετάραξεν από την μυρωδιάν και μήπως του έμενε, κάποιο σημάδι!

Βεβαίως, και οι ποιητάρηδες, είχαν την τιμητική τους με γεγονότα που επεσυνέβαιναν και τα διαλαλούσαν, έτσι κερδίζονας και αυτοί “τον άρτον τον επιούσιον.” Θυμάμαι μάλιστα ένα, να κρατά τα φυλλάδια εκεί στον Άγιο Λάζαρο και να ξεφωνίζει έξω από τους καφενέδες με ποιητική διάθεση. “Φακκά του μιαν με την κουννιάν, πάνω στην τζιεφαλήν του τζαι όπως ιστορίσασιν, εζάβωσεν το… δειν του. Επήραν τον οι τέσσερις, εις το νοσοκομείον, μα εποσπάστην ο φτωχός, πάει εις το…νεκροτομείον!”

Βεβαίως και όλοι οι άλλοι περιφερόμενοι, παπουτσοσυκάρηδες, οπωροπώλες, παγωτατζήδες κλπ, εύρισκαν ευφάνταστους τρόπους, να διαφημίζουν την πραμάτειαν τους, με ιδιότητες όπως, αφροδισιακές, διαιτητικές, βοηθούντες τα…έντερα κλπ.

Τέλος, να αναφέρω και τη… δική μου συμμετοχή σε αυτή την πορεία του φακού. Ο μ. θείος Σταύρος Χίνης, είχε μπακάλικο εκεί στην πλατεία του Αγίου Λαζάρου. Τότες, αρκετοί διατηρούσαν στις αυλές τους, κουνέλια, κοτόπουλα, περιστέρια. Και όλοι αγόραζαν τροφές, τις οποίες διέθετε το μπακάλικο του θείου, μεταξύ των οποίων και τρυφίλλι. Το οποίο στιβάζαμε, εγώ και ο υπάλληλος ο Πέτρος ή Πετράς, όπως τον φώναζαν, έξω από το μπακάλικο, που ήταν δεμένο σε μικρά δεμάτια.

Δύο γρόσια το δεμάτι. Και ο θείος Σταύρος, μας ορμήνεψε ένα Σαββάτο, που είχαμε στοιβάξει κάπου τρακόσια δεμάτια στον τοίχο, να τα πωλούμε με ειδική τιμή. Επτά, δεμάτια το σελίνι! Συνομώτησα με τον Πέτρο και φωνάζαμε εκεί στην πλατεία “Επέλλανεν ο μάστρος μας, εφάλλαρεν!

Σήμερα εφτά δεμάδκια ένα σελίνιν, μούχτιν ζίφτιν”! Ο θείος Στάυρος, ταράχτηκε στο άκουσμα. Όταν όμως είδε την πελατεία να έρχεται με καλή διάθεση και το εμπόρευμα να εξαφανίζεται, άρχισε να γελά και να μονολογεί. “Άκου σιορ τους ροκόλους τι εσκέφτηκαν. Να με φκάλουν πελλόν!” Σκοπός όμως επετεύχθη και αυτό μετρούσε!

Αυτός ο φακός μας, σε μια πόλη μικρή και ανθρώπινη, τη Λάρνακά μας, όπου ο κάθε ένας καλόβουλα, προσπαθούσε να επιβιώσει…

 

Send this to a friend