16 Αυγούστου 1960: Από την ΕΝΩΣΗ στη Ζυρίχη- Λονδίνου – 64 χρόνια από την Ανεξαρτησία της Κύπρου
Του Αντρέα Πολυκάρπου
Την 1η Απριλίου του 1955 ξεκίνησε ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας των ελληνοκυπρίων υπό τις προσταγές της Ε.Ο.Κ.Α. (Εθνική οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών). Στόχος της Ε.Ο.Κ.Α. ήταν η απελευθέρωση της Κύπρου και η ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Ο αγώνας έληξε το Μάρτιο του 1959 και η Κύπρος εγκαταλείφθηκε στις βουλές των Άγγλων και των Τούρκων.
Τη νύχτα της 15ης προς την 16η Αυγούστου του 1960, στις 2 μετά τα μεσάνυχτα στη Λευκωσία, ο κυβερνήτης της Κύπρου Χιου Φουτ διάβασε στην αίθουσα του Μεταβατικού Υπουργικού Συμβουλίου (που αργότερα έγινε Μέγαρο της Βουλής των Αντιπροσώπων) την προκήρυξη της βασίλισσας της Μεγάλης Βρετανίας, με την οποία ανακοίνωσε την εγκατάλειψη της αγγλικής κυριαρχίας στην Κύπρο, στη βάση των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου. Στη συνέχεια οι γενικοί πρόξενοι της Ελλάδας και της Τουρκίας Γ. Χριστόπουλος και Β. Τουρέλ, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄ και ο αντιπρόεδρος Φαζίλ Κιουτσούκ, έπειτα από σύντομες ομιλίες τους, υπέγραψαν μαζί με τον τελευταίο Άγγλο κυβερνήτη τα κείμενα των συμφωνιών που καθόριζαν τα της ανεξαρτητοποίησης της Κύπρου. Λίγο πριν το μεσημέρι της 16ης Αυγούστου έγινε στο μέγαρο του Κυβερνείου η υποστολή της βρετανικής σημαίας και η έπαρση της κυπριακής. Πριν κλείσουν 24 ώρες από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου, ο σερ Χιου Φουτ είχε ήδη εγκαταλείψει την Κύπρο.
ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΖΥΡΙΧΗΣ- ΛΟΝΔΙΝΟΥ
Οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, που υπογράφηκαν το 1959 μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας, Τουρκίας, ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας, ήταν οι Συνθήκες με τις οποίες τερματίστηκε η βρετανική κυριαρχία επί της Κύπρου και ιδρύθηκε ανεξάρτητο Κυπριακό κράτος.
Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου είχαν υπογραφεί η μεν πρώτη στο ξενοδοχείο Ντόλτερ της Ζυρίχης στις 11 Φεβρουαρίου του 1959 από τους Κωνσταντίνο Καραμανλή και Αντνάν Μεντερές, πρωθυπουργό της Τουρκίας, η δε δεύτερη στο Λάνκαστερ Χάουζ του Λονδίνου στις 19 Φεβρουαρίου του 1959, από τους δύο προαναφερθέντες συν τον Βρετανό ομόλογό τους Χάρολντ Μακμίλαν, ενώ κάποια συνημμένα κείμενα είχαν υπογραφεί από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο Γ’ και τον αντιπρόεδρο Φαζίλ Κιουτσούκ, οι οποίοι είχαν γνώση του συνόλου των συμφωνιών.
Η συμφωνία της Ζυρίχης, περιληπτικά, προέβλεπε:
- Πολίτευμα: Προεδρικό με Ελληνα πρόεδρο και Τουρκο αντιπρόεδρο, εκλεγμένους από την ελληνική και την τουρκική κοινότητα αντίστοιχα, με θητεία πέντε ετών. Ο αντιπρόεδρος είχε δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) σε θέματα άμυνας, εξωτερικής πολιτικής και εσωτερικής ασφάλειας.
- Βουλή των αντιπροσώπων: Δημιουργία δύο Κοινοτικών Συνελεύσεων (ελληνικής και τουρκικής), μιας ενιαίας Βουλής Αντιπροσώπων με αναλογία 70/30 Ελλήνων και Τούρκων. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία, εκτός για θέματα νομοθεσίας δήμων και φορολογικών νομοσχεδίων για τα οποία ήταν απαραίτητη χωριστή πλειοψηφία.
- Υπουργικό Συμβούλιο: θα απαρτίζεται από επτά Ελληνες και τρεις Τούρκους, ενώ απαραίτητα ένα των υπουργείων Αμύνης, Εξωτερικών ή Οικονομικών θα έπρεπε πάντα να δίνεται σε Τούρκο υπουργό.
- Δημόσια διοίκηση: από 70% Ελληνες και 30% Τούρκους.
- Στρατός: 60% Έλληνες, 40% Τούρκοι
- Δικαστική εξουσία: δημιουργία του Ανωτάτου και του Συνταγματικού δικαστηρίου.
- Δημοτική αυτοδιοίκηση: Δημιουργία χωριστών δήμων (ελληνικών και τουρκικών) στις πέντε μεγάλες πόλεις της Κύπρου.
Αξίζει, όμως, να σημειωθεί ότι ευθύς εξ αρχής οι συμφωνίες αυτές αποτέλεσαν το αντικείμενο σφοδρότατης κριτικής από την αντιπολίτευση στην Ελλάδα και την Κύπρο ως μη βιώσιμες.
Ο Μακάριος ισχυρίστηκε αργότερα ότι τις αποδέχτηκε υπό το κράτος αφόρητων πιέσεων, ενώ μόνο ο Γεώργιος Παπανδρέου από τους ηγέτες της αντιπολίτευσης στήριξε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στη συνεδρίαση της Βουλής που συζήτησε τις συμφωνίες αυτές:
“Αι συμφωνίαι, αι οποίαι υπεγράφησαν από την ηγεσίαν του κυπριακού λαού και ήρχισαν εφαρμοζόμεναι, δεν είναι δυνατόν, δεν είναι εθνικώς συμφέρον, να ακυρωθούν”, δήλωσε.
Αντιθέτως ο Σοφοκλής Βενιζέλος ήταν κατηγορηματικός:
“Δεν θέλω να είμαι μάντης κακών. Προβλέπω όμως ότι αι υπογραφείσαι συμφωνίαι θα αποδειχθή, εν τη εφαρμογή των, ότι δεν είναι βιώσιμοι και πρέπει να ανατραπούν. Άλλως, πολύ φοβούμαι, ότι θα θρηνήσωμεν νέας εθνικάς συμφοράς”.
Πικρία για το περιεχόμενο των συνθηκών αυτών εξέφρασε και ο στενότερος των συνεργατών του Μακαρίου, επί σειρά ετών πρεσβευτής της Κύπρου στην Αθήνα, Νίκος Κρανιδιώτης:
“Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου υπήρξαν το αποτέλεσμα σκληρής ανάγκης και η κατάληξη ενός διλήμματος, μπροστά στο οποίο η βρετανική κυβέρνηση έθεσε τον κυπριακό λαό και την ηγεσία του: ή τις συμφωνίες ή τη διχοτόμηση. Ο Μακάριος προτίμησε το “μη χείρον”. Στην εκβιαστική αυτή λύση συνέβαλε ιδιαίτερα η κομμουνιστική φοβία της Αμερικής και η συνεχής εκ μέρους της προσπάθειας ΝΑΤΟϊκής ρύθμισης του θέματος. Έτσι στραγγαλίστηκε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού… Οι ελληνικές κυβερνήσεις, παρά τη βαθύτατη συμπάθεια και τη συναισθηματική κλίση που έτρεφαν για τη “μεγάλη ιδέα” της Κύπρου, υφίσταντο συνεχείς πιέσεις, άμεσες ή έμμεσες, από την Αμερική και το ΝΑΤΟ και επιδιώκανε μια ειρηνική λύση του Κυπριακού μέσα στα συμμαχικά πλαίσια”.