Home ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΚΥΠΡΟΣ Το Εφετείο απέρριψε αίτημα της 49χρονης που κατηγορείται για σφετερισμό Ε/κ περιουσιών
Το Εφετείο απέρριψε αίτημα της 49χρονης που κατηγορείται για σφετερισμό Ε/κ περιουσιών

Το Εφετείο απέρριψε αίτημα της 49χρονης που κατηγορείται για σφετερισμό Ε/κ περιουσιών

Ομόφωνα απέρριψε το Εφετείο την Τετάρτη το αίτημα της 49χρονης Γερμανίδας που κατηγορείται για σφετερισμό ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα, για να αφεθεί ελεύθερη υπό όρους, έως την έναρξη της διαδικασίας ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στις 17 Σεπτεμβρίου 2024.

Παραθέτοντας σχετική νομολογία το Εφετείο αποφάσισε «ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εύλογα και ορθά τη διακριτική του εξουσία, διατάσσοντας την κράτηση της εφεσείουσας, με αποτέλεσμα να μην παρέχεται ευχέρεια για παρέμβαση μας» και ως εκ τούτου η έφεση απορρίπτεται.

Σύμφωνα με τον Πρόεδρο του Εφετείου, που εκδίκασε την υπόθεση, η εφεσείουσα που είναι Γερμανίδα υπήκοος, παραπέμφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (το πρωτόδικο Δικαστήριο) όπως παρουσιαστεί στις 17 Σεπτεμβρίου 2024 ενώπιον του Κακουργιοδικείου που συνεδριάζει στην Λευκωσία, προκειμένου να απαντήσει σε 56 κατηγορίες που αφορούν αδικήματα δόλιων συναλλαγών σε ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλο, καθώς και αδικήματα παράνομης κατοχής και χρήσης γης σε σχέση με ακίνητη περιουσία στην κατεχόμενη Κύπρο, η οποία ανήκει σε αριθμό Ελληνοκύπριων.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, η εφεσείουσα μαζί με άλλα πρόσωπα, χρησιμοποιούσε, διαφήμιζε και προωθούσε προς πώληση, περιουσίες Ελληνοκυπρίων που βρίσκονται στον κατεχόμενο Άγιο Αμβρόσιο Κερύνειας. Η εφεσείουσα αντιμετωπίζει επίσης και μια κατηγορία για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από τις πιο πάνω κατ’ ισχυρισμό παράνομες δραστηριότητες.

Μετά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για παραπομπή της εφεσείουσας ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στις 17 Σεπτεμβρίου 2024, η κατηγορούσα αρχή υπέβαλε αίτημα όπως η εφεσείουσα παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία. Το αίτημα της στηρίχθηκε αποκλειστικά στον κίνδυνο μη προσέλευσης της εφεσείουσας στην Δίκη της.

Σημειώνεται ότι η κατηγορούσα αρχή παρουσίασε στο πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να αποδείξει την πιθανότητα καταδίκης, μαρτυρικό υλικό  σύμφωνα με το οποίο η εφεσείουσα είναι ιδρυτής και διευθύντρια γερμανικής εταιρείας, η οποία διαφημίζει και προωθεί προς πώληση οικίες που βρίσκονται σε τουριστικά συγκροτήματα στον Άγιο Αμβρόσιο Κερύνειας που έχουν αναγερθεί παράνομα σε περιουσίες Ελληνοκυπρίων. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι οι δεσμοί της εφεσείουσας η οποία είναι Γερμανίδα υπήκοος με την Κύπρο, περιορίζονται μόνο σε ιδιοκτησία ακινήτου στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, γεγονός που επαυξάνει τον κίνδυνο φυγοδικίας.

Προστίθεται ότι η υπεράσπιση έφερε ένσταση στην αιτούμενη κράτηση, υποδεικνύοντας ότι οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει η εφεσείουσα δεν είναι ιδιαιτέρως σοβαρές αφού τιμωρούνται με μέγιστη ποινή φυλάκισης τα 7 χρόνια.

Αναφέρεται ότι ως προς το ενδεχόμενο καταδίκης, η θέση της υπεράσπισης ήταν ότι με βάση το κατατεθέν μαρτυρικό υλικό, αυτό καθίσταται απομακρυσμένο, επειδή η εφεσείουσα ενήργησε καλόπιστα χωρίς να γνωρίζει ότι τα ακίνητα επί των οποίων ανεγείρονται τα συγκροτήματα, ανήκουν σε Ελληνοκύπριους πρόσφυγες.

Υπενθυμίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, έκρινε ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας είναι ορατός σε τέτοιο βαθμό, που δικαιολογεί το αίτημα της κατηγορούσας αρχής για κράτηση. Λέχθηκε επί του προκειμένου ότι καταδεικνύεται από το μαρτυρικό υλικό, σοβαρό ενδεχόμενο καταδίκης της εφεσείουσας, η οποία δεν έχει ιδιαίτερους δεσμούς με την Κύπρο. Κρίθηκε παράλληλα ότι δεν έχουν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις της εφεσείουσας που να αποτρέπουν τον κίνδυνο φυγοδικίας της, πέραν της αναγκαιότητας να βρίσκεται στην Γερμανία για τους σκοπούς της εταιρείας της.

Σημειώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και τις προϋποθέσεις εφαρμογής του Νόμου 121 (Ι)/2016. Με παραπομπή σε νομολογία, έκρινε ότι η εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω Νόμου, προϋποθέτει κατάληξη του Δικαστηρίου ότι με βάση τις αρχές της Κυπριακής Νομοθεσίας και Νομολογίας, η παρουσία του κατηγορούμενου στη δίκη μπορεί να διασφαλιστεί με όρους. Μόνο τότε θα πρέπει το Δικαστήριο να προχωρήσει να εξετάσει τους δεσμούς του κατηγορούμενου με το κράτος διαμονής του, δυνάμει του πιο πάνω Νόμου.

Αναφέρεται ακόμη ότι η εφεσείουσα με την έφεσή της, αμφισβητεί την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με τον μοναδικό λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι η διαταγή για κράτηση εκδόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραβλέποντας ουσιαστικά τις πρόνοιες του Νόμου 121(Ι)/2016.

Τονίζεται ότι η εφεσείουσα είναι Γερμανίδα υπήκοος, η οποία δεν ομιλεί ούτε Αγγλικά ούτε Ελληνικά και δεν έχει κανένα συγγενή ή γνωστό στην Κυπριακή Δημοκρατία. Λογικό θα ήταν να αιτηθεί, σύμφωνα με τον συνήγορο της, όπως αφεθεί ελεύθερη με όρους, τους οποίους θα αποφασίσει το Δικαστήριο.

Υποστηρίζεται επίσης ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές συνθήκες της εφεσείουσας και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε εσφαλμένα το γεγονός ότι η εφεσείουσα σε περίπτωση που παραμείνει υπό κράτηση θα καταστραφεί όλη της η ζωή και η εταιρεία της αφού είναι η μοναδική μέτοχος και υπάλληλος.

Από την πλευρά της, η συνήγορος για την Δημοκρατία υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, αφού σύμφωνα με το μαρτυρικό υλικό και την ανυπαρξία δεσμών της εφεσείουσας με τις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές, ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Μεταξύ άλλων, το Εφετείο, σημειώνει στην απόφασή του ότι «στην παρούσα υπόθεση, διαπιστώνουμε ότι η σοβαρότητα των αδικημάτων που η εφεσείουσα αντιμετωπίζει, είναι δεδομένη. Αυτό δεν προκύπτει μόνο από το ύψος της ποινής αλλά και από την ίδια την φύση των αδικημάτων που άπτονται της καταπάτησης ελληνοκυπριακών περιουσιών ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής και της εδώ και 50 χρόνια παράνομης κατοχής μεγάλου μέρους της πατρίδας μας, από τα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα».

Σημειώνεται ακόμη ότι είναι σαφές ότι από την στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η κράτηση ήταν επιβεβλημένη για την παρουσία της εφεσείουσας στην δίκη της, δεν ετίθετο ζήτημα εφαρμογής των προνοιών του Νόμου 121(Ι)/2016.

Ανεξαρτήτως τούτου, όπως αναφέρεται, και επί της ουσίας «κρίνουμε ως ορθή την θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι δεσμοί της εφεσείουσας με τις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, είναι ανύπαρκτοι αφού όπως αναφέρθηκε είναι ιδιοκτήτρια περιουσίας στα κατεχόμενα».

ΚΥΠΕ

Send this to a friend