Η γνωστή – άγνωστη ιστορία της ζωής της καρκινοπαθούς Χριστοδούλας
Το καλοκαίρι του 1974, σημάδεψε τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Η βάναυση τουρκική εισβολή σκόρπισε τον θάνατο, προσφυγοποίησε χιλιάδες ανθρώπους. Το έγκλημα που συνετελέστηκε σε βάρος της Κύπρου τον Ιούλιο του 1974, ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου με τη δεύτερη φάση της εισβολής και την κατάληψη από τα κατοχικά στρατεύματα, της Αμμοχώστου.
Την πόλης όπου ζούσε και η 70χρονη αγρότισσα Χριστοδούλα, η οποία πέραν του δράματος που περνούσε η Κύπρος, περνούσε και το δικό της προσωπικό δράμα, καθώς έδινε μια δική της προσωπική μάχη. Την μάχη με τον καρκίνο.
Ήταν 26 Αυγούστου όταν εγκλωβισμένη στον Άγιο Μέμνονα της Αμμοχώστου, μεταφέρθηκε από τις ειρηνευτικές δυνάμεις στην Δερύνεια και από εκεί, με μια βαλίτσα στο χέρι, περπάτησε ακούραστα για δέκα χιλιόμετρα, μέχρι το χωριό Σωτήρα. Εκεί όπου άφησε την τελευταία της πνοή κάτω από ένα δέντρο, κοντά στο οποίο σήμερα στήθηκε ένα μνημείο προς τιμή της.
Η ιστορία της Χριστοδούλας έγινε σύμβολο αγώνα κατά του καρκίνου, κινητοποιώντας από το 1976 μέχρι και σήμερα, χιλιάδες κόσμο σε ολόκληρη την Κύπρο.
Η Χριστοδούλα δεν υπήρξε μόνο ο άνθρωπος που πάλεψε με τον καρκίνο. Είχε τα χαρακτηριστικά μιας δυναμικής γυναίκας της εποχής, που η αγκαλιά της χωρούσε όλον τον κόσμο. Και αν όχι όλο τον κόσμο… όλο το χωριό. Άλλωστε αυτό αναφέρουν και μαρτυρίες.
«Το σπίτι της ήταν ανοικτό για όλο το χωριό»
Η Κύπρος τότε ήταν ένα χωριό. Γνώριζε πολύ καλά ο ένας τον άλλο και δεν υπήρχε τίποτα να τους χωρίζει παρά μόνο λίγα μέτρα απόστασης. Έτσι τουλάχιστον συνέβαινε στην Αμμόχωστο. Η Χριστοδούλα, ήταν από τις μορφές εκείνες των γυναικών που δεν μιλούσαν πολύ, αλλά έκρυβαν μέσα τους μεγάλη δύναμη. Αυτή της γυναίκας που εργαζόταν σκληρά στα περβόλια και διαμοίραζε τα δεδουλευμένα της σε όσους τα είχαν ανάγκη. Αυτά είναι τα πρώτα που εξιστορεί στον REPORTER ο εγγονός της Χριστοδούλας, Αντώνης Κωνσταντίνου, της οικογένειας Ττοφίνη, φέρνοντας στο μυαλό του την εικόνα της.
Η γιαγιά Χριστουδούλα, μαγείρευε μεγάλες μερίδες φαγητών. Το σπίτι της ήταν συσσίτιο και η ίδια είχε έγνοια τις οικογένειες που δεν είχαν φαγητό και καθημερινά περνούσε από εκεί να τους αφήσει μερίδες από το δικό τους. Δεν της άρεσε να υποφέρει κανείς από όσους γνώριζε. Εδινε με τον τρόπο για αυτούς, ό,τι μπορούσε.
Μητέρα τεσσάρων παιδιών και γιαγιά οκτώ εγγονιών, η Χριστοδούλα, έδινε χαρά με την παρουσία της, την οποία πολλές φορές οι ίδιοι αποζητούσαν. Ο κ. Αντώνης θυμάται πως προτιμούσε πολλές φορές να κοιμάται στο σπίτι της. Είχε κρεβάτια από εκείνα τα μεγάλα και ψηλά που στο τελείωμά τους είχαν κουνουπιέρα. Ένιωθε ασφάλεια κοντά της. Γνώριζε μάλιστα πως, το επόμενο πρωί το σπίτι θα ήταν γεμάτο κόσμο. Τι καλύτερο για ένα παιδί; Κόσμος ο οποίος θα περνούσε για την χαιρετήσει, θα περνούσε να πάρει τρόφιμα ή να πάρει την συμβουλή της. Τέτοια ήταν η Χριστοδούλα, έβρισκε χρόνο για όλα.
Δεν θύμωνε ποτέ, ούτε διαμαρτυρόταν ακόμα και αν πονούσε. Το χαμόγελό της είναι αυτό που έχει μείνει έντονα ως χαρακτηριστικό του προσώπου της στον κ. Αντώνη, ενώ μεγαλώνοντας αντιλαμβάνεται τη δύναμη που έκρυβε μέσα της η γιαγιά Χριστοδούλα. Θυμάται χαρακτηριστικά, πως ένα βράδυ ενώ κοιμόταν μαζί με της, είχε πέσει από το κρεβάτι. Δεν διαμαρτυρήθηκε.
Υπέμεινε ήσυχα όλο το βράδυ, λέγοντας πως δεν συνέβη κάτι κακό, μέχρι την επόμενη μέρα που θα επισκεπτόταν το νοσοκομείο για να δέσει το χέρι της στο γύψο. Ακόμη και τότε, που την κτύπησε η επάρατη νόσος, δεν διαμαρτυρήθηκε, αντίθετα, η ίδια έδινε δύναμη στο γιατρό της τότε, Δημήτρη Σουλιώτη, με την πρόταση του οποίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη πορεία στο όνομα της ασθενούς του Χριστοδούλας, η οποία και καθιερώθηκε το 1976 από τον Αντικαρκινικό Σύνδεσμο.
Αν και δεν εμπλέκονται αρκετά στη διοργάνωση της πορείας, η περηφάνια που νιώθει η οικογένεια είναι μεγάλη, μιας και ο καρκίνος κτύπησε για δεύτερη φορά την οικογένεια επιφέροντας τον θάνατο και στον πατέρα του κ. Αντώνη, γιου της Χριστοδούλας, ο οποίος έχασε την μάχη πριν απο δέκα χρόνια. Ο οποίος πατέρας τους, όπως ανέφερε ο κ. Αντώνης, είχε κοινά στοιχεία του χαρακτήρα της γιαγιάς του. Δεν μιλούσε πολύ, ούτε διαμαρτυρήθηκε ποτέ αλλά υπέμεινε καρτερικά τον θάνατό του.
«Ένας λόγος παραπάνω για να φτιάξω εγώ το μνημείο»
Λίγα χρόνια πριν, ο Αντικαρκινικός Σύνδεσμος δέχθηκε με μεγάλη έκπληξη μια επιστολή. Μια επιστολή από τη μοναδική εγγονή που πήρε το όνομα της Χριστοδούλας. Την επιστολή συνόδευε μια σπάνια φωτογραφία στην οποία απεικονιζόταν το σύμβολο ελπίδας των καρκινοπαθών, η Χριστοδούλα. Με αφορμή την επιστολή αυτή, ο Δήμος Σωτήρας αποφάσισε την ανέγερση νέου μνημείου στο σημείο όπου άφησε την τελευταία της πνοή, το οποίο σε λίγους μήνες θα πάρει σάρκα και οστά.
Το μνημείο ανέλαβε ο γνωστός Κύπριος γλύπτης, Φίλιππος Γιαπάνης. Δεν θα μπορούσε να είναι άλλος στη θέση αυτή και τούτο διότι, πέραν από τις ικανότητές του ως καλλιτέχνης, -για τις οποίες ουκ ολίγες φορές μας έκανε περήφανους-, έχει ένα λόγο παραπάνω για να βγάλει εις πέρας το έργο που του ανατέθηκε.
Η Χριστοδούλα για τον κ. Γιαπάνη δεν είναι απλά ένα ακόμη μνημείο, αλλά όπως μας ανέφερε, ως άνθρωπος είναι αυτή που μεγάλωσε τον πατέρα του όταν αυτός και τα αδέλφια του ορφάνεψαν. Το μνημείο είναι για αυτόν ένα μεγάλο ευχαριστώ, που δεν κατάφερε ποτέ να της πει, για όσα πρόσφερε στο πατέρα του και στην οικογένεια του, που ήταν γείτονες τότε στην Αμμόχωστο.
Πέρασαν πολλά χρόνια, έφηβος τότε ο κ. Γιαπάνης, δεν θυμάται καθαρά το πρόσωπο της Χριστοδούλας, παρά μόνο ότι ήταν περήφανος άνθρωπος και κανένας δεν είχε να πει κάτι κακό για την ίδια. Η δυσκολία που είχε να αντιμετωπίσει για να βρει περισσότερα στοιχεία για το πρόσωπό της, τον οδήγησαν σε έρευνα και σε ανθρώπους που την γνώριζαν καλά.
Εκεί ανακάλυψε λεπτομέρειες, όπως το γεγονός πως αν και καλοκαίρι, η Χριστοδούλα δεν φορούσε ποτέ σανδάλια ή παντόφλες, αλλά πάντα κλειστά παπούτσια, γιατί όπως του εξήγησαν κοντινά της πρόσωπα, το θεωρούσε υποτιμητικό. Ήταν περήφανος άνθρωπος η Χριστοδούλα. Αυτή ήταν μια μικρή λεπτομέρεια που βοήθησε την πορεία του έργου.
Το μνημείο θα είναι μια μεγάλη σιδηροκατασκευή, που θα απεικονίζει την Χριστοδούλα να περπατάει με μια βαλίτσα, άτσαλα φτιαγμένη, αφού τα μισά ρούχα θα κρέμονται έξω απ΄αυτήν. Άτσαλα, όπως βιάστηκα έφυγε από το σπίτι για να φτάσει, εξαθλιωμένη και εξαντλημένη από τον καρκίνο κάτω από την πορτοκαλιά, όπου άφησε την τελευταία της πνοή.