Home ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΚΥΠΡΟΣ Επίτροπος Διοίκησης: Αλλαγή νόμου για σύνταξη χηρείας σε άνδρες
Επίτροπος Διοίκησης: Αλλαγή νόμου για σύνταξη χηρείας σε άνδρες

Επίτροπος Διοίκησης: Αλλαγή νόμου για σύνταξη χηρείας σε άνδρες

Την τροποποίηση άρθρου του Νόμου περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων εισηγείται η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μαρία Στυλιανού-Λοττίδη, σε Εκθεσή της, υπό την ιδιότητα του Φορέα Ισότητας και Καταπολέμησης των Διακρίσεων, σε σχέση με διάκριση λόγω φύλου στις προϋποθέσεις του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου για παροχή σύνταξης χηρείας στους άνδρες δικαιούχους. 

Όπως αναφέρεται στην Έκθεση, τα παράπονα τα οποία αποτέλεσαν την αφορμή για την Έκθεση, στρέφονται εναντίον των αποφάσεων των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΥΚΑ) να απορρίψουν ή να παραλείψουν να απαντήσουν σε αιτήσεις ανδρών για σύνταξη χηρείας, επειδή οι γυναίκες σύζυγοί τους είχαν αποβιώσει πριν την 1η Ιανουαρίου 2018, αφού σύμφωνα με το άρθρο 41 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, όπως τροποποιήθηκε το 2019, δικαίωμα σε σύνταξη χηρείας αποκτάται μόνο εφόσον ο/η σύζυγος απεβίωσε κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2018.

Διευκρινίζεται ότι πριν την τροποποίηση του Νόμου, οι ίδιες αιτήσεις είχαν απορριφθεί ή θα είχαν δυνητικά απορριφθεί στη βάση των προϋποθέσεων του άρθρου 41(2), αφού άντρας χήρος μόνο εάν κατά το χρόνο του θανάτου της συζύγου του ήταν μόνιμα ανίκανος για αυτοσυντήρηση και συντηρείτο από την αποβιώσασα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, αποκτούσε δικαίωμα σε σύνταξη χηρείας. Αντιθέτως, γυναίκα χήρα μπορούσε να λάβει σύνταξη και στην περίπτωση που κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου της απλώς συζούσε με αυτόν, χωρίς οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση.

Κατά συνέπεια, προστίθεται, οι παραπονούμενοι τόσο πριν, όσο και μετά την τροποποίηση του άρθρου 41 του Νόμου, δεν μπορούσαν να αποκτήσουν δικαίωμα σε σύνταξη χηρείας, οι δε σχετικές αποφάσεις των ΥΚΑ είχαν έρεισμα στη νομοθεσία.

Η Έκθεση αναφέρεται στην απόφαση Χατζηκυπρή και ότι με την απόφαση αυτή το άρθρο 41, ως ίσχυε πριν την τροποποίησή του, έχει κηρυχθεί ως αντισυνταγματικό. Έπεται ότι, η διάταξη, επί της οποίας η διοίκηση είχε βασίσει τις αποφάσεις της ή/και εξαιτίας της οποίας οι άντρες χήροι δεν προχωρούσαν στην υποβολή αίτησης, αφού δεν θα θεωρούνταν δικαιούχοι βάσει του προηγούμενου Νόμου, δεν μπορεί πλέον να παράγει οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα, αναφέρει η Έκθεση.

Με την τροποποίηση της εν λόγω διάταξης το 2019, παρόλο που η αντισυνταγματικότητα θεραπεύεται για τις περιπτώσεις ανδρών χήρων των οποίων οι γυναίκες έχουν αποβιώσει ή θα αποβιώσουν μετά την 1η Ιανουαρίου 2018, η αντισυνταγματικότητα δεν θεραπεύεται για εκείνους των οποίων οι σύζυγοι απεβίωσαν προγενέστερα, οι οποίοι μόνο ενδεχομένως μέσω της δικαστικής οδού και μιας νέας δικαστικής απόφασης θα μπορούσαν να αποκτήσουν σχετικά δικαιώματα.

Συνεπώς, αναφέρει η Εκθεση, για αυτή την ομάδα ανδρών παραμένει η παραβίαση της αρχής της ισότητας, λόγω ενός νομοθετικού κενού που τους αποκλείει από ευνοϊκές ρυθμίσεις, για λόγους που ανάγονται αποκλειστικά στο φύλο τους.

Σημειώνεται ότι το νομοθετικό αυτό κενό, προς άρση της αντισυνταγματικότητας καθολικά για όλους τους επηρεαζομένους, δεν μπορεί να αναπληρωθεί παρά μόνο με νομοθετική πρωτοβουλία του ίδιου του Υπουργείου Εργασίας και των ΥΚΑ, μέσω της κατάθεσης σχετικού νομοσχεδίου.

Όπως αναφέρεται, «αντ’ αυτού, οι ΥΚΑ φαίνεται να τηρούν μια στάση ουδετερότητας, ωσάν να μην τους αφορά  η προβληματικότητα της παρούσας κατάστασης και επιλέγοντας να ταλαιπωρούν τους επηρεαζόμενους, καλώντας τους κάθε φορά να προσφύγουν οι ίδιοι στο δικαστήριο, κάτι που πιθανόν να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία με αυτό τον τρόπο δύο νέων κατηγοριών προσώπων (αυτοί που προσέφυγαν στο δικαστήριο και αυτοί που για ποικίλους λόγους δεν προσέφυγαν), οι οποίες αντιμετωπίζονται ανόμοια, παρόλο που τα πραγματικά περιστατικά τους είναι όμοια».

Μια τέτοια αντιμετώπιση, υπογραμμίζεται, «συνιστά μορφή κακοδιοίκησης, και δημιουργούν αντιφατική συμπεριφορά απέναντι σε πρόσωπα που τελούν κάτω από ίδιες και/η σε όμοιες περιπτώσεις, προσβάλλοντας την καλή πίστη της Διοίκησης, αφού η αρμόδια Υπηρεσία, αντί να επιλύσει θεσμικά ένα ζήτημα, το οποίο άπτεται θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, επιλέγει να το αγνοεί, να φορτώνει άσκοπα διαδικαστικά βάρη στους πολίτες και να επιμένει σε τυπικά ορθές, αλλά ουσιαστικά άδικες, αποφάσεις, που δημιουργούν νέα διάκριση με βάση το χρόνο θανάτου, ενός προσώπου συγκεκριμένου φύλου».

Σημειώνεται δε περαιτέρω, πως «ήδη η Διοίκηση αναγνωρίζει αυτή την διάκριση, παρότι, εφόσον κατά την επανεξέταση συμμορφούμενη με το δεδικασμένο, ήρε την διάκριση έναντι του αιτητή στην προσφυγή ακολουθώντας την γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα».

«Η άτυπη αυτή διαδικασία που ακολουθείται από την Διοίκηση, να εξετάζει διαφορετικά κάθε περίπτωση, για τυχόν άρση της διάκρισης την οποία φαίνεται να αναγνωρίζει ότι τέθηκε με τον χρονικό περιορισμό στο τροποποιητικό νόμο, ανάλογα αν ο διοικούμενος προσέφυγε ή όχι στο δικαστήριο και πέτυχε ακύρωση, δημιουργεί μια νέα διάκριση, παρότι η τροποποιητική νομοθεσία εξακολουθεί να ισχύει και είναι ίση άπεναντι σε όλους τους πολίτες».

Με τη συμπεριφορά της αυτή, τονίζεται στην Έκθεση, «δημιουργεί πολίτες δυο ταχυτήτων: σε αυτούς που έχουν την οικονομική δυνατότητα να προσφύγουν στην δικαιοσύνη και σε αυτούς που δεν την έχουν».

Υπό το φως των πιο πάνω, η Επίτροπος εισηγείται όπως η αρμόδια Υπηρεσία, σε συνεργασία με το αρμόδιο Υπουργείο, εξετάσουν το ενδεχόμενο υποβολής νέου νομοσχεδίου  προς τη Βουλή για νέα τροποποίηση του άρθρου 41 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, απαλείφοντας τον περιορισμό που τίθεται στη βάση του χρόνου θανάτου των συζύγων των αιτούντων, ώστε να αίρεται πλήρως η δικαστικώς διαγνωσθείσα διάκριση λόγω φύλου που υπήρχε στον Νόμο πριν την τροποποίησή του κατά το 2019 και ο οποίος συνεχίζει να παράγει δυσμενή αποτελέσματα εις βάρος των παραπονουμένων έως σήμερα.

Send this to a friend