
Ήθελε να κάνει μόνος του τον εισαγγελέα και προχώρησε σε ιδιωτική ποινική δίωξη
Η ιδιωτική ποινική δίωξη είναι δικαίωμα που μπορεί να ασκείται με φειδώ. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, φαίνεται πως ο παραπονούμενος ήθελε να τιμωρήσει μόνος του τις κατηγορούμενες, παρά το ότι είχε κάνει καταγγελία στην Αστυνομία
Οι ποινικές υποθέσεις που αφορούν στο δημόσιο συμφέρον, ακόμα και αν αφορούν ιδιώτες, αποτελούν πεδίο άσκησης των συνταγματικών εξουσιών του γενικού εισαγγελέα. Αυτή είναι η ξεκάθαρη θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αίτημα πολίτη για έκδοση προνομιακού διατάγματος Certiorari, μετά από τερματισμό ιδιωτικής ποινικής δίωξης που είχε ασκήσει κατά γυναικών, ο οποίος είχε κατηγορήσει για πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απάλλαξε τις γυναίκες. Οι γυναίκες απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες, καθώς το δικαστήριο είχε κάνει δεκτή ένσταση της υπεράσπισης των κατηγορουμένων για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, βάσει της απουσίας ουσιαστικού δικαιώματος του παραπονούμενου να προχωρήσει σε ιδιωτική ποινική δίωξη.
Σε ρόλο Αστυνομίας
Ο παραπονούμενος πολίτης «είχε εγείρει στο Επαρχιακό Δικαστήριο τη θέση ότι ναι μεν είχε υποβάλει καταγγελία στην Αστυνομία για την υπόθεση, πλην όμως προωθεί την ιδιωτική ποινική διαδικασία με σκοπό ‘την τιμωρία των κατηγορουμένων από τον ίδιο, διότι δεν μπορεί να αφήνεται στην κρίση της Αστυνομίας η προώθηση των υποθέσεων’».
Το Επαρχιακό Δικαστήριο, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, διέκοψε τη διαδικασία και απάλλαξε τις κατηγορούμενες. Στην απόφαση αναφερόταν πως «η ιδιωτική ποινική δίωξη αποτελεί δικαίωμα το οποίο ασκείται με φειδώ, παρόλο που δεν έχει ακουσθεί μαρτυρία, καταλήγω ότι η εισήγηση της υπεράσπισης ευσταθεί.
Είναι η κρίση του παρόντος δικαστηρίου ότι το αδίκημα το οποίο αφορά το κατηγορητήριο αποτελεί τέτοιας φύσεως αδίκημα, στο οποίο ενυπάρχει το στοιχείο του δημοσίου συμφέροντος και συνεπώς, αρμόδιο πρόσωπο άσκησης δίωξης για τη διάπραξή του είναι ο γενικός εισαγγελέας. Πρόκειται για αδίκημα τέτοιας φύσεως, που η διερεύνησή του απαιτεί τη διενέργεια ανακριτικού έργου από την Αστυνομία, έτσι ώστε να μπορέσει η δικαιοσύνη να απονεμηθεί ορθά και ακριβοδίκαια».
Υπήρχαν και άλλοι τρόποι
Το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε την πρωτόδικη απόφαση, σημειώνοντας πως «χωρίς να παραγνωρίζεται, βεβαίως, η αρχή πως το θύμα του εγκλήματος έχει το δικαίωμα να προβεί στη δίωξη του δράστη, η νομολογία αναγνώρισε τη σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου να ανακόψει ποινική διαδικασία, εάν κρίνει πως γίνεται για άλλους σκοπούς από εκείνους για τους οποίους προορίζεται».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, είχε κριθεί ότι ο παραπονούμενος ήθελε να τιμωρήσει μόνος του τους κατ’ ισχυρισμό δράστες της επίθεσης εναντίον του, ενώ θα μπορούσε να αφήσει την υπόθεση στον γενικό εισαγγελέα και ο ίδιος να ακολουθήσει αστική διαδικασία για αποζημιώσεις.
Το Ανώτατο σημείωσε πως το Επαρχιακό Δικαστήριο «ενδεχομένως να έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή αρχών, όμως δεν ενήργησε άνευ εξουσίας».
Θα μπορούσε να γίνει έφεση
Το Ανώτατο στην απόφασή του επικαλείται άλλες αποφάσεις για παρόμοιας φύσης υποθέσεις, σημειώνοντας μεταξύ άλλων πως η πλευρά του παραπονούμενου, αντί για αίτηση έκδοσης προνομιακού διατάγματος Certiorari για ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης, θα μπορούσε να ασκήσει έφεση, κάτι που δεν έπραξε.
Έφεση δεν ασκήθηκε ούτε από τον γενικό εισαγγελέα και έτσι η υπόθεση οδηγήθηκε στην απόρριψη και στην απαλλαγή των κατηγορουμένων, κάτι που ισοδυναμεί με αθώωση, έστω και αν αυτό δεν αναφέρεται στο λεκτικό της απόφασης.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι πολίτες έχουν το δικαίωμα άσκησης ιδιωτικής ποινικής δίωξης, αλλά τον τελικό λόγο ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να τον έχει ο γενικός εισαγγελέας, ο οποίο κατά το Σύνταγμα έχει την εξουσία να διακόπτει ή να ασκεί κατά την κρίση του ποινικές διώξεις.
Πηγή: Πολίτης