«Και δέκα εκρήξεις να γινόντουσαν, ο Μίλτος και ο Χρίστος θα έφευγαν πρώτοι»
«Όταν έγινε η έκρηξη ένιωσα μέσα μου μία φοβερή ζέστη, να κάφκονται τα σωθηκά μου. Εκείνη τη στιγμή, χωρίς λόγο άρχισαν να τρέχουν τα μάτια μου. Δεν έκλαιγα, έτρεχαν τα μάτια μου λες και είχα αλλεργία. Όταν ακούσαμε από το ραδιόφωνο για την έκρηξη, ο άνδρας μου ήθελε να πάει στη ναυτική βάση και του είπα “δεν χρειάζεται, ο Μίλτος και ο Χρίστος έφυγαν”».
Αυτά είναι τα λόγια της Πόπης Χριστοφόρου, της μάνας που έγινε σύμβολο για όλους. Σύμβολο πόνου, αφού τόσο άδικα έχασε τα δίδυμα της αγόρια, την ημέρα που δεν ξημέρωσε ποτέ και γράφτηκε με τα πιο μελανά χρώματα, στην ιστορία της Κύπρου. Μία μάνα που ένιωσε μέσα της το χαμό των παιδιών της, πριν ακόμη ενημερωθεί γι’ αυτό.
Πάλεψε σκληρά, έδωσε μάχες για να βρει τη δικαίωση για τον χαμό των παιδιών της. Μία δικαίωση που δεν ήρθε με τον πατροπαράδοτο τρόπο, αφού δεν μπήκαν φυλακή αυτοί που ευθύνονταν για την τραγωδία. Όμως δικαίωση κατάφερε να βρει. Και αυτό μέσα από τη μετατροπή του τόπου, που έγινε κόλαση, σε προσωπικό της καταφύγιο.
Η κα. Πόπη Χριστοφόρου ήταν μία από τις πρωτεργάτριες, που πάλεψαν για να ανεγερθεί η εκκλησία, που τώρα συντροφεύει τους δεκατρείς μαρμάρινους σταυρούς, που αναγράφουν τα ονόματα των ηρώων εκείνης της ημέρας. Σήμερα, έντεκα χρόνια μετά, η εκκλησία των Κύπριων νεομαρτύρων δέχτηκε για δεύτερη φορά τους συγγενείς των παλληκαριών, την Πολιτεία και όσους τιμούν την μνήμη τους, για να τους μνημονεύσουν.
Η μητέρα των διδύμων, που όπως ήρθαν μαζί στη ζωή έτσι και έφυγαν, μιλά στον REPORTER και θυμάται όλα εκείνα που έζησε την 11η Ιουλίου 2011, το αίσθημα της γαλήνης πριν την φουρτούνα που ένιωθε μέσα της, γνωρίζοντας ότι τα παιδιά της έφυγαν. Μιλά για τη μεγαλύτερη τραγωδία, μετά τον χαμό των δεκατριών ηρώων, αλλά και για τον τρόπο που κατάφερε να μετατρέψει το χώρο, στην εικόνα που βλέπουμε σήμερα.
11 Ιουλίου 2011…
Οι μνήμες είναι ακόμη νωπές. Σαν ταινία που άρχισε να προβάλλεται, οι εικόνες ξεπηδούσαν η μία μετά την άλλη στο μυαλό της. «Την έκρηξη την έζησα πριν την έκρηξη». Έτσι άρχισε την περιγραφή της από εκείνη την αποφράδα μέρα…
«Από τις 4:30 μιλούσα με τα παιδιά μου τηλεφωνικώς και μου περιέγραφαν τι γινόταν, τι έβλεπαν. Μου έλεγαν “είναι μία κόλαση μάμα, ένας πανικός”. Μίλησα μαζί τους για 26 δευτερόλεπτα και μου είπαν “μάμα μην ανησυχείς, είμαι με τον αδελφό μου”. “Ντάξει γιε μου, κάνετε το σταυρό σας και ό,τι γίνει θα είναι για καλό”. Που να ήξερα, που να καταλάβαινα τι γινόταν εκείνη την ώρα. Έκλεισα το τηλέφωνο και έγινε η έκρηξη. Εμείς ήμασταν στο αυτοκίνητο και πηγαίναμε στη ναυτική βάση.
Εγώ δεν είμαι ο άνθρωπος του κλιματισμού, αλλά εκείνη την ώρα ένιωθα μέσα μου μια φοβερή ζέστη, να κάφκονται τα σωθηκά μου. Είπα στον άνδρα μου “Μιχάλη μου, μα δεν έχει air condition το αυτοκίνητο;” και μου είπε “για όνομα του Θεού, εν στο φουλ”. Εκείνη τη στιγμή, χωρίς λόγο άρχισαν να τρέχουν τα μάτια μου. Δεν έκλαιγα, έτρεχαν τα μάτια μου λες και είχα αλλεργία.
Πήγαμε στο σπίτι, ακούγαμε τις σειρήνες της Πυροσβεστικής και των ασθενοφόρων και ακούσαμε στο ραδιόφωνο ότι έγινε έκρηξη στο Μαρί. Ο Μιχάλης μου ήθελε να πάει πίσω και του είπα “δεν χρειάζεται να πάμε, ο Μίλτος και ο Χρίστος έφυγαν”. Μου είπε “πώς είσαι τόσο σίγουρη;” και του είπα “είμαι σίγουρη”. Ένιωθα ένα συναίσθημα γαλήνης, σαν την προνάρκωση, σαν τη ναυτία, χωρίς να ζαλίζομαι.
Του είπα να πάμε στις Πρώτες Βοήθειες, για να δούμε τι γίνεται με τους φίλους των παιδιών μας. Πράγματι, πήγα εκεί, συνάντησα εκείνους που συνάντησα και ήθελαν να μας μιλήσουν ότι υπάρχουν τραυματίες στη Λευκωσία και αν ανάμεσα σε αυτά ήταν και τα παιδιά μάς. Ήταν μία εξαίρετη κυρία εκεί, που μας ενημέρωνε και της είπα “καλή μου, ο Μίλτος μου και ο Χρίστος μου έφυγαν”».
Η τελευταία φωτογραφία των διδύμων, πριν φύγουν από τη ζωή
Η επιστροφή στη ναυτική βάση
Μετά τις πρώτες βοήθειες, η κα. Πόπη θέλησε να επιστρέψει στο σημείο που έγινε ο χώρος θυσίας των δύο δίδυμων γιων της. Εκεί που έφυγαν, στην προσπάθειά τους να βοηθήσουν, με όποιο τρόπο μπορούσαν, για να μην υπάρξει μεγάλο κακό.
«Έφυγα από τις πρώτες βοήθειες και επέστρεψα στη ναυτική βάση, για να δω αν μπορούσα να βρω κάτι από τα παιδιά μου. Γι’ αυτό, βγήκα με κόκκινο σε κάποιους, επειδή ακόμη και μετά από έντεκα χρόνια, αυτά που είδαν τα μάτια μου, τι μυρίστηκα, είναι συγκλονιστικά. Ο καλύτερος σκηνοθέτης, αν ήθελε να κάνει την έκρηξη, δεν θα μπορούσε να την κάνει όσο τέλεια είχε γίνει τότε. Δεν θέλω, όμως, να μπω σε λεπτομέρειες.
Είχα πάει με την ροζ τη φανέλα μου και διερωτώνταν όλοι ποια είμαι και μέχρι τις 14 του Ιούλη, που έγινε η ταφή των παιδιών μου, πηγαίναμε στη ναυτική βάση και ξέρω από πρώτο χέρι τι γινόταν και τι όχι.
Η μεγαλύτερη τραγωδία ήταν ότι κάποιοι, δεν ξέρω ποιοι, έδωσαν άδεια σε κάποιους να μπουν στο χώρο με τα αυτοκίνητά τους, να μαζέψουν σιδερικά, επειδή η βάση ήταν ξέφραγο αμπέλι. Έμπαιναν και μάζευαν τα μέταλλα και τα σίδερα. Αυτοί οι άνθρωποι πατούσαν πάνω στις σάρκες, το αίμα, τα κόκκαλα των ανθρώπων μας, ανακάτωναν για να βρουν μέταλλα, για να τα πουλήσουν πέντε ευρών. Δεν με ήξεραν και τους λέω “τι ψάχνετε εκεί; Γιατί νεκατώνετε;” και μου απάντησαν “κυρία είναι πέντε ευρώ τούτο το κομμάτι”».
Η ανέγερση της εκκλησίας
Σήμερα, στο χώρο της θυσίας των δεκατριών ηρώων, εκτός από τους μεγάλους μαρμάρινους σταυρούς με τα ονόματά τους, κάποιος συναντά και ένα εκκλησάκι. Ένα εκκλησάκι που είναι αφιερωμένο στους νεομάρτυρες της Κύπρου και ανεγέρθηκε, μετά από πρωτοβουλία κάποιων εκ των οικογενειών των ηρώων της μαύρης εκείνης ημέρας.
«Όταν έγινε η έκρηξη στις 11 Ιουλίου 2011, οι περισσότερες οικογένειες είχαμε εκφράσει την επιθυμία να χτιστεί μία εκκλησία, η οποία θα είναι εις μνήμη των 13 θυσιασθέντων. Τότε υπουργός Άμυνας ήταν ο κ. Φώτης Φωτίου, είχε γίνει προκήρυξη διαγωνισμού και τα διαδικαστικά και καταλήξαμε στη θεμελίωση της εκκλησίας, αφιερωμένη στους νεομάρτυρες της Κύπρου.
Το χώμα εκεί ήταν ποτισμένο με το αίμα, τις σάρκες τους, τα οστά τους. Ο χώρος μύριζε. Και αυτή την κόλαση την μετατρέψαμε σε ένα χώρο ειρήνης, σε ένα χώρο που μπορούμε να αντλούμε δύναμη και κουράγιο και ένα χώρο που μπορεί να επισκεφτεί ο κόσμος.
Ο λόγος που θέλαμε να αφιερώσουμε την εκκλησία στους Κύπριους νεομάρτυρες είναι επειδή ζήσαμε μεγάλες στιγμές από την έκρηξη στο Μαρί. Πολιτικές αποφάσεις, δικαστικές αποφάσεις, βλέπαμε το οικοδόμημα της δικαιοσύνης να γκρεμίζεται, χάθηκαν οι πιο απλές αξίες, ένα συγγνώμη δεν ακούστηκε και θέλαμε γενικά τους νεομάρτυρες, επειδή ήταν απλοί μάρτυρες. Σε κάποιους δόθηκαν αξιώματα, πλούτος και δύναμη και απαρνήθηκαν την πίστη τους, όμως μετά είχαν το θάρρος να μαρτυρήσουν για την πίστη τους.
Στους νεομάρτυρες και τους 13 θυσιασθέντες υπάρχει μία συνάφεια, χωρίς να θέλω να πω ότι θα ανακηρυχθούν οι 13 ως νεομάρτυρες. Οι νεομάρτυρες θυσιάστηκαν υπέρ πίστεως και πατρίδος, οι 13 θυσιάστηκαν για το καλό της πατρίδας μας, εν ώρα καθήκοντος και εν καιρώ ειρήνης. Υπάρχει αυτή η συνάφεια. Οι νεομάρτυρες είναι ένα φωτεινό παράδειγμα και πρέπει να είναι ένα παράδειγμα ήθους και αξιών για τη νέα γενιά.
Σε ένα χώρο θυσίας, είναι ό,τι καλύτερο να χτίζεται ένα μνημείο στη μορφή της εκκλησίας, επειδή σε κάθε λειτουργία, ο Χριστός κατεβαίνει στη Γη. Η 11η Ιουλίου 2011 είναι η σύγχρονη ιστορία του τόπου μας. Καμία φορά ο εχθρός δεν είναι μόνο ο εξωτερικός παράγοντας, για την κατάκτηση των συνόρων μας και των εδαφών μας. Στην προκειμένη περίπτωση ο εχθρός ήταν προσωπικός, εσωτερικός και φτάσαμε εκεί που φτάσαμε. Ήταν οι αποφάσεις, η λανθασμένη εκτίμηση, ο εγωισμός που υπήρχε, η αμέλεια μας.
Θεμελιώθηκε η εκκλησία των Κυπρίων νεομαρτύρων, επειδή θέλαμε από αυτή την τραγωδία να βγει κάτι καλό και εκεί κάθε χρόνο θα γίνεται το ετήσιο μνημόσυνο και θα μνημονεύονται οι 13 που έφυγαν εν ώρα καθήκοντος και συνάμα οι Κύπριοι νεομάρτυρες θα γίνονται πιο γνωστοί στον τόπο μας. Ήταν έμπνευση για τον τόπο στην εποχή που ζούσαν και θέλουμε να γίνουν έμπνευση και για μας, για να είμαστε ευγνώμονες για όσα μας έρχονταν».
Μία μορφή δικαίωσης…
Η εδραίωση της εκκλησίας, στον τόπο που οι δεκατρείς ήρωες άφησαν την τελευταία τους πνοή, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μία μορφή δικαίωσης. Αυτή τη δικαίωση, που οι οικογένειες των παλληκαριών αναζητούσαν για χρόνια και ακόμη κάποιοι την αναζητούν…
«Είναι μία μορφή δικαίωσης, για το θάνατο των 13. Ζήσαμε μεγάλες στιγμές στο θέμα δικαιοσύνης. Εγώ δεν γνώριζα που ήταν η Γενική Εισαγγελία, δεν είχα περάσει ποτέ από έξω, επειδή πηγαίναμε στο Κακουργιοδικείο στη Λάρνακα. Στη Γενική Εισαγγελία γνώρισα λειτουργούς, που πήγαμε εκεί για να μας ενημερώσουν.
Σαν μάνα, έχοντας ακόμη ένα παιδί, έπρεπε να μαζέψω τις δυνάμεις μου, να σταθώ στα πόδια μου και να προχωρήσω. Ήμουν ενήμερη για όλες τις εξελίξεις, έπαιρνα θέση, έπαιρνα μέρος, αλλά δεν άφησα να με επηρεάσει. Όλη μου τη δύναμη την έδωσα στον αγώνα να θεμελιωθεί η εκκλησία των νεομαρτύρων, επειδή μέσα σε μία εκκλησία είναι τα πάντα.
Έρχομαι μετά από 11 χρόνια και ευχαριστώ την Παναγιά που με προστατεύει και λέω “τελικά τι είναι δικαιοσύνη; Δικαιοσύνη είναι να βλέπω κάποια ανθρωπάκια να οδηγούνται στο Δικαστήριο, να ακριβοπληρώνουν ένα δικαστή για να τους αθωώσει ή να πέσουν στα μαλακά; Αυτή είναι δικαιοσύνη; Ή Πόπη δικαιοσύνη είναι η ειρήνη που έχεις μέσα στην ψυχή σου; Να δίνεις αγάπη στον κόσμο και σε όσους την έχουν ανάγκη;”. Κατέληξαν πως για μένα, η δικαιοσύνη είναι η ειρήνη, που συνοδεύεται πάντοτε με την αγάπη, την ελπίδα και την πίστη».
Όταν μας έρχεται κάτι μαύρο στη ζωή μας, καλό είναι, με όση πίστη έχει ο καθένας μας, να το μεταμορφώνουμε σε όμορφο. Ίσως να υπάρχει λόγος που έγινε εκείνο το γεγονός. Το ότι θεμελιώθηκε η εκκλησία, για μένα προσωπικά είναι ό,τι καλύτερο. Τώρα πώς νιώθει μία μάνα που της δολοφόνησαν τα παιδιά της, που δεν της παράδωσαν τίποτα; Που της στέρησαν ακόμη και την τελευταία αγκαλιά στα παιδιά της; Δεν έχω λόγια να το περιγράψω, αλλά δεν θα μείνω σε αυτό, επειδή ο άνθρωπος εκτός από σώμα έχει και ψυχή και νιώθω και αισθάνομαι ότι τα παιδιά μου τώρα είναι στο καλύτερο Πανεπιστήμιο που μπορούσαν να πάνε και γι’ αυτό το πράγμα νιώθω χαρά. Νιώθω χαρά που τα παιδιά μου γεύονται την πραγματική ζωή. Σίγουρα μου λείπουν.
Σήμερα θα ήταν 30 ετών και εκεί που θα είχαμε τούρτες, παραγγέλλουμε και κάνουμε κόλλυβα. Είναι όλα μέρος της ζωής και πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε με την πίστη και την ελπίδα μας και αν αγαπούμε αυτούς που έφυγαν, οφείλουμε να συνεχίσουμε. Αν το πάρουμε εγωιστικά, “γιατί σε μένα; Γιατί εκείνο; Γιατί το άλλο;” το μόνο που θα πάθουμε είναι να αρρωστήσουμε.
Ποιοι άλλοι στη θέση μας, θα μπορούσαν να σταθούν εκεί, χωρίς να πάρουν το νόμο στα χέρια τους; Μιλώ για την οικογένειά μου, πάντα. Αντ’ αυτού, ακούγαμε την ξύλινη γλώσσα των πολιτικών, τη λάσπη που έριχναν για την οικογένειά μου, αλλά εμείς αυτή τη γλώσσα την ξύλινη και τη λάσπη, την μαζέψαμε και θεμελιώσαμε την εκκλησία».
Ένας χώρος παρηγοριάς
Η μετατροπή του χώρου της θυσίας των δεκατριών παλληκαριών, σε αυτό που είναι σήμερα, πρόσφερε στην κα. Πόπη ένα καταφύγιο, όπου μπορεί να πηγαίνει και να νιώθει πιο κοντά στα παιδιά της. Εκεί πηγαίνει για να αντλήσει δύναμη και κουράγιο, να συνεχίσει τη ζωή της.
«Το ότι ο λόφος, που ήταν καμένη γη και μετατράπηκε σε αυτό που είναι σήμερα, χωρίς να ξεχνάμε την θυσία τους, είναι ένα χώρος παρηγοριάς, ένας χώρος για να παίρνουμε δύναμη και κουράγιο από την Παναγιά, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε. Νιώθω μεγάλη ειρήνη και ξαλάφρωμα όταν μπαίνω μέσα στην εκκλησία, παίρνω τόση δύναμη, που μπορώ να ζήσω ακόμη 100 ζωές. Βλέπω τη θάλασσα σαν μία μεγάλη αγκαλιά που απλώνεται μπροστά μου και από πάνω τον ουρανό και νιώθω ότι αγγίζω τον ουρανό. Και αυτό είναι κάτι που δεν το νιώθω μόνο εγώ, αλλά όσοι επισκέπτονται την εκκλησία.
Στο κοιμητήριο που είναι τα μνήματα των παιδιών μου, δεν πηγαίνω. Πάω μόνο όταν μου το ζητήσει η κόρη μου. Ενώ στο Μαρί, στην εκκλησία, μπορώ να πηγαίνω και κάθε μέρα. Χαίρομαι και τις ομάδες των μοτοσικλετιστών που δεν μας ξεχνούν και μας φέρνουν το Άγιο Φως και χαίρομαι και με τις λειτουργίες που τελούνται. Χαίρομαι που με αξίωσε ο Θεός και μπορώ να πηγαίνω εκεί για να καθαρίζω, να ποτίζω».
Η κα. Πόπη θέλησε να ευχαριστήσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Νίκο Αναστασιάδη, για την βοήθεια που πρόσφερε όλα αυτά τα χρόνια, μέχρι τη θεμελίωση της εκκλησίας.
«Ο ίδιος ήρθε, το 2013 και μου είπε “συγγνώμη”. Αυτό το συγγνώμη θέλω να του το ανταποδώσω, για την ανεπάρκειά μας προς το πρόσωπό του και την ίδια ώρα, θέλω να του πω ένα μεγάλο ευχαριστώ, που είναι δίπλα στις οικογένειες, σαν πρόσωπο, μαζί με την κα. Άντρη».
«Και δέκα εκρήξεις να γινόντουσαν, ο Μίλτος και ο Χρίστος θα ήταν από τους πρώτους που θα έφευγαν»
Όταν ερωτήθηκε αν θα άλλαζε κάτι, για να σώσει τα παιδιά της, σε περίπτωση που είχε τη δυνατότητα να γυρίσει τον χρόνο πίσω, η απάντηση της κας. Πόπης φανέρωνε τα αποθέματα κουράγιου και δύναμης, που κρύβει μέσα της.
«Γαλουχηθήκαμε με ορθόδοξη παιδεία, είχαμε άλλα ιδανικά. Από τριών χρόνων, τα παιδιά μου, έμπαιναν στο Ιερό της Αγίας Τριάδος στη Λεμεσό. Από τεσσάρων ετών κρατούσαν εξαπτέρυγα. Όλες οι παιδικές τους φωτογραφίες είναι ο Χρίστος να χαιρετά με το αριστερό του χέρι και ο Μίλτος με το δεξί του χέρι στρατιωτικά. Σε όλες τις γιορτές που είχαμε, γενέθλια, γάμους, ονομαστικές, Χριστούγεννα, έλεγαν από μόνοι τους τον Εθνικό Ύμνο.
Φορούσαν πάντα στρατιωτικά. Πηγαίναμε συνεχώς και αγόραζαν στρατιωτικές στολές και τους έλεγαν οι γνωστοί και οι φίλοι μας “ρε μα είσαστε κυνηγοί;” και απαντούσαν “όχι στρατιώτες” και χαιρετούσαν στρατιωτικά. Όπου έβλεπαν σημαία έψαλλαν τον Εθνικό Ύμνο. Έτσι, μεγάλωσαν. Και δέκα εκρήξεις να γινόντουσαν, ο Μίλτος και ο Χρίστος θα ήταν από τους πρώτους που θα έφευγαν, είτε ήταν πόλεμος, είτε εν καιρό ειρήνης.
Πάντα στη βάση πήγαινα μόνη μου. Εκείνη τη νύχτα πήγαμε όλη η οικογένεια μαζί. Ήρθε ο άντρας μου, η κόρη μου, η γιαγιά. Αν πήγαινα μόνη μου, θα κατέβαινα, αλλά όχι για να τους πιάσω, να τους σώσω. Αυτό έπρεπε να το κάνουν οι στρατιωτικοί που βρίσκονταν στη Βάση. Για μας τις μάνες, που στείλαμε τα παιδιά μας στο στρατό, ήταν υπεύθυνος για την ασφάλειά τους ο στρατός. Όμως, δεν θα άλλαζα τίποτα».
Το στήριγμα της για να ξεπεράσει την τραγωδία
Εκτός από τους δίδυμους γιους της, η κα. Πόπη έχει και μία κόρη, τη Γεωργία. Αυτή η κόρη στάθηκε και στέκεται δίπλα της, για να της δίνει κουράγιο και δύναμη, να προχωρήσει μπροστά.
«Η Γεωργία μου είναι η ζωή μου ολόκληρη. Στο πρόσωπό της είναι και ο Μίλτος και ο Χρίστος. Η αγάπη μας για τη Γεωργία και τα αδέλφια της, ήταν και είναι απέραντη. Ο Μίλτος ήταν το οξυγόνο και ο Χρίστος το διαμάντι. Η Γεωργία είναι η ζωή μου ολόκληρη. Η αγάπη και η λατρεία που έχω στο πρόσωπό της, είναι η πηγή να αντλώ δύναμη και να προσφέρω αγάπη σε όσους το έχουν ανάγκη».