Home ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΚΥΠΡΟΣ Εφιάλτης για 20χρονη – Τη βίαζαν τρεις φροντιστές σε Οίκο Ευγηρίας
Εφιάλτης για 20χρονη – Τη βίαζαν τρεις φροντιστές σε Οίκο Ευγηρίας

Εφιάλτης για 20χρονη – Τη βίαζαν τρεις φροντιστές σε Οίκο Ευγηρίας

Καταδικάστηκε σε τρεις κατηγορίες βιασμού και σε τέσσερις κατηγορίες άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας με μειωμένη νοητική αντίληψη και πολλαπλά ψυχικά προβλήματα, ωστόσο χωρίς ίχνος μεταμέλειας αμφισβήτησε στο Ανώτατο Δικαστήριο τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή των 11 χρόνων φυλάκισης που του επιβλήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο. Το Εφετείο στάθηκε όμως στο ύψος του και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, σημειώνοντας ότι η επιβληθείσα ποινή δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί υπερβολική – ούτε καν αυστηρή – και ότι αυτή βρίσκεται εντός του μέτρου και στο πλαίσιο που καθορίζεται από τη νομολογία, αντικατοπτρίζοντας την αποστροφή της κοινωνίας έναντι τέτοιων εγκλημάτων.

Σημειώνεται ότι στην καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου περιγράφηκαν με λεπτομέρεια τα περιστατικά βιασμού της κοπέλας τόσο από τον συγκεκριμένο δράστη, όσο και από ακόμη δύο πρόσωπα, που ήταν συγκατηγορούμενοί του. Ο δεύτερος κατηγορούμενος καταδικάστηκε επίσης, ενώ ο τρίτος απεβίωσε πριν την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να διακοπεί η διαδικασία εναντίον του. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν από φροντιστές Οίκου Ευγηρίας, στον οποίο διέμενε η νεαρή κοπέλα.

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, η παραπονούμενη ηλικίας 20 ετών με νοημοσύνη στο κατώτερο όριο του φυσιολογικού και πάσχουσα από χρόνια ψυχωσική διαταραχή και διπολική διαταραχή, από τα 13 μέχρι τα 18 της χρόνια διέμενε σε Στέγη Νεανίδων. Από την ηλικία των 18 ετών την κηδεμονία της ανέλαβε η μητέρα άνδρα με τον οποίο διατηρούσε ερωτική σχέση. Η παραπονούμενη λόγω χρήσης ναρκωτικών που έκανε με τον σύντροφό της και εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν λάμβανε τη φαρμακευτική της αγωγή που ήταν αναγκαία ένεκα των ψυχιατρικών προβλημάτων της, εισήχθη σε Στέγη Ευγηρίας, προκειμένου να την προσέχουν και να παίρνει τα φάρμακά της. Δέον να τονιστεί ότι στη Στέγη Ευγηρίας ο εφεσείων δούλευε ως φροντιστής, ενώ διευθυντής της Στέγης ήταν ο πατέρας του και ιδιοκτήτρια η αδερφή του. Ανάμεσα στα καθήκοντα του εφεσείοντα ήταν η φροντίδα των ηλικιωμένων, η μεταφορά τους στο γιατρό και η χορήγηση των φαρμάκων τους, ενώ κάθε 15 ημέρες είχε ολονύχτια υπηρεσία.

Αρχικά η ζωή της παραπονούμενης στη Στέγη ήταν καλή, ωστόσο ένα βράδυ, ένα περίπου μήνα μετά την εισαγωγή της, ο εφεσείοντας με τη χρήση βίας και κλείνοντας της το στόμα για να μην μπορεί να φωνάξει, ήρθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της. Το ίδιο αδίκημα σημειώθηκε άλλες δύο φορές, ενώ σύμφωνα πάντοτε με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, υπήρξαν και τέσσερις άλλες περιπτώσεις άσεμνης επίθεσης με τη χρήση βίας εναντίον της 20χρονης. Μάλιστα, ο εφεσείοντας είχε απειλήσει την παραπονούμενη ότι αν δεν συναινούσε στις νοσηρές του ορέξεις «θα της έδινε φάρμακα για να γίνει όπως το ζόμπι και δεν θα θυμόταν ούτε το όνομά της».

Όπως περαιτέρω προέκυψε από τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, ο εφεσείων είχε χτυπήσει αρκετές φορές την παραπονούμενη όταν η ίδια αντιδρούσε και δεν ήθελε να έλθει σε σεξουαλική επαφή μαζί του ή να ενδώσει στα ζωώδη του ένστικτα.

Όταν τελικά η παραπονούμενη κατάφερε να διαφύγει από τη Στέγη Ευγηρίας, καταγγέλλοντας την υπόθεση στο ΤΑΕ Λευκωσίας, ήταν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Η παραπονούμενη εξετάστηκε από κλινική ψυχολόγο που διέγνωσε έντονα συμπτώματα μετατραυματικού στρες.

Η απόφαση του Κακουργιοδικείου προσβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική τόσο σε σχέση με την καταδίκη, όσο και σε σχέση με την επιβληθείσα ποινή, με την υπεράσπιση του εφεσείοντα να προσπαθεί να πλήξει την αξιοπιστία του θύματος, δημιουργώντας αμφιβολίες για την πνευματική της διαύγεια.

Στην απόφασή του το Εφετείο σημειώνει πως το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη του τη σοβαρότητα των αδικημάτων βιασμού, στα οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων, όπως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη ποινή της ισόβιας κάθειρξης, αλλά και από την ίδια τη φύση του, η οποία επιτάσσει την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Επιπλέον, όπως τονίζει το Εφετείο, «το Κακουργιοδικείο ορθά επεσήμανε ότι η παραδοχή, ιδιαίτερα σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων, δικαιολογεί έκπτωση στην ποινή, αφού με αυτό τον τρόπο δεν υποχρεώνονται τα θύματα να βιώσουν ξανά τις τραυματικές εμπειρίες τους. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, δεν υπήρξε παραδοχή για να μπορεί να αποδοθεί στην ποινή η ανάλογη έκπτωση».

Περαιτέρω, το Εφετείο σημειώνει ότι «η φυλάκιση διά βίου που προβλέπεται ως η μέγιστη ποινή στην κατηγορία του βιασμού αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα που προσδίδεται στο συγκεκριμένο έγκλημα από το Νόμο και αντανακλά τις κοινωνικά ζημιογόνες επιπτώσεις του. Χωρίς αμφιβολία το αδίκημα αυτό συνιστά μια από τις χειρότερες μορφές καταπάτησης και εξευτελισμού της προσωπικότητας μιας γυναίκας και τούτο διότι παραβιάζει το αναφαίρετο της δικαίωμα να έρχεται σε σεξουαλική επαφή μόνο εφόσον η ίδια δίδει τη συγκατάθεση και αποδοχή της. Η επέμβαση στο αναφαίρετο αυτό δικαίωμα, ιδιαιτέρως όταν επέρχεται με την άσκηση βίας, επιτάσσει την αυστηρή τιμωρία του παραβάτη. Σε σεξουαλικά αδικήματα πρέπει να επιβάλλεται αποτρεπτική ποινή για την καταστολή τους, ενόψει της ιδιαίτερης σοβαρότητας τους ως εγκλημάτων, τα οποία όχι μόνο στρέφονται κατά των ηθών, αλλά και γιατί προσβάλλουν την προσωπικότητα του θύματος».

Καταλήγοντας, το Εφετείο σημειώνει ότι τα γεγονότα της υπόθεσης και οι επιβαρυντικοί παράγοντες όπως αναδείχθηκαν από το Κακουργιοδικείο, μεταξύ των οποίων το ευάλωτο του θύματος από τη μια και η θέση ισχύος του εφεσείοντα από την άλλη, το εκτεταμένο χρονικό διάστημα που κάλυπτε η έκνομη συμπεριφορά του εφεσείοντα και τα αποτελέσματα που αυτή επέφερε στον ψυχικό κόσμο του θύματος, οπωσδήποτε δικαιολογούσαν πολυετή φυλάκιση. «Υπό αυτές τις περιστάσεις δεν θεωρούμε, σε καμία περίπτωση, ότι η ποινή φυλάκισης των 11 ετών που επιβλήθηκε είναι υπερβολική ή ότι παρείσφρησε σε αυτήν οποιοδήποτε σφάλμα αρχής. Η επιβληθείσα ποινή δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί υπερβολική, ούτε καν αυστηρή. Βρισκόταν εντός του μέτρου και στο πλαίσιο, το οποίο καθορίζεται από τη νομολογία και αντικατοπτρίζει την αποστροφή της κοινωνίας έναντι τέτοιων εγκλημάτων», καταλήγει το Εφετείο.

Πηγή: Philenews

Send this to a friend