Επανεξέταση διαδικασίας πρόσληψης σχολικών συνοδών παιδιών με αναπηρία, ζητά η Επ. Διοίκησης
Επανεξέταση της διαδικασίας πρόσληψης των συνοδών, από τις Σχολικές Εφορείες και ανάθεση της συγκεκριμένης διαδικασίας σε άλλο εξειδικευμένο φορέα, με τις κατάλληλες γνώσεις επί του θέματος και τον άμεσο διαχωρισμό του ρόλου τους από αυτόν των βοηθών, ζητά με έκθεσή της αναφορικά με το ζήτημα της παροχής συνοδών στα παιδιά με αναπηρία, που φοιτούν στα σχολεία η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μαρία Στυλιανού Λοττίδη.
Σε αυτεπάγγελτη τοποθέτησή της, για το συγκεκριμένο ζήτημα, η κ. Λοττίδη εισηγείται κατά την εν λόγω διαδικασία να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και προς τούτο να επιδιώκεται η πρόσληψη του κατάλληλου συνοδού που θα δύναται να ανταποκριθεί επαρκώς στις εξατομικευμένες ανάγκες εκάστου παιδιού, όπως αυτές θα προσδιορίζονται από τις Επαρχιακές Επιτροπές Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης.
Όπως σημειώνει η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη συγκεκριμένη διαδικασία η άποψη και οι επιθυμίες του παιδιού, αναλόγως της ηλικίας και ωριμότητάς του, καθώς και των γονέων του θα πρέπει να είναι αναβαθμισμένα και να έχουν βαρύνουσα σημασία ως προς την επιλογή του κατάλληλου συνοδού.
Εξάλλου, εισηγείται διασαφήνιση ότι οι συνοδοί δεν είναι ταυτόχρονα και σχολικοί βοηθοί και γι’ αυτό στα καθήκοντα των συνοδών δεν πρέπει να εμπίπτουν εργασίες οι οποίες δεν αφορούν στο παιδί που συνοδεύουν και δύνανται να επιτελεστούν από το υπόλοιπο βοηθητικό προσωπικό που απασχολείται στις σχολικές μονάδες, όπως βοήθεια του/της εκπαιδευτικού της τάξης και υποβοήθηση του διδακτικού έργου ή/και άσκηση παιδονομικών καθηκόντων.
Επιπλέον, η κ. Λοττίδη αναφέρει πως «τα καθήκοντα των συνοδών να περιορίζονται μόνο στην παροχή της αναγκαίας στήριξης και βοήθειας προς το παιδί για την επίτευξη της πλήρους συμπερίληψής τους στην εκπαίδευση και το σχολικό περιβάλλον», σημειώνοντας πως πρέπει να γίνει «καθορισμός συγκεκριμένων προσόντων και εξειδικευμένων γνώσεων που θα πρέπει να κατέχουν οι συνοδοί, τα οποία θα πρέπει να διαφοροποιούνται στη βάση των εξατομικευμένων αναγκών».
«Επαρχιακές Επιτροπές Ειδικής αγωγής και Εκπαίδευσης να προσδιορίζουν επακριβώς τις ανάγκες του παιδιού καθώς και την ποσότητα και ποιότητα των εύλογων προσαρμογών που θα πρέπει να του παρέχονται, δηλαδή το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο το παιδί θα πρέπει να συνοδεύεται καθώς και τα προσόντα που θα πρέπει να κατέχει ο συνοδός σε κάθε περίπτωση», συμπληρώνεται στην τοποθέτηση της Επιτρόπου.
Επιπροσθέτως, αναφέρει πως το Υπουργείο Παιδείας πρέπει να δρομολογήσει την παροχή επαρκούς, συνεχούς και κατάλληλης εκπαίδευσης και εξειδίκευσης, τόσο στους συνοδούς όσο και στους/στις εκπαιδευτικούς της τάξης, ώστε να δύνανται να ανταποκριθούν στις ανάγκες των παιδιών με αναπηρία.
Αναφερόμενη στην προώθηση της υλοποίησης των εισηγήσεων της, η κ. Λοττίδη αναφέρει ότι «εξυπακούεται πως κατά την υλοποίηση των προαναφερθέντων και τη συνεπακόλουθη πραγμάτωση του δικαιώματος των παιδιών με αναπηρία για ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση, με την παροχή για το σκοπό αυτό των αναγκαίων και εξατομικευμένων εύλογων προσαρμογών, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η άποψη και οι επιθυμίες των παιδιών, αναλόγως της ηλικίας και ωριμότητάς τους, των γονέων τους καθώς και των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των γονέων παιδιών με αναπηρίες».
Εξάλλου, αναφέρει πως για υλοποίηση των εισηγήσεων της η παρούσα Αυτεπάγγελτη Τοποθέτηση υποβάλλεται στο Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας, ενώ αντίγραφο της θα κοινοποιηθεί στον Πρόεδρο και τα Μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας και Πολιτισμού και στις Αντιπροσωπευτικές Οργανώσεις των Γονέων Παιδιών με Αναπηρίες και την ΚΥΣΟΑ.
Σε σχέση με τα συμπεράσματα, η έκθεση αναφέρει ότι διαφαίνεται ταύτιση του όρου εκ μέρους του Υπουργείου, των σχολικών βοηθών και των συνοδών των παιδιών με αναπηρία.
Συγκεκριμένα, τόσο στις εν λόγω Οδηγίες, όσο και στις ανακοινώσεις του, το Υπουργείο κάνει αναφορά σε σχολικούς βοηθούς και συνοδούς χωρίς να προβαίνει σε οποιαδήποτε διευκρίνιση ή διαφοροποίηση ως προς τη φύση των καθηκόντων και της εργασίας τους.
«Για το λόγο αυτό θα πρέπει να διασαφηνιστεί ότι ο σχολικός βοηθός δεν συνιστά εξατομικευμένο μέτρο στήριξης αλλά γενικό, το οποίο αποσκοπεί στην παροχή βοήθειας στον/στην εκπαιδευτικό της τάξης και δεν προορίζεται για την παροχή στήριξης σε ένα συγκεκριμένο μαθητή, ενώ η παρουσία του/της στην τάξη είναι επωφελής για όλους τους μαθητές», αναφέρεται.
«Για να είναι εξατομικευμένα τα μέτρα στήριξης θα πρέπει να παρέχονται και να επικεντρώνονται εξατομικευμένα μόνο σε μαθητή/τρια για να διασφαλίζουν την πλήρη και ισότιμη ένταξη και συμπερίληψη του/της στην τάξη», σημειώνεται στην έκθεση.
Σύμφωνα με την κ. Λοττίδη «ανατρέχοντας στα καθήκοντα των συνοδών, όπως αυτά έχουν προσδιοριστεί από το Υπουργείο, φαίνεται ότι πληθώρα εξ αυτών αφορά σε εργασίες οι οποίες συνήθως επιτελούνται από βοηθητικό προσωπικό και όχι αυτά που θα έπρεπε να αναμένονται από τους συνοδούς παιδιών με εξατομικευμένες ανάγκες», για να σημειώσει πως «ο ρόλος των συνοδών θα πρέπει να είναι αποκλειστικά η εξυπηρέτηση των αναγκών του παιδιού που συνοδεύει και όχι άλλες εργασίες, όπως αυτές που ενδεικτικά αναφέρονται στο Κεφάλαιο Β και θα πρέπει να επιτελούνται από σχολικούς βοηθούς ή άλλο βοηθητικό προσωπικό».
Όπως προσθέτει «προκύπτει, δηλαδή μια παρερμηνεία εκ μέρους του Υπουργείου ως προς το ρόλο και το έργο των συνοδών, αφού φαίνεται ότι εκλαμβάνονται ως βοηθοί του/της εκπαιδευτικού της τάξης με υποχρέωση υποβοήθησης του διδακτικού έργου ή/και άσκησης παιδονομικών καθηκόντων τα οποία δεν σχετίζονται με το λόγο για τον οποίο προσλαμβάνονται, δηλαδή την παροχή της αναγκαίας εξατομικευμενης στήριξης και βοήθειας στο παιδί για το οποίο κρίθηκε η ανάγκη από τη Επαρχιακή Επιτροπή Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης».
Ως εκ τούτου, τονίζει πως «προκύπτει ζήτημα ως προς την διάκριση που το Υπουργείο θα πρέπει να προβεί σε σχέση με τους συνοδούς σε αντιδιαστολή από τους σχολικούς βοηθούς, κατά πόσον δηλαδή ο σκοπός της πρόσληψης τους είναι η παροχή εξατομικευμένης βοήθειας στους μαθητές για τους οποίους αποφασίζουν σχετικά οι Επαρχιακές Επιτροπές ή αν πρόκειται εν τέλει για σχολικό βοηθό με συμβολή στην εύρυθμη λειτουργία και οργάνωσή της τάξης κατά την παράδοση του μαθήματος».
«Η εν λόγω πρόνοια, εν συναρτήσει με τη μη αναγκαιότητα κατοχής εκ μέρους των συνοδών εξειδικευμένων προσόντων και γνώσεων, ώστε να έχουν κατά τεκμήριο την δυνατότητα να ανταποκρίνονται στις εξατομικευμένες ανάγκες κάθε παιδιού, θέτει εν αμφιβόλω το πλαίσιο λειτουργίας του θεσμού των συνοδών, εντείνοντας συγχρόνως την επικρατούσα άποψη ότι ο συνοδός προσλαμβάνεται για την ικανοποίηση και εξυπηρέτηση και των ευρύτερων αναγκών της διεύθυνσης και των εκπαιδευτικών σχολείου και όχι αποκλειστικά του παιδιού που συνοδεύει», συμπληρώνει.