Αμμόχωστος: Οι τελευταίες στιγμές μέσα από τα μάτια τριών παιδιών της
14 Αυγούστου, στα κράσπεδα της πόλης, ανάμεσα σε λιγοστούς προδομένους φαντάρους, φεύγοντας από τις Aκράδες της Καρπασίας, η τελευταία εικόνα: Η άδεια πόλη της Αμμοχώστου. Θέαμα τραγικό.
Ώρα 6 το πρωί. Σπίτια ερμητικά κλειστά. «Να λέω στον εαυτό μου: Δες τα, δες τα, είναι η τελευταία φορά».
Αγωνία για την πορεία. Ούτε περνά από τη σκέψη ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά στους δρόμους του Βαρωσιού.
Σίμος Ιωάννου, Δήμαρχος, Μιχάλης Κολιός, Παύλος Ιακώβου. Τρία τέκνα της Αμμοχώστου. Ανακαλούν με παράκλησή μας την τελευταία εικόνα της πόλης τους, πριν την καταλάβουν τα προελαύνοντα τουρκικά στρατεύματα στις 14 Αυγούστου. Την εικόνα που κουβαλούν μέσα τους σαν τραύμα ανοικτό.
Ο Δήμαρχος του προσφυγικού Δήμου, Δρ Σίμος Ιωάννου υπηρετούσε τότε τη στρατιωτική του θητεία. Τον Αύγουστο του 1974 βρίσκεται στις Ακράδες της Καρπασίας. Μαζί «με λιγοστούς, προδομένους, φαντάρους, αφηγείται, βρέθηκε φεύγοντας από τις Ακράδες στα κράσπεδα της Πόλης.
«Φεύγοντας από τις Aκράδες της Καρπασίας αντικρίζαμε την άδεια πόλη της Αμμοχώστου. Το θέαμα τραγικό. Η πόλη, που ήταν η προσωποποίηση της ζωής και του φωτός απόπνεε θάνατο και σκοτάδι», διηγείται.
Αυτή, προσθέτει, είναι «η τελευταία εικόνα της Αμμοχώστου, που παραμένει τραγικά αποτυπωμένη στη μνήμη μου». Λίγο πριν, όπως ανακαλεί, είχαν φύγει κυνηγημένοι και οι τελευταίοι κάτοικοι της πόλης, μπροστά στην επέλαση των τουρκικών στρατευμάτων.
Έφυγαν κυνηγημένοι ή εγκατέλειψαν την όμορφη πόλη; Πολύς λόγος γίνεται έκτοτε. Κατηγορηματικός ο Δήμαρχος: «Δεν εγκαταλείφθηκε από τους Αμμοχωστιανούς, καταγράφεται ανιστόρητα αυτό, εγκαταλείφθηκε από εκείνους που είχαν καθήκον να την υπερασπιστούν και την άφησαν ανυπεράσπιστη, ανοίγοντας την κερκόπορτα για να μπουν ανενόχλητοι στη πόλη οι αττίλες».
Επιστρέφουμε στην εικόνα. Της άδειας πόλης που απέπνεε ήδη σκοτάδι και έγινε στη συνέχεια η πόλη φάντασμα, που στοιχειώνει τα όνειρα των Βαρωσιωτών. «Δύο γενιές Αμμοχωστιανών έφυγαν από τη ζωή στην προσφυγιά κρατώντας στη μνήμη τους αυτή την τελευταία εικόνα με το πικρό παράπονο της επιστροφής. Τα κοριτσόπουλα και οι νέοι του τότε είναι σήμερα γιαγιάδες και παππούδες», λέει ο κ. Ιωάννου.
Ξεγράφεται η πόλη; Δεν ξεγράφεται…
«Είμαστε όμως ακόμα εδώ, στην πόλη μας. Η ψυχή μας δεν έφυγε ποτέ από τούτο το σημείο. Είμαστε εδώ, καταθέτοντας τον σεβασμό μας για αυτούς που έφυγαν και τιμή σε αυτούς που έπεσαν μαχόμενοι για να κρατήσουν την πόλη ελεύθερη», τονίζει ο Δήμαρχός της, εκλεγμένος στην προσφυγιά, που την Πέμπτη βρέθηκε να χαιρετίζει ακόμα μια αντικατοχική εκδήλωση του Δήμου στην προσφυγιά.
Πέραν του συγκινησιακού φόρτου που προκαλεί το όνομα της πόλης ακόμα και όταν ψελλίζεται, η πραγματικότητα στυγνή. Επίκειται ή κούφιες απειλές, το άνοιγμα της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου, το ερώτημα που απευθύνουμε στον Δήμαρχο. «Το θέμα του εποικισμού της περίκλειστης πόλης δεν είναι ένα προεκλογικό τέχνασμα στις ψευδοεκλογές στα κατεχόμενα. Οι Τούρκοι δεν μπλοφάρουν. Είναι ουσιαστική πρόθεση υλοποίησης των σχεδίων της Άγκυρας για οριστική διχοτόμηση της Κύπρου», λέει.
Δες τα γιατί δεν θα τα ξαναδείς…
——————-
Στοιβαγμένος σε ένα στρατιωτικό φορτηγό, στην οδό Αγίας Αικατερινής. 14 Αυγούστου να ακολουθούν τη διαταγή οπισθοχώρησης. «Γύριζα το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά. Βλέπω σπίτια ερμητικά κλειστά. Και σκεφτόμουν, δες τα, δες τα, δεν θα τα ξαναδείς. Δες τα γιατί τα χάνεις».
Με αυτή τη σκέψη και με αυτή την εικόνα των σφραγισμένων σπιτιών αριστερά και δεξιά του δρόμου, εγκατέλειψε ο Μιχάλης Κολιός τη γενέθλια πόλη του. Αυτήν την εικόνα της κουβαλά ως τελευταία εικόνα της πόλης της πρώτης, ανέμελης νιότης. Η αμέσως προηγούμενη εικόνα, το ξενοδοχείο της Αρχιεπισκοπής «Ασπέλια», με την τουρκική βόμβα να κείται στον πυθμένα της πισίνας και τους άδειους διαδρόμους και σάλες.
Στρατιώτης στην Α΄ Ανωτέρα, διαβιβαστής, ο Μιχάλης Κολιός διηγείται ότι την παραμονή της εισβολής, στις 19 του Ιούλη, έπαιρναν μηνύματα από τους ασυρματιστές στην Καντάρα ότι έβλεπαν τουρκικά πλοία να πλησιάζουν. «Τα λέγαμε στον διοικητή της Α Ανωτέρας, ότι έβλεπαν οι στρατιώτες στην Καντάρα, οι ασυρματιστές, τουρκικά πλοία να πλησιάζουν, αλλά ο διοικητής, ο κ. Ζαρκάδας, απαντούσε ότι είναι άσκηση. Μόνο η ώρα 10-11 βράδυ, ο διοικητής Δημήτριος Λαδόπουλος, του 46ου τάγματος, μας διέταξε να καλέσουμε για επιστράτευση και να φωνάξουμε πρώτους τους τελευταίους στρατιώτες που απολύθηκαν».
Αρχίσαμε, συνεχίζει, «να φέρνουμε κόσμο μέσα, στις 19 Ιουλίου νύχτα. Το πρωί στις 20 Ιουλίου 1974, όταν ξέσπασε η εισβολή, ήχησαν οι σειρήνες και τότε δημιουργήθηκε το χάος. Ήρθαν τότε όλοι οι στρατιώτες που άκουσαν για επιστράτευση από ΡΙΚ και στάθμευαν μαζικά γύρω από την Ανωτέρα, μαζικά οπότε εμείς δεν μπορέσαμε να προχωρήσουμε με σχέδιο διασποράς που προέβλεπε μετάβαση στον Γαϊδουρά. Μείναμε εκεί».
Στις 21 Ιουλίου, όπως λέει μετέβησαν στην κλινική Κουλία. «Μετασταθμεύσαμε, διότι γνώριζαν ήδη ο Τούρκοι πού βρισκόταν το στρατόπεδο, καθώς απέναντι ήταν το τουρκικό λύκειο». Ξετυλίγοντας το κουβάρι των αναμνήσεων, θυμάται ότι στην επιχείρηση κατάληψης του λυκείου, τη μοναδική που έγινε, σκοτώθηκε ο διοικητής του 3ου επιτελικού. «Την 1η μέρα της εισβολής καταλάβαμε το τουρκικό λύκειο, αλλά απέξω στο δάσος σκοτώθηκε ο διευθυντής 3ου Γραφείου ο αντισυνταγματάρχης Ανδρέας Μουζάκης. ΄΄Πεθαίνω για την Ελλάδα΄΄, είπε πριν ξεψυχήσει, ΄΄πέστε το στα παιδιά μου΄΄.
Μετά από τρεις μέρες, συνεχίζει ο Μιχάλης Κολιός, «μετασταθμεύσαμε στο ξενοδοχείο Ασπέλια, που ανήκε στην Αρχιεπισκοπή και στο οποίο ήταν προσωπάρχης ο πατέρας μου. Πιο κάτω, πριν το Ασπέλια, δίπλα από Κωνστάντια, είναι το Σαλαμίνια όπου έπεσε βόμβα, άνοιξε ένας κρατήρας και σκοτώθηκε ένα παιδί.
«Το Ασπέλια είχε υποστεί μεγάλες ζημιές από αέρια βομβών, έπεσε βόμβα στην πισίνα κατά τους πρώτους βομβαρδισμούς, το νερό εξατμίστηκε αμέσως», λέει. Σημειώνει, ωστόσο, και ένα άλλο γεγονός: «Το ξενοδοχείο χάλασε, αλλά η εκκλησία Αγίας Τριάδας δίπλα έμεινε άθικτη».
Στο «Ασπέλια» έμειναν μετά από αυτό μερικά άτομα, «ένας εξ αυτών ο πατέρας μου, ο οποίος επικοινώνησε με τον τέως Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο Β, ο οποίος ήταν το 1974 ο τοποτηρητής και του είπε, «θα πω στον στρατό να έρθει να μείνει στο ξενοδοχείο». Έτσι και έγινε.
Στο Ασπέλια, έμειναν μέχρι τις 14 Αυγούστου. «Από εκεί γινόταν η διοίκηση των μεταβιβάσεων, από το Ασπέλια», συνεχίζει ο Μιχάλης Κολιός.
«Στις 14 Αυγούστου το βράδυ ακούστηκαν βομβαρδισμοί από Πογάζι και φύγαμε για το 201 τάγμα πεζικού, εκεί που είναι ο αλευρόμυλος, όπου μείναμε μία μέρα», αναφέρει. «Ξεκίνησαν τουρκικά άρματα από Άγιο Λουκά για να μπουν στο Βαρώσι, ο διοικητής, ο κ. Ζαρκάδας πήγε, είδε τα άρματα και επιστρέφοντας διέταξε οπισθοχώρηση μέσω των περβολιών της Πιέρτσενας. Φύγαμε. Όπως έφυγε όλη η Αμμόχωστος. Πήγαμε στο Λιοπέτρι όπου στήθηκε το νοσοκομείο. Διαπραγματευτήκαμε με τους Άγγλους για να μπορέσουμε να φύγουμε από εκεί με τον οπλισμό μας και καταλήξαμε το Αλεθρικό και Αγγλισίδες».
Και να, οι τελευταίες εικόνες. Οι τελευταίες στιγμές στην αγαπημένη πόλη.
«Φεύγοντας από Ασπέλια πήραμε τον δρόμο για να πάμε στο τάγμα, στον αλευρόμυλο. Ήμουν σε φορτηγό, στην οδό Αγ. Αικατερινής, πάνω στο φορτηγό. Η ώρα 6 το πρωί. Γύριζα το κεφάλι μου αριστερά – δεξιά, να βλέπω τα ερμητικά κλειστά σπίτια και σκεφτόμουν να τα δω. Δες τα, δες τα, επαναλάμβανα στον εαυτό μου. Δες τα γιατί τα χάνεις, δεν θα τα ξαναδείς. Έφυγα με αυτή τη σκέψη».
Μόνο σπίτια, ούτε έναν άνθρωπος; «Ήταν έρημη η πόλη, δεν είδαμε άνθρωπο φεύγοντας. Όλοι όσοι έφευγαν, όμως, έφευγαν με την ελπίδα ότι είναι για λίγες μέρες. Ότι θα επιστρέψουν». Όχι όμως ο ίδιος, σε εκείνο το φορτηγό, έβλεπε γύρω του και αποχαιρετούσε την πόλη του.
«Και οι γονείς μου έφυγαν μόνο με αναμνήσεις και σκέψεις από την πόλη. Χωρίς τίποτα άλλο. Γι αυτό και όταν το ραδιόφωνο (το ΡΙΚ) μετέδωσε ότι μπορείτε να επιστρέψετε, αρκετοί πήγαν και οι Τούρκοι τους άφηναν να μπουν, έπαιρναν τα πολύτιμα που είχαν και τους έπιαναν βγαίνοντας», λέει ο Μιχάλης Κολιός.
Αγωνιώδης φυγή
——-
Μια αγωνιώδης φυγή με μια αποστολή να μεταφέρει στους συστρατιώτες του τρόφιμα, ήταν η τελευταία ανάμνηση του Παύλου Ιακώβου.
Στρατιώτης, το 1974, διαβιβαστής, στην Αμμόχωστο, την πόλη του. «Όλα μια προδοσία, μια εγκατάλειψη, μια φυγή από τη διοίκηση του στρατού», διηγείται.
Η πορεία συγκλίνουσα με του Μιχάλη Κολιού μέχρι το Ασπέλια. Ύστερα τα Στροβίλια και με διαταγή για οπισθοχώρηση και μετάβαση στο Φρέναρος.
«Η 14η Αυγούστου, μας βρήκε στα λαντ ρόβερ να εγκαταλείπουμε με ανώτερη διαταγή την πόλη μας», αφηγείται.
Η οικογένειά του Παύλου Ιακώβου ήταν ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου «Φλώριδα» στην Αμμόχωστο. «Ο διοικητής μου έδωσε διαταγή να πάω στο Φλώριδα και να πάρω όσα τρόφιμα μπορούσα να φορτώσω στο αυτοκίνητο για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Η οδηγία ήταν να συναντηθούμε στο Φρέναρος και μετά πορεία προς τις Αγγλισίδες», λέει.
Ποια είναι η εικόνα που έκλεισε, όμως, στην ψυχή του; Φεύγοντας, η αγωνία επικεντρωνόταν στην πορεία. «Δεν πίστευα ότι δεν θα ξαναβλέπαμε την Αμμόχωστο», μας λέει. «Πίστευα ότι θα περνούσαν μερικές μέρες, θα ησύχαζαν τα πράγματα και θα επιστρέφαμε. Όχι ότι θα περνούσαν δεκαετίες, μέχρι το άνοιγμα των οδοφραγμάτων για να ξαναδώ την πόλη μου», συνεχίζει.
«Νομίζω ότι η πόλη έχει πλέον χαθεί. Οι πάντες μας έχουν εγκαταλείψει», λέει με παράπονο. Και συνεχίζει «Ήταν προδομένη υπόθεση, ο στρατός έδωσε οδηγίες να εγκαταλείψουν οι στρατιώτες την πόλη, περιμέναμε να μείνουν πίσω τα γυναικόπαιδα απροστάτευτα; Έμειναν κάποιοι εγκλωβισμένοι και χρειάστηκε να τους βγάλουν μετά από μέρες τα ΗΕ, άλλοι επέστρεψαν μετά την «περιβόητη» ανακοίνωση από το ΡΙΚ και χάθηκαν οριστικά», λέει.
Αυτές είναι οι σκέψεις που συντροφεύουν τώρα, 46 χρόνια μετά, τον Παύλο Ιακώβου. Και οι αναμνήσεις. «Η πιο ωραία ανάμνηση, η θάλασσα στη Γλώσσα, οι φίλοι, οι έρωτες, η νιότη μας. Με την εισβολή εξαφανιστήκαμε, χαθήκαμε», λέει, τέλος.
Πηγή: ΚΥΠΕ/Γεωργία Βασιλείου