Ο Λούης Περεντός θυμάται – Ψεματισμένος – Σχεδόν μισό αιώνα μετά
Στα δύσκολα χρόνια της θητείας μου στην Εθνική Φρουρά ( 1966-68) μας έστειλαν μια ομάδα νεαρών στρατιωτών για να «σκάψουμε» πολυβολεία στην παραλιακή περιοχή των χωριών Ψεματισμένος-Μαρώνι. Ήταν η πρώτη φορά που είδα την περιοχή και μέναμε στις αίθουσες κάποιου Δημοτικού Σχολείου. Όλη μέρα σκάβαμε και το βράδυ καταλήγαμε σ’ένα παραδοσιακό καφενείο στο Μαρώνι, όπου ο καφετζής μας τηγάνιζε τις τσίχλες που «κλέβαμε» από τα βερκά (ξόβεργα) που βρίσκαμε στις σχινιές της περιοχής. Ήταν το αντίδοτο στα ανούσια φαγητά του στρατού ( πατάτες μπλούμ κ.λ.π.).
Δεκα χρόνια μετά βρέθηκα στο χωριό Ψεματισμένος για να δώ τον καλό μου φίλο και ιερέα Παπαχρίστο. Πέραν της φιλοξενίας, είχα εντυπωσιαστεί από ένα παλιό αρχοντικό που δέσπωζε του χωριού. Όπως πάντα, έκανα όνειρα να το αγοράσω, όντας άφραγκος χαζομπαμπάς τότε. Είχα επίσης απογοητευθεί επειδή στην παλιά εκκλησία της Αγίας Μαρίνας ( τώρα αρχαίο μνημείο) , στο γυναικονύτη, είδα παλιές εικόνες καταστραμμένες.
Έκανα κάποιες ενέργειες στην Ιερά Μητρόπολη Κιτίου για να τις συντηρήσουν, αλλά και τότε ακολουθούσαν την τακτική της μπάλας του πίνγκ-πονγκ.
Έγραψα κι ένα ποίημα το 1979 το οποίο χρησιμοποιήθηκε αρκετές φορές, ακόμη και σε βιβλία άλλων συγγραφέων, για να δείξει πόσο δίνουμε σαν Κύπριοι βάση σε άσχετα πράγματα και αγνοούμε την παράδοση και την ιστορία μας.
«Και βέβαια
θα σε πάρω ταξίδι
να δεις το Παρίσι και τη Ρώμη
να ξεχάσεις για λίγο τον πόλεμο
και τη φτώχεια μας
όμως
πριν απ’ όλα
ξέρεις
κατα που πέφτει ο Ψεματισμένος;»
Πέρασαν άλλες τέσσερεις δεκαετίες. Έμαθα ότι έγιναν πολλά στο χωριό. Κανονίσαμε να το επισκεφθώ, μας χάλασε τα σχέδια ο κορωνοϊός. Σύντομα, όμως, θα ξαναπάω.
Οι μνήμες δε φεύγουν. Κρύβονται πίσω από τις καθημερινές εικόνες της ρουτίνας κι έρχονται στην επιφάνεια με την πρωτη αφορμή.
ΛΟΥΗΣ ΠΕΡΕΝΤΟΣ