Το (παγκόσμιο) δίλημμα: Ένα μέτρο απόσταση ή δύο λόγω κορωνοϊού
Σε σεξπηρικών διαστάσεων δίλημμα τείνει να εξελιχθεί σε μερικές χώρες το ερώτημα αν μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων (lockdown) πρέπει οι άνθρωποι να τηρούν μεταξύ τους απόσταση ενός ή δύο μέτρων.
Οι επιστήμονες προτιμούν τα δύο μέτρα, αλλά οι οικονομικοί παράγοντες και ορισμένες κυβερνήσεις, που θέλουν να διευκολύνουν την τόνωση της οικονομίας, θα ήθελαν να υπάρχουν μικρότερες αποστάσεις για να μην κάνουν υπερβολικά δύσκολη τη ζωή πολλών επιχειρήσεων.
Το ερώτημα «ένα ή δύο μέτρα» έχει πυροδοτήσει διαμάχη σε αρκετές περιοχές του κόσμου, σύμφωνα με τους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», καθώς εντείνονται οι οικονομικές πιέσεις είτε για άρση των lockdown, είτε για ταχύτερη επιστροφή στην κανονικότητα. Από την άλλη, σύμφωνα με επιστημονικές εκτιμήσεις, είναι απολύτως ελάχιστη η απόσταση του ενός μέτρου που συμβουλεύει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ).
Μελέτες έχουν δείξει ότι ο κίνδυνος μετάδοσης του κορονοϊού SARS-CoV-2 μειώνεται όσο απομακρύνονται οι άνθρωποι. Από άποψη δημόσιας υγείας, τα δύο μέτρα είναι προτιμότερα από το ένα και τα τρία μέτρα. Όμως, από την οπτική γωνία της οικονομίας, της καθημερινότητας και των κοινωνικών επαφών, η πίεση είναι δεδομένη για την ελάχιστη δυνατή απόσταση.
Έτσι, χώρες όπως η Ισπανία και η Βρετανία που εφάρμοζαν έως τώρα τον κανόνα των δύο μέτρων, έχουν αποφασίσει ή εξετάζουν να μειώσουν την αναγκαία απόσταση. Επιστήμονες που συμβουλεύουν κυβερνήσεις, όπως ο σερ Πάτρικ Βάλανς, ο επικεφαλής επιστημονικός σύμβουλος της Βρετανίας, προσπαθούν να πείσουν το κοινό ότι έχουν ζυγιαστεί τα υπέρ και τα κατά και δεν πρόκειται για ένα ανεύθυνο βήμα.
Ο Βάλανς δήλωσε ότι η μείωση των δύο μέτρων που σήμερα ισχύουν επισήμως, θα βασίζεται σε μια κατά περίπτωση αξιολόγηση για τη μείωση του κινδύνου και ανέφερε πως «είναι λάθος να το παρουσιάζει κανείς σαν επιστημονικό κανόνα, που λέει να υπάρχουν ή δύο μέτρα ή τίποτε».
Ο επικεφαλής επιδημιολόγος της Ισπανίας Φερνάντο Σιμόν δήλωσε ότι τα δύο μέτρα είναι μεν η ιδανική απόσταση, αλλά η χώρα του από τις 21 Ιουνίου θα περιορίσει την απαιτούμενη απόσταση στο ενάμισι μέτρο. «Οι μελέτες πλέον δείχνουν ότι το ένα μέτρο είναι αρκετό συν ένα περιθώριο ασφαλείας», ανέφερε.
Ένα μειονέκτημα των έως τώρα επιστημονικών μελετών σχετικά με τη σχέση των αποστάσεων και της μεταδοτικότητας του ιού είναι ότι πρόκειται είτε για μελέτες παρατήρησης είτε μαθηματικής-επιδημιολογικής μοντελοποίησης, όμως καμία δεν είναι ελεγχόμενη κλινική δοκιμή, κάτι ασφαλώς δύσκολο να γίνει. Επίσης δεν υπάρχει ακόμη επιστημονική ομοφωνία πάνω στο κρίσιμο σημείο αν και κατά πόσο ο κορονοϊός εξαπλώνεται μόνο με σταγονίδια του βήχα και του φτερνίσματος (που είναι βαρύτερα και πέφτουν γρήγορα στο έδαφος) ή και με τα μικρότερα σταγονίδια του αερολύματος της ομιλίας, που αιωρούνται για περισσότερη ώρα στον αέρα και εισπνέονται από τους περαστικούς.
Οι επιστήμονες συμφωνούν πάντως ότι ενώ τα δύο μέτρα απόσταση είναι καλύτερα από το ένα, ούτε τα δύο μέτρα αποτελούν πανάκεια. «Από άποψη δημόσιας υγείας θα ήταν πολύ προτιμότερο να τηρούνται τα δύο μέτρα, αλλά λόγω των οικονομικών συνεπειών θα πρέπει να είμαστε πιο ευέλικτοι. Τελικά το παν δεν είναι η απόσταση, παίζουν και άλλα πράγματα ρόλο», όπως η χρήση μάσκας, ο αερισμός των κλειστών χώρων κ.α., σύμφωνα με την καθηγήτρια δημόσιας υγείας Λίντα Μπολντ του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου.
«Το ρίσκο δεν είναι μια κατάσταση άσπρου-μαύρου. Δεν σημαίνει ότι αν κάποιος έχει απόσταση πάνω από δύο μέτρα, είναι ασφαλής, αλλά αν έχει λιγότερη από δύο μέτρα, είναι ανασφαλής. Το πράγμα δεν δουλεύει έτσι. Αυτό είναι ένα ακόμη παράδειγμα του πώς κολλάμε σε αντιλήψεις άσπρου-μαύρου και ξεχνάμε ότι ο κίνδυνος στην πραγματικότητα αποτελεί ένα ολόκληρο φάσμα», δήλωσε η επίκουρη καθηγήτρια επιδημιολογίας Τζούλια Μάρκους της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ