Ζωές σε εκκρεμότητα για 18 ολόκληρα χρόνια: Από το 1998 και ακόμα περιμένουν οι πρόσφυγες της βρετανικής βάσης Δεκέλειας!
Όταν αντίκρισαν το καράβι τρόμαξαν. Πώς θα χώραγαν 75 άνθρωποι –άντρες, γυναίκες, παιδιά– σε ένα σάπιο σκαρί, που μάλλον δεν θα έφτανε ποτέ στον προορισμό του; Με τα όπλα όμως των τριών διακινητών στραμμένα απάνω τους, δεν υπήρχε επιλογή. «Τους έλεγα να γυρίσουμε πίσω», λέει ο Μουσταφά. «Ήμασταν ακόμα κοντά στην ακτή, και σίγουρα κάποιος θα άκουγε τους πυροβολισμούς αν άνοιγαν πυρ, αλλά κανείς δεν τολμούσε να αντιδράσει. Πίστευα ότι θα πεθαίναμε στη θάλασσα», προσθέτει. Η μηχανή της βάρκας σταμάτησε στο μέσο του πουθενά. Ένας επιβάτης κατάφερε να την φτιάξει. Σε λίγη ώρα, ξανά τα ίδια. Κάπου ανάμεσα στο χάος και στα κλάματα, μια γυναίκα ετοιμαζόταν να γεννήσει. Δεν πρόλαβε να φθάσει στη στεριά και έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι. «Τρεις φορές φτιάξανε τη μηχανή», θυμάται ο Μαχμούντ. «Πολλοί έλεγαν ότι θα ήταν καλύτερα να γυρίζαμε πίσω. Το νερό είχε αρχίσει να μπαίνει στη βάρκα και χρησιμοποιούσαμε ό,τι είχαμε για να το βγάζουμε. Ξημέρωνε όταν είδαμε στεριά. Νομίζω δύο βράδια ήμασταν στη βάρκα. Ένα ελικόπτερο πέταξε από πάνω μας με πανό που έγραφε ‘‘φύγετε απ’ εδώ’’. Εμείς κουνούσαμε λευκά ρούχα και φωνάζαμε ‘‘βοήθεια’’. Τότε, οι περισσότεροι δεν ξέραμε τίποτε για την Κύπρο, και σχεδόν κανείς για τις Βρετανικές Βάσεις. Βγήκαμε στη στεριά, στο Ακρωτήρι, όπως μάθαμε», συμπληρώνει.
Η φυγή
Οι περισσότεροι απελπισμένοι ήταν Κούρδοι. Ανάμεσά τους ήταν και ο Τατζ από το Σουδάν, που σπούδαζε ιατρική και αναγκάστηκε λόγω πολιτικών συνθηκών να φύγει από τη χώρα του, την οποία, το 1998, εκτός από τον εμφύλιο σπαραγμό, μάστιζε και η πείνα. Επίσης, ο Αμέρζα και ο Κάμρον, γύρω στα 25 τους χρόνια, μαχητές Πεσμεργκά στο Ιράκ. Ο Κάμρον ταλαιπωρείται από το τραύμα που του προκάλεσε σφαίρα στη ράχη και μετακινείται ακόμα με δεκανίκια. Πέρα από τον διωγμό των Κούρδων από τον Σαντάμ Χουσεΐν, στο Ιράκ υπήρχε και εσωτερική αντιπαράθεση μεταξύ των πολιτικών τους κομμάτων. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Μαχμούντ άφησε την πόλη του, τη Ζακχό, όπου δούλευε σε οικοδομές. Πότε κολυμπώντας σε ποταμό και πότε περπατώντας, έφθασε στη Συρία. Όμως, και εκεί υπήρχε πρόβλημα για τους Κούρδους, και μετά από τρία χρόνια συνέχισε το ταξίδι του για τον Λίβανο. Δούλεψε και μάζεψε τα χρήματα που χρειαζόταν για να μπει στο καράβι για την Ιταλία, με την ελπίδα να επιστρέψει και να σώσει και τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του.
Ο Μουσταφά δεν παίζει πια μουσική
Ο Μουσταφά, Κούρδος από τη Συρία, ήταν ούτως ή άλλως χωρίς πατρίδα. Καταγόταν από χωριό, το Κουρίκ, που είχε διαμοιραστεί μεταξύ Τουρκίας και Συρίας, και οι Κούρδοι ήταν αδύνατον να συνεχίσουν να ζουν εκεί. Έζησε στη Χάσεκ. Ήταν μουσικός, έπαιζε μπουζούκι. Κάθε 25η Μαρτίου, που έχουν γιορτή οι Κούρδοι, συνήθιζε να παίζει κουρδικά τραγούδια – για τα παιδιά, για να μην ξεχνάνε τις ρίζες τους και τη γλώσσα τους. Μερικά τραγούδια είχαν και πατριωτικό χαρακτήρα, κάτι που δεν άρεσε στο καθεστώς της Συρίας. Έτσι, σε μια από αυτές τις γιορτές, οι αρχές τον ξυλοκόπησαν μπροστά από όλο τον κόσμο και τον έσυραν πίσω από ένα αυτοκίνητο. Ακολούθησε η φυλάκιση, το ξύλο, η ανάκριση. Με ποιους είσαι, πού ανήκεις… Ο Μουσταφά δεν μιλούσε. «Καλύτερα να έτρωγα μόνο εγώ το ξύλο πάρα οι υπόλοιποι της οικογένειας. Θα τους περίμεναν βασανιστήρια και βιασμοί για τις γυναίκες», μας εξηγεί. Μέχρι να αφεθεί ελεύθερος, ο πατέρας του και άλλοι πλήρωναν τις αρχές για να μην τον βασανίσουν πολύ. Όταν πια ανέπνευσε αέρα ελευθερίας και μπόρεσε να ξαναπερπατήσει, μαζί με άλλους Κούρδους συμφώνησαν να ξανακάνουν τη γιορτή τους αλλά αυτή τη φορά κρυφά, σε ένα χωριό στα βουνά. Για κακή του τύχη, ανάμεσά τους υπήρχαν προδότες και στην επιστροφή είδε την Ασφάλεια να τον περιμένει έξω από το σπίτι του. Τράπηκε σε φυγή για να μάθει όμως λίγο αργότερα ότι είχαν φυλακίσει τον πατέρα του και τον αδελφό του και είχαν χτυπήσει τη μητέρα του. Ένας γείτονάς του τον είχε ενημερώσει και του έδωσε ένα μήνυμα από τη μάνα του: «Να φύγεις παιδί μου, δεν υπάρχει άλλη επιλογή». Έτσι κι έγινε. Στη διαδρομή πούλησε τα μουσικά του όργανα, τα ηχεία και ό,τι άλλο είχε. Έκτοτε δεν έχει ξαναπαίξει μουσική. Δεν έχει την καρδιά να το κάνει.
Where is humanity?
Όλοι οι πρόσφυγες που έφτασαν με τη βάρκα στη Βάση Ακρωτηρίου κρατήθηκαν, άλλοι για 10 μήνες, άλλοι για 20. Ανάλογα με την περίπτωση. Άλλοι αναγνωρίστηκαν ως πρόσφυγες, άλλοι όχι, και μεταφέρθηκαν στη Δεκέλεια, σε ένα απόμερο μέρος με προκατασκευασμένα σπίτια-παράγκες.
Τον οικισμό τον λένε «Ρίτσμοντ Βίλατζ» – είναι βασικά ένας δρόμος μακριά από τα μάτια των περαστικών, με σπιτάκια σε κάθε του πλευρά. Ο Μαχμούντ, 18 χρόνια μετά, παραμένει αιτητής ασύλου. Κάθε μέρα θα τον βρείτε έξω από τον αστυνομικό σταθμό των Βάσεων, δίπλα από ένα αντίσκηνο που λέει «Where is humanity?».
Πιο παλιά έκανε απανωτές απεργίες πείνας, μέχρι που ο οργανισμός του δεν το άντεχε πια. Συνεχίζει όμως ακόμα τη διαμαρτυρία, γιατί ζητά να αναγνωριστεί η οικογένειά του στις Βάσεις. Είχαν
ζήσει με τα παιδιά του σε ένα μικρό αντίσκηνο για ένα περίπου χρόνο. Η γυναίκα του είχε φτάσει με τα παιδιά, πέντε χρόνια μετά τον ίδιο, μέσα σε μια βάρκα. Αναγνωρίστηκε ως πρόσφυγας από την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά ο Μαχμούντ δεν είχε δικαίωμα να ζήσει μαζί της στο έδαφος της Δημοκρατίας και έτσι ζήτησε να αναγνωριστεί η οικογένεια στις Βάσεις.
Παρ’ όλο που τους έχει δοθεί εκεί ένα σπιτάκι, δεν έχει γίνει αναγνώριση και ζουν με μόνο 280 ευρώ τον μήνα, χωρίς δικαίωμα για εργασία, χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. «Δεν έχουμε δουλειά, δεν μπορούμε να πάμε στον γιατρό, δεν έχουν μέλλον τα παιδιά μας», μας λέει.
«Η ζωή εδώ μας τρελαίνει»
Η 14χρονη κόρη του Μουσταφά φοιτά σε γυμνάσιο της περιοχής, όπως και τα άλλα 35 περίπου παιδιά, που γεννήθηκαν και μένουν στο «Ρίτσμοντ». «Στα σχολεία των γύρω χωριών όπου φοιτούμε», αναφέρει η 14χρονη, που αποφεύγει τον φωτογραφικό φακό, «οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν ότι είμαστε πρόσφυγες. Αποφεύγουμε να μιλάμε γι’ αυτό, λόγω των πειραγμάτων από τα άλλα παιδιά. Ήδη δεχόμαστε αρνητικά σχόλια λόγω των ονομάτων μας. Μας λένε πράγματα, όπως ‘‘φύγε, πήγαινε στη χώρα σου’’». Είναι πολύ δύσκολο να ζούμε εδώ και να μην ανήκουμε πουθενά, συνεχίζει ο πατέρας. «Δεν είμαστε ευπρόσδεκτοι πουθενά, είμαστε άνθρωποι μιας άγνωστης κατηγορίας. Ρωτήστε την κόρη μου πόσες φορές μας έδιωξαν από το νοσοκομείο της Λάρνακας, πώς μας συμπεριφέρονται όταν πάμε σε ένα γραφείο εργασίας, πώς γεμίζουν τα Μερσεντές με πράγματα στον Ερυθρό Σταυρό, ενώ σε μας μετρούν το ρύζι και τα κουκιά, πώς με συνέλαβαν γιατί πήγα να δουλέψω στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αλλά δεν νομίζω να τα γράψετε αυτά, έτσι δεν είναι; Η ζωή εδώ μας τρελαίνει. Πολλές φορές μαλώνουμε μεταξύ μας για ασήμαντο λόγο. Υπάρχει άγχος, αγωνία, κατάθλιψη ανάμεσα στους πρόσφυγες. Πηγαίνουμε από δικηγόρο σε δικηγόρο για να βρούμε το δίκιο μας, και τίποτε δεν γίνεται. Τώρα οι Βρετανοί θέλουν να πληρώσουμε ενοίκιο γι’ αυτά τα χαμόσπιτα. Ήθελαν να μας μεταφέρουν στο ‘‘Βικτώρια Παρκ’’, έναν καταυλισμό που έκαναν πιο κάτω για πρόσφυγες. Μερικοί πήγαν. Διαμαρτυρηθήκαμε, όμως, και μείναμε εδώ που ήμασταν όλα αυτά τα χρόνια», σημειώνει.
Θυμάστε τον Αμίλ;
«Βικτώρια Παρκ». Το έχουμε ξανακούσει αυτό το μέρος. Εκεί, πέρσι τον Αύγουστο, ο 21χρονος Ιρακινός πρόσφυγας Αμίλ Αζίζ σκότωσε τη μητέρα του. Ήταν κι αυτός στη βάρκα, μωρό τότε, με τον πατέρα του και ένα αδελφάκι. Η μητέρα του ακολούθησε αργότερα. «Άσπρισαν τα μαλλιά μας παλεύοντας τόσα χρόνια για λίγα δικαιώματα ή για να μας μεταφέρουν στην Αγγλία. Ήρθαμε παιδιά και γίναμε παππούδες», λέει ο 45χρονος Αλμέρζα.
Τα παιδιά τους, που γεννήθηκαν στις Βάσεις, έχουν μόνο ένα πιστοποιητικό γέννησης, που δεν τους δίνει όμως δικαίωμα για αγγλική υπηκοότητα. Τα παιδιά αυτά στην ουσία δεν έχουν πατρίδα. «Η ζωή πρέπει να συνεχίζεται, ακόμα κι αν έχεις προβλήματα. Οι μέρες που περνούν δεν ξαναέρχονται. Αν περίμενα πότε θα λυθούν τα προβλήματά μου για να κάνω οικογένεια, δεν θα έκανα ποτέ. Τα παιδιά μάς δίνουν ελπίδα και δύναμη να συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε, αλλιώς ίσως να είχαμε πεθάνει», μας λέει κατασυγκινημένος ο Σουδανός Τατζ.
Αγωνία για τον Μάρτιο
Το 2012, μελέτη που διεξήγαγε η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες (UNHCR) έδειξε ότι οι πρόσφυγες του ‘98 πάσχουν από κατάθλιψη, νιώθουν αβοήθητοι και χωρίς ελπίδα. Στους ενήλικες, το άγχος οδηγεί σε διατροφικές διαταραχές και αϋπνία λόγω των κακών συνθηκών, της απομόνωσης και της αβεβαιότητας γύρω από τη νομική τους υπόσταση. Σύμφωνα με τη Έκθεση, το άγχος πηγάζει και από το γεγονός ότι δεν μπορούν να φροντίσουν τις οικογένειές τους. Για τα παιδιά, 6 – 18 χρόνων, η μελέτη έδειξε ότι λόγω της απομόνωσης δεν είχαν ικανοποιητική πρόσβαση στην μόρφωση, περιορισμένη κοινωνική συναναστροφή με ελλείψεις σε ερεθίσματα για ανάπτυξη δεξιοτήτων. Τα πιο πολλά παιδιά αισθάνονται ότι δεν ανήκουν πουθενά και έχουν μαθησιακές δυσκολίες.Στο βίντεο ο Τατζ από το Σουδάν μιλά στο UNHCR το 2014. Δεν έχει αλλάξει κάτι ουσιαστικό από τότε:
Πηγή: http://www.reporter.com.cy/