Το χαμόγελο της δίνει δύναμη στη μητέρα της αλλά και σε όλους όσους είναι γύρω της. Είναι ζεστό, αληθινό, απροσποίητο, που καθρεφτίζει την αρετή της. Είναι μια πολύ όμορφη, έξυπνη και δυναμική κοπέλα.
Όταν την ρωτούν πώς ήταν τα παιδικά της χρόνια, η απάντηση είναι μία: Δεν ήταν γεμάτα παιχνίδι αλλά δάκρυα από πόνο και φόβο. Δώρα και βλέμματα γεμάτα οίκτο.
Το μόνο που ήθελε, ήταν να έχει δίπλα της ολόκληρη την οικογένεια της. Να ήταν όλοι κοντά της την ημέρα του γάμου της. Να μπορούσε να τους αγκαλιάσει, να τους φιλήσει, όπως συμβαίνει στα όνειρα της. Με όλα όσα όμως συνέβησαν στο παρελθόν, είναι σχεδόν σίγουρη ότι όλοι θα είναι εκεί…
Η Στάθια Λίτρα αναφέρει στο ant1iwο:
«Γεννήθηκα στις 21/5/1990 στο Αυγόρου και είχα 2 αδέλφια. Όταν ήμουν 7 ετών, αρρώστησε ο πατέρας μου από καρκίνο. Κράτησε σχεδόν 2 χρόνια το μαρτύριο του. Υπέφερε και ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ. Η μητέρα μου δεν έλειψε στιγμή από κοντά του και κάθε φορά που χρειαζόταν να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο, εμείς μέναμε πότε στη γιαγιά και πότε στη θεία μας. Εμπειρίες και εικόνες που έμοιαζαν περισσότερο με εφιάλτη, που είχε βγει από ένα κακό παραμύθι.
Σε καμία γιορτή του σχολείου δεν είχαν έρθει οι γονείς μου. Μάλιστα κάθε φορά με έπιανε μελαγχολία που έβλεπα πόσο χαρούμενα ήταν τα άλλα παιδιά επειδή δεν μπορούσα να νιώσω το ίδιο. Σκεφτόμουν τον πατέρα μου που πονούσε και υπέφερε πάνω σε ένα κρεβάτι του νοσοκομείου. Αν και βαθιά μέσα μου πίστευα ότι στο τέλος θα γινόταν ένα θαύμα και ο πατέρας μου θα γινόταν καλά, αλλά δυστυχώς…
Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος, μας λάτρευε και το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να είμαστε εμείς καλά. Ήταν διευθυντής σε υποκατάστημα της τράπεζας Κύπρου και μετά τη δουλειά, ήταν συνέχεια μαζί μας και μας βοηθούσε κάθε μέρα στο διάβασμα. Τα Σαββατοκύριακα λάτρευε να μας πηγαίνει εκδρομές και βόλτες.
Στεναχωριόταν πολύ που ήμουν “αδύνατη” στα μαθηματικά και μου διάβαζε με τις ώρες. Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ εκείνο το βράδυ, λίγο πριν φύγει από τη ζωή…
Του πήγα το διαγώνισμα των μαθηματικών στο νοσοκομείο να το δει. Είχα γράψει άριστα και ήμουν πολύ χαρούμενη. Του φώναξα: «Παπά μου κοίτα, έγραψα άριστα στα μαθηματικά, το έφερα για να το δεις και να χαρείς». Δεν μπορούσε όμως να μιλήσει και μου έκανε νόημα με το χέρι. Το επόμενο βράδυ έφυγε χωρίς να προλάβω να τον φιλήσω, να τον αποχαιρετήσω…
Όλα άλλαξαν στη ζωή μας, η μητέρα μου πάλευε να μαζέψει τα κομμάτια της και ήταν πια και μάνα και πατέρας. Ξέρω ότι ένιωθε περισσότερη ασφάλεια που υπήρχε και ο αδελφός μου, ένας άντρας μέσα στο σπίτι. Κανείς όμως δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα γινόταν λίγα χρόνια αργότερα…
Στις 28 Οκτωβρίου του 2001, ο αδελφός μου ήταν στο σπίτι γιατί είχε πάρει 3 μέρες τιμητική άδεια από το στρατό. Το πρωί η μητέρα μου πήγε στο δωμάτιο του και τον ρώτησε αν ήθελε να έρθει μαζί μας στην παρέλαση αλλά εκείνος της είπε: «ρε μαμά αν δεν σε πειράζει πήγαινε εσύ, θέλω να κοιμηθώ».
Δυστυχώς όμως, δεν έμεινε στο σπίτι αλλά πήγε να βρει τους φίλους του. Δανείστηκε τη μοτοσικλέτα -μεγάλου κυβισμού- που είχε ο ένας από αυτούς και πήγε μια βόλτα στο χωριό. Συγκρούστηκε με όχημα στην προσπάθεια του να προσπεράσει. Η σύγκρουση ήταν βίαιη με αποτέλεσμα να χτυπήσει στο όχημα και μετά σε πάσσαλο. Να φανταστείτε, ο πάσσαλος κόπηκε.
Όταν μας πήραν τηλέφωνο για να μας το πουν, η μητέρα μου τους έλεγε: «αποκλείεται ο γιός μου είναι στο σπίτι και κοιμάται». Θυμάμαι μόνο τη στιγμή που ο γιατρός μας είπε: «Κάναμε ότι μπορούσαμε, δυστυχώς δεν τα καταφέραμε».
Νόμιζα ότι επρόκειτο για ένα κακό όνειρο και όταν ξύπνησα το πρωί της επόμενης μέρας, είπα της αδελφής μου: «Είδα όνειρο ότι πέθανε ο Δημήτρης μας», εκείνη μου απάντησε: «Δεν ήταν όνειρο είναι αλήθεια». Το 1999 πέθανε ο πατέρας μου και το 2001 ο αδελφός μου.
Δυστυχώς, εκτός από την οδύνη της απώλειας, με τρόμαζε πολύ και το μέλλον γιατί ήταν πια πολύ διαφορετικό από ότι ανέμενα. Δεν είχα όρεξη να διαβάσω, να μιλήσω, να γελάσω. Έτρεμα κάθε φορά που απλώς κρυολογούσαμε, νόμιζα ότι θα ερχόταν ο θάνατος. Επίσης φοβόμουν να πάω στο κοιμητήριο. Πέρασαν 4 χρόνια μέχρι να καταφέρω, να βρω τη δύναμη για να πάω. Τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια ήταν γεμάτα εφιάλτες.
Υπήρχε όμως κάτι που με έκανε να νιώθω κάπως καλύτερα, μια αλλιώτικη ανακούφιση…
Ξέρω ότι ακούγεται τρελό αλλά πολλές φορές τους έβλεπα, τους ένιωθα δίπλα μου. Την πρώτη φορά, άκουσα θόρυβο έξω, σαν κάποιος να χτύπησε την πόρτα. Όταν άνοιξα για να δω ποιος ήταν, είδα απέναντι μου τον πατέρα μου και τον Δημήτρη. Τρόμαξα και την έκλεισα αμέσως. Μετά από λίγο, όταν κατάλαβα τι έκανα, την άνοιξα με την ελπίδα να τους δω ξανά αλλά δεν ήταν κανείς.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, τους ένιωθα συνέχεια δίπλα μου. Κάθε φορά που είχα μια δυσκολία και έκλαιγα, ένιωθα τον Δημήτρη να κάθεται κοντά μου. Τον ένιωθα έντονα και πάντα μετά μύριζε θυμιατό.
Συνέβη 6 χρόνια μετά το θάνατο του και μάλιστα την ημέρα της ονομαστικής του εορτής…
Τότε σπούδαζα στην Αθήνα και απέναντι από το διαμέρισμα μου, υπήρχε μια εκκλησία. Πήγα και προσκύνησα μα όταν γύρισα, μύριζε πολύ έντονα θυμιατό το σπίτι. Έξω δεν υπήρχε καμιά μυρωδιά, μέσα ήταν όλο και πιο έντονη. Πήρα την μητέρα μου τηλέφωνο και της το είπα. Εκείνη την ημέρα… ήταν η γιορτή του Άγιου Δημήτριου και η εκκλησία ήταν του Αγίου Δημητρίου.
Το πιο συγκλονιστικό όμως περιστατικό που δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω, ήταν αυτό που συνέβη την πρώτη μέρα που πήγα στη σχολή…
Μου είπαν ποιο λεωφορείο πρέπει να πάρω αλλά δεν το έβρισκα. Ένιωθα χάλια, χαμένη σε μια εντελώς άγνωστη πόλη. Κάθισα σε ένα παγκάκι και έβαλα τα κλάματα. Δεν ήξερα τι να κάνω και ποιον να ρωτήσω. Κάποια στιγμή ηρέμισαν τα πράγματα και ελάχιστοι άνθρωποι έμειναν να περιμένουν. Δίπλα μου ήταν ένας νεαρός άντρας που φορούσε πράσινη στολή και είχε ένα σακίδιο στον ώμο.
Του είπα: «συγνώμη που πάει αυτό το λεωφορείο;» και εκείνος μου απάντησε: «στη σχολή σου». Μπήκα στο λεωφορείο μαζί του. Αναρωτιόμουν πως γίνεται να ξέρει που πάω και γύρισα να τον δω ξανά αλλά δεν ήταν εκεί. Έτρεξα έξω από το λεωφορείο, κοίταξα παντού αλλά δεν ήταν πουθενά. Μερικούς μήνες αργότερα, όταν γύρισα για διακοπές στο νησί μας, εντελώς τυχαία είδα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες του πατέρα μου όταν ήταν νέος. Ο 20χρονος περίπου νεαρός που είδα στο λεωφορείο, ήταν ίδιος ο πατέρας μου και μάλιστα φορούσε τα ίδια ρούχα και κρατούσε το ίδιο σακίδιο. Έπαθα μεγάλο σοκ, δεν περίμενα ποτέ να μου συμβεί κάτι τέτοιο και σίγουρα δεν ήταν στην φαντασία μου.
Κάποια στιγμή είχα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας και μπήκα στο χειρουργείο. Υπήρξε εισρόφηση υγρών στους πνεύμονες με αποτέλεσμα να πέσω σε κώμα. Κάποιες επιπλοκές ακόμα, έκαναν τους γιατρούς να φοβούνται και όλοι νόμιζαν ότι θα πέθαινα. Όταν συνήλθα, έβλεπα συνέχεια δίπλα μου να στέκεται ο αδελφός μου και ο πατέρας μου. Ήταν πολύ χαρούμενοι και αυτός ήταν και ο λόγος που ήμουνα τόσο σίγουρη ότι θα γίνω καλά.
Ήθελα αυτός που θα με πάει νύφη στην εκκλησία να είναι ο παππούς μου…
Είμαι αρραβωνιασμένη, έχω ένα κοριτσάκι και πρόκειται να παντρευτώ τον Ιούλιο. Κάθε μέρα έλεγα στον παππού μου: «παππού, εσύ θα με πας νύφη στην εκκλησία, ξέρεις ότι δεν έχω κανέναν άλλον», εκείνος πάντα χαμογελούσε και μου απαντούσε: «σίγουρα κόρη μου». Δυστυχώς όμως, “έφυγε” πριν από 6 μήνες και ήταν σαν να έχασα για δεύτερη φορά τον πατέρα μου. Άρχισαν να δημιουργούνται ξανά όλα εκείνα τα τρομακτικά συναισθήματα που αυτή τη φορά όμως, η αγκαλιά της κόρης μου, η αγάπη και η στήριξη του αρραβωνιαστικού μου, με βοήθησαν να σηκωθώ, να βρω τη δύναμη και να σταθώ ξανά στα πόδια μου. Τώρα όμως που πλησιάζει ο γάμος είναι αλλιώς, μου λείπουν ακόμα περισσότερο.
Αν γινόταν να πραγματοποιηθεί η ευχή μου…
Να είναι την ημέρα του γάμου μου και οι 3 κοντά μου!!!
Τώρα πια τους βλέπω μόνο στα όνειρα μου, με αγκαλιάζουν και με φιλούν. Ξέρω ότι είναι καλά και ότι οι ψυχές πάντα βρίσκονται δίπλα στους δικούς τους, αυτό απέδειξε η δικιά μου εμπειρία.
Θα με συνοδεύσουν μέχρι τα σκαλιά της εκκλησίας η μάνα μου και η κόρη μου αν και είμαι σίγουρη ότι… κάπου εκεί κοντά θα είναι ο πατέρας μου, ο αδελφός μου και ο παππούς μου»