Ποιά ήταν η άσημη αλλά οικεία που κοσμούσε την κυπριακή λίρα;
Μαρία Συμεωνίδου: Μια λεμεσιανή που μέσα από μια ζωγραφιά έγινε μέρος της νομισματικής ιστορίας μας
Οταν ο κόσμος μας άρχισε να βιώνει για τα καλά την οικονομική κρίση και να αντιλαμβάνεται στο μέγιστο βαθμό τη σημασία που είχε εκείνο το «φασούλι, φασούλι γεμίζει το σακούλι» που μας είχανε πρωτομάθει στο Σχολικό Ταμιευτήριο, τότε η μνήμη και η νοσταλγία της κυπριακής λίρας έγινε και πάλι σημείο αναφοράς μας.
Την αγαπήσαμε και τη νοσταλγούμε γιατί έχει ταυτιστεί, όχι μόνο με τις οικονομικές μας συναλλαγές, αλλά και με τις παιδικές μας αναμνήσεις. Οταν την είχαμε στο πορτοφόλι μας, αισθανόμασταν μια κάποια άνεση ξέροντας ότι μας έδινε τη δυνατότητα να την εξαργυρώσουμε με καλό αντίτιμο.
Οταν, πάλι, ήμασταν παιδιά, μας έδινε ιδιαίτερη χαρά όταν την παίρναμε σαν πουλουστρίνα από τον παππού, αφού μ’ αυτήν στο χέρι ξέραμε ότι μπορούσαμε να αγοράσουμε πράγματα που ίσως ήταν αδύνατον να αποκτήσουμε χωρίς τη συνδρομή της.
Εκείνο το ορθογώνιο χαρτί στις αποχρώσεις του καφέ με τα ανάγλυφα γράμματα και σχέδια είχε σίγουρα άλλη βαρύτητα αν το συγκρίνουμε με αυτό που το αντικατέστησε. Μπορεί να μη μας ένοιαζε και να μη δίναμε σημασία στα σχέδια, τις αριθμήσεις, την ημερομηνία και κάποια άλλα στοιχεία (στην ελληνική και τουρκική γλώσσα) που την κοσμούσαν… όλα αυτά ήταν για μας ψιλά γράμματα…
Μας έφτανε μόνο και μας ικανοποιούσε η ένδειξη στην πάνω αριστερή γωνία που μαρτυρούσε την πραγματική της αξία…
Αυτή ήταν η λίρα μας! Μια κυπριακή λίρα, όπως είχε κυκλοφορήσει την τελευταία περίοδο της ζωής της, πριν «φαγωθεί» από την «αναβάθμισή» μας από Κυπραίους σε πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η αντικατάσταση του νομίσματος της Κύπρου με το ευρώ, μπορεί στις αρχές να μην μας ένοιαξε και τόσο (πέρα από τη σύγχυση που επικράτησε τον πρώτο καιρό), όμως με το πέρασμα του χρόνου και ιδιαίτερα όταν ο κόσμος μας άρχισε να βιώνει για τα καλά την οικονομική κρίση και να αντιλαμβάνεται στο μέγιστο βαθμό τη σημασία που είχε εκείνο το «φασούλι, φασούλι γεμίζει το σακούλι» που μας είχανε πρωτομάθει στο Σχολικό Ταμιευτήριο, τότε η μνήμη και η νοσταλγία της κυπριακής λίρας έγινε και πάλι σημείο αναφοράς μας.
Πέρα όμως από την οικονομική και συναισθηματική αξία που της προσδίδουμε, η λίρα μας και συγκεκριμένα τα χαρτονομίσματα της μιας λίρας και των πενήντα σεντ, έχουν πλέον και μια άλλη λαογραφική, ιστορική και καλλιτεχνική σημασία, που πηγάζει μέσα από τη φιγούρα της γυναίκας που κοσμεί αυτά τα δύο χαρτονομίσματα, η οποία ήταν υπαρκτό πρόσωπο και όχι αποκύημα της φαντασίας του καλλιτέχνη.
Η ταυτότητα, λοιπόν, αυτής της άσημης αλλά και τόσο οικείας Κύπριας αποκαλύφθηκε όταν κάποιος από τους απογόνους της δώρισε έναν πίνακα στο Δημοτικό Μουσείο – Ιστορικό Αρχείο της Λεμεσού. Ετσι μάθαμε ότι πρόκειται για τη λεμεσιανή Μαρία Συμεωνίδου, η οποία σέρνει πίσω της μια πλούσια οικογενειακή και γενικότερα κοινωνική ιστορία.
Οπως εξηγεί ο επιστημονικός διευθυντής του Ιστορικού Αρχείου της Λεμεσού, Μίμης Σοφοκλέους, ο πίνακας ανήκε στην οικογένεια της Αλίκης Γαβαλά και δόθηκε ως δωρεά στο μουσείο της πόλης από τον Ρωσσέτο Γαβαλά (γιο του Αργύρη και της Αλίκης Γαβαλά).
Ο πίνακας βρισκόταν για πολλά χρόνια στο σπίτι της οικογένειας στην οδό Κιτίου Κυπριανού στη Λεμεσό. Σκαλίζοντας το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας μαθαίνουμε ότι η Αλίκη Γαβαλά είναι εγγονή της Μαρίας Συμεωνίδου από την κόρη της Αννα, η οποία παντρεύτηκε τον Ιωάννη Απέητο.
Η Μαρία είναι κόρη του Θεμιστοκλή Συμεωνίδη και της Μαρίας ή Μαριούς Χατζηστεφάνου (ή Παπαστεφάνου).
Στον πίνακα, η Μαρία Συμεωνίδου εικονίζεται με τον γιο της Κωνσταντίνο ο οποίος πέθανε σε νεαρή ηλικία. Τα άλλα παιδιά της ήταν η Αννα Συμεωνίδου (Απέητου), η Ζωή Συμεωνίδου και ο Κωστής Συμεωνίδης, ο οποίος πήρε το όνομα του πρωτότοκου υιού Κωνσταντίνου.
Η Μαρία Συμεωνίδου ενέπνευσε, όπως αναφέραμε, τον σχεδιαστή της κυπριακής λίρας καθώς και του χαρτονομίσματος των 50 σεντ (ή 10 σελινιών όπως συνηθίζαμε να λέμε). Παρουσιάζει όμως ενδιαφέρον να δούμε πώς ο πίνακας με το πορτραίτο της αποτέλεσε μέρος της νομισματικής και οικονομικής ιστορίας της Κύπρου.
Η εκτίμηση που εκφράζει ο Μίμης Σοφοκλέους είναι ότι «η πρόταση για την αξιοποίηση της ζωγραφιάς έγινε από τον Αδαμάντιο Διαμαντή, όταν διηύθυνε το Κυπριακό Λαογραφικό Μουσείο, πράγμα που σημαίνει ότι η στολή που φορά η Μαρία Συμεωνίδου, σύμφωνα και με κάποιες πληροφορίες, δωρήθηκε σε κάποιον οργανισμό (που μετεξελίχθηκε στο Κυπριακό Λαογραφικό Μουσείο) τη δεκαετία του 1920 και έκτοτε δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία για την ύπαρξή της.
Ο Γιαννούλης Σολομωνίδης την είδε στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης στη Λευκωσία γύρω στα 1962, αλλά του ειπώθηκε ότι η στολή είχε καταστραφεί». Η στολή που αποτελείται από εσωτερικό μεταξωτό πουκάμισο και μεταξωτή φούστα μοιάζει με τις ενδυμασίες της αστικής κοινωνίας της Κύπρου.
Μοναχός ήταν ο ζωγράφος
Σε ό,τι αφορά τον ζωγράφο του πίνακα με τη Μαρία Συμεωνίδου και τον γιο της, αυτός είναι ο Διονύσιος Χρηστίδης (ο Γέροντας), ο οποίος γεννήθηκε στον Αγιο Κασσιανό στη Λευκωσία και υπήρξε ιεροδιάκονος της Μητρόπολης Κιτίου. Θεωρείται δε ως ο θεμελιωτής του κυπριακού κοινοβιακού μοναχισμού.
Είχε μονάσει, όπως αναφέρεται, επί σειρά ετών στη σκήτη Αγίου Χαραλάμπους Καυσοκαλυβίων του Αγίου Ορους, όπου διδάχθηκε την αγιογραφική τέχνη. Το έργο με τη Μαρία Συμεωνίδου είναι από τα πρώτα και τα πιο παλαιά του στα οποία είχε απεικονίσει διάφορα σημαντικά πρόσωπα της λεμεσιανής κοινωνίας του 19ου αιώνα.
Αναφέρεται επίσης ότι αυτά τα έργα του ο Διονύσιος Χρηστίδης τα πουλούσε προς μία λίρα το καθένα, θέλοντας μόνο να καλύψει τα έξοδα επιστροφής του στο Αγιο Ορος μετά την επίσκεψή του στην Κύπρο. Για τον ίδιο αναφέρεται, τέλος, ότι συνέβαλε σημαντικά στην αναβίωση των μοναστηριών Σταυροβουνίου και Τροοδίτισσας.
Του Χρήστου Χαραλάμπους
Πηγή: lemesos-blog.com