Κακοποιούσε σεξουαλικά την ανήλικη κόρη φίλου του- Βίασε και τη μητέρα της
Το Εφετείο επικύρωσε την καταδίκη άνδρα για σεξουαλική εκμετάλλευση ανήλικης, απορρίπτοντας στο σύνολό του τον μοναδικό λόγο έφεσης που προβλήθηκε από την υπεράσπιση.
Η υπόθεση αφορά περιστατικά που, σύμφωνα με τα δικαστικά ευρήματα, διαδραματίστηκαν σε βάθος χρόνου, όταν η παραπονούμενη ήταν παιδί, μέσα σε ένα ιδιαίτερα επιβαρυμένο οικογενειακό περιβάλλον.
Ο κατηγορούμενος είχε κριθεί ένοχος πρωτόδικα για μία κατηγορία σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού και τρεις κατηγορίες άσεμνης επίθεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι τα γεγονότα των τριών επιμέρους πράξεων εντάσσονται στο ίδιο πραγματικό πλαίσιο με το σοβαρότερο αδίκημα, του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριάμισι ετών μόνο για την πρώτη κατηγορία.
Τα περιστατικά, όπως περιγράφηκαν στο κατηγορητήριο και έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο, φέρονται να έλαβαν χώρα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές μεταξύ των ετών 2007 και 2010, όταν η παραπονούμενη ήταν σε πολύ μικρή ηλικία.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, ο κατηγορούμενος εκμεταλλεύτηκε τη στενή σχέση που είχε με την οικογένεια και το γεγονός ότι συχνά βρισκόταν μόνος μαζί της, προβαίνοντας σε πράξεις που παραβίαζαν κατάφωρα τη σωματική και ψυχική της ακεραιότητα. Οι περιγραφές της αφορούσαν επαναλαμβανόμενη ανάρμοστη συμπεριφορά, με αποκορύφωμα ένα περιστατικό ιδιαίτερης βαρύτητας, το οποίο το Δικαστήριο χαρακτήρισε ως το σοβαρότερο από όσα καταγγέλθηκαν.
Η παραπονούμενη κατέθεσε μέσω οπτικογραφημένης διαδικασίας όταν ήταν 16 ετών, με το υλικό να γίνεται δεκτό ως κύρια μαρτυρία, σύμφωνα με τη νομοθεσία για την προστασία ανηλίκων. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι η καθυστέρηση στην αποκάλυψη των γεγονότων δεν υπονομεύει την αξιοπιστία της, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την ηλικία της κατά τον χρόνο των περιστατικών όσο και τις ιδιαίτερες ψυχολογικές και οικογενειακές συνθήκες μέσα στις οποίες μεγάλωσε.
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδόθηκε στο οικογενειακό πλαίσιο της εποχής. Ο πατέρας της παραπονούμενης αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, η μητέρα της βρισκόταν σε κατάσταση ψυχικής κατάρρευσης, με κατάθλιψη και φαρμακευτική αγωγή, ενώ η οικογένεια βίωνε έντονη αστάθεια. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος αρχικά παρουσιαζόταν ως υποστηρικτικό πρόσωπο, ανέπτυξε στη συνέχεια εμμονική και βίαιη συμπεριφορά απέναντι στη μητέρα, γεγονός που επιβάρυνε περαιτέρω το περιβάλλον στο οποίο ζούσε το παιδί.
Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, «η μητέρα της παραπονούμενης κατάγεται από την Αίγυπτο και ήρθε στην Κύπρο το 1999 μαζί με τον σύζυγό της. Αρχές του 2004, γνώρισε τον κατηγορούμενο ο οποίος ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών και άρχισαν να κάνουν παρέα και βρίσκονταν συχνά με τις οικογένειες τους. Το 2004 ο σύζυγός της υπέστη ένα ατύχημα, συνεπεία του οποίου αντιμετώπισε πολλά προβλήματα. Ο κατηγορούμενος πήγαινε καθημερινά και τους βοηθούσε, μεταξύ άλλων, παραλάμβανε σχεδόν καθημερινά την παραπονούμενη από το νηπιαγωγείο, την έπαιρνε σπίτι και έμενε μαζί της μέχρι να επιστρέψει η ίδια από την εργασία της. Το 2007 ο σύζυγός της μεταφέρθηκε σε ίδρυμα και η ίδια μετακόμισε με την αδελφή της. Τότε άρχισαν τα προβλήματα με τον κατηγορούμενο, ο οποίος άρχισε να την πλησιάζει ερωτικά και δεν δεχόταν τη θέση της ότι η ίδια τον έβλεπε μόνο φιλικά. Υπέφερε από κατάθλιψη, το εν λόγω χρονικό διάστημα, και έπαιρνε ηρεμιστικά. Ένα βράδυ, μετά από πιέσεις του κατηγορουμένου, έκαναν σεξ. Η ίδια αμέσως το μετάνιωσε, αλλά ο κατηγορούμενος συνέχιζε να πηγαίνει στο σπίτι της, παρά την επίμονη έκκλησή της να σταματήσουν να έχουν οποιεσδήποτε σχέσεις. Το 2008, ο κατηγορούμενος της ζήτησε και αυτή δέχτηκε να τον φιλοξενήσει στο σπίτι της, αφού η σύζυγός του τον είχε διώξει από το σπίτι. Έμεινε μαζί τους περίπου για δύο μήνες, αρνούμενος να φύγει πιο νωρίς. Θέση της ήταν ότι, κατά τη διάρκεια των δύο αυτών μηνών, την παρενοχλούσε σεξουαλικά και μία μέρα τη βίασε δύο φορές όπου και η ίδια τον κατάγγειλε».
Η ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη που κατατέθηκε από κλινική ψυχολόγο του επιβεβαίωσε ότι η παραπονούμενη παρουσίαζε συμπτώματα διαταραχής μετατραυματικού στρες, τα οποία συνδέονταν άμεσα με τις εμπειρίες που απέδωσε στον κατηγορούμενο. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η μακροχρόνια αποσιώπηση των γεγονότων αποτέλεσε μηχανισμό ψυχικής άμυνας, τόσο για την ίδια όσο και για την προστασία της μητέρας της, την οποία είχε ουσιαστικά αναγκαστεί να «φροντίζει» σε μικρή ηλικία.
Από την πλευρά του, ο κατηγορούμενος αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες, κάνοντας λόγο για ψευδείς καταγγελίες και αποδίδοντας κίνητρα εκδίκησης στη μητέρα της παραπονούμενης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ωστόσο, αξιολόγησε αρνητικά τη μαρτυρία του, εντοπίζοντας αντιφάσεις και προσπάθεια συσκότισης κρίσιμων πτυχών της υπόθεσης. Αντίθετα, έκρινε τη μαρτυρία της παραπονούμενης συνεπή, σταθερή και απαλλαγμένη από υπερβολές, σημειώνοντας ότι δεν επιχείρησε να παρουσιάσει γεγονότα πέραν όσων μπορούσε να αντιληφθεί στην παιδική της ηλικία.
Η έφεση που καταχωρήθηκε στρεφόταν αποκλειστικά κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας της μητέρας της παραπονούμενης, με την υπεράσπιση να υποστηρίζει ότι εκείνη είχε τη δυνατότητα και το κίνητρο να υποκινήσει την κόρη της σε ψευδή καταγγελία. Το Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, επισημαίνοντας ότι η καταδίκη δεν στηρίχθηκε στη μαρτυρία της μητέρας, αλλά πρωτίστως και καθοριστικά στη μαρτυρία της ίδιας της παραπονούμενης, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αξιολογήσει αυτοτελώς και με ιδιαίτερη προσοχή.
Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, κατά τον χρόνο της αποκάλυψης, η μητέρα και η κόρη είχαν πλέον εγκατασταθεί στο εξωτερικό, είχαν αναδιοργανώσει τη ζωή τους και δεν υφίστατο καμία ενεργή σύγκρουση με τον κατηγορούμενο που θα μπορούσε να θεμελιώσει εκδικητικό κίνητρο. Αντιθέτως, η προσφυγή στη Δικαιοσύνη κρίθηκε ως απόπειρα οριστικού κλεισίματος ενός τραυματικού κεφαλαίου.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, το Εφετείο έκρινε ότι δεν συντρέχει λόγος παρέμβασης στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απέρριψε την έφεση ως αβάσιμη και επικύρωσε πλήρως την καταδικαστική απόφαση και την επιβληθείσα ποινή.
Πηγή: Sigmalive










