Home ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΚΥΠΡΟΣ Πήρε €10.000 για 7,5 χρόνια στη φυλακή – Είχε καταδικαστεί για ανθρωποκτονία
Πήρε €10.000 για 7,5 χρόνια στη φυλακή – Είχε καταδικαστεί για ανθρωποκτονία

Πήρε €10.000 για 7,5 χρόνια στη φυλακή – Είχε καταδικαστεί για ανθρωποκτονία

Η υπόθεση που απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο άρχισε από την καταδίκη άντρα το 2021 για ανθρωποκτονία και ληστεία στη Λεμεσό. Τότε το Κακουργιοδικείο του είχε επιβάλει ποινές φυλάκισης δεκατεσσάρων και έξι ετών, οι οποίες θα εκτίονταν ταυτόχρονα.

Η έφεση που άσκησε κατά της καταδίκης του απορρίφθηκε και ο ίδιος παρέμεινε έγκλειστος μέχρι το 2007, οπότε αποφυλακίστηκε με Προεδρική χάρη, έχοντας εκτίσει περίπου επτάμισι χρόνια τόσο ως υπόδικος όσο και ως κατάδικος.

Εν τω μεταξύ, ο καταδικασθείς είχε προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο το 2009 διαπίστωσε ότι στην ποινική του διαδικασία είχαν παραβιαστεί κρίσιμες εγγυήσεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Η παραβίαση αφορούσε την έλλειψη νομικής αρωγής στα πρώτα στάδια της αστυνομικής ανάκρισης, την αποδοχή και αξιοποίηση στην κύρια δίκη ομολογίας που είχε ληφθεί υπό αυτές τις συνθήκες, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο χειρίστηκε ζήτημα σύγκρουσης με τον συνήγορο υπεράσπισης. Η απόφαση του ΕΔΑΔ κατέστη τελεσίδικη τον Μάρτιο του 2009.

Παρά τα ευρήματα του Στρασβούργου, ο εν λόγω άντρας δεν ζήτησε από το ΕΔΑΔ «δίκαιη ικανοποίηση» ούτε επιδίωξε την επανεκδίκαση της ποινικής του υπόθεσης. Αντιθέτως, προσέφυγε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με αγωγή αποζημιώσεων εναντίον της Δημοκρατίας, η οποία και απεδέχθη το αίτημά του, επιδικάζοντάς του ποσό δέκα χιλιάδων ευρώ για την παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη. Η πρωτόδικη κρίση στηρίχθηκε στην αρχή ότι η διαπίστωση παραβίασης θεμελιωμένου δικαιώματος γεννά απευθείας αγώγιμο δικαίωμα αποζημίωσης.

Η υπόθεση οδηγήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου με δύο εφέσεις: από τη Δημοκρατία, η οποία αμφισβητούσε τόσο την ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος όσο και το ποσό που επιδικάστηκε, και από τον εφεσείοντα, ο οποίος ζητούσε επιπλέον αποζημίωση βάσει του άρθρου 172 του Συντάγματος και μεγαλύτερο χρηματικό ποσό.

Το Ανώτατο καταπιάστηκε κατ’ αρχάς με το ζήτημα κατά πόσο ο ενάγων κωλυόταν να ζητήσει αποζημίωση εντός της εθνικής έννομης τάξης επειδή δεν είχε διεκδικήσει αποζημίωση στο Στρασβούργο. Η απορία αυτή είχε ήδη λυθεί στη νομολογία μέσω της απόφασης Ονουφρίου, όπου κρίθηκε ότι δεδικασμένο υφίσταται μόνο αν το ΕΔΑΔ αποφανθεί επί αιτήματος αποζημιώσεων, κάτι που δεν ίσχυε εδώ. Το Ανώτατο επικύρωσε αυτή την προσέγγιση, απορρίπτοντας τον σχετικό λόγο της Δημοκρατίας.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο ασχολήθηκε με το βαθύτερο, θεσμικό ερώτημα: αν τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να θεμελιώσουν αξίωση αποζημίωσης λαμβάνοντας ως δεδομένες τις διαπιστώσεις παραβίασης του ΕΔΑΔ ή αν ο ενάγων πρέπει να αποδείξει εκ νέου τα πρωτογενή γεγονότα που οδήγησαν στη διαπίστωση παραβίασης. Ο Γενικός Εισαγγελέας υποστήριξε την ανάγκη αυτόνομης απόδειξης, ωστόσο το Ανώτατο απέρριψε τη θέση αυτή, τονίζοντας ότι η δεσμευτικότητα των αποφάσεων του ΕΔΑΔ (άρθρο 46 της Σύμβασης) απαιτεί την αποδοχή των ευρημάτων του ως πραγματικού υποβάθρου εντός της εθνικής έννομης τάξης. Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η Σύμβαση έχει υπερνομοθετική ισχύ και ότι το άρθρο 13 καθιερώνει δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, η οποία θα ήταν άνευ ουσίας αν ο προσφεύγων, παρότι έχει ήδη δικαιωθεί στο Στρασβούργο, αναγκαζόταν να επαναποδείξει τα ίδια γεγονότα.

Το Ανώτατο επικαλέστηκε και τον Νόμο 23(Ι)/2015 περί αποκατάστασης προσώπων των οποίων τα δικαιώματα παραβιάστηκαν σε ποινικές υποθέσεις, ο οποίος ρητά θεωρεί τα ευρήματα του ΕΔΑΔ μέρος του πραγματικού υποβάθρου, επιβεβαιώνοντας ότι η κυπριακή έννομη τάξη αναγνωρίζει πλήρη ισχύ στα δεδικασμένα του Στρασβούργου.

Με βάση αυτά, το Ανώτατο αποφάνθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθώς θεώρησε δεδομένη την παραβίαση των δικαιωμάτων του άντρα και δεν όφειλε να αναζητήσει περαιτέρω μαρτυρία.

Το αμέσως επόμενο ζήτημα αφορούσε το άρθρο 172 του Συντάγματος, που καθιστά τη Δημοκρατία υπεύθυνη για ζημιογόνες πράξεις των οργάνων της. Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε θεωρήσει ότι η ζημιά του εφεσείοντα πηγάζει αποκλειστικά από τις δικαστικές αποφάσεις που τον καταδίκασαν, και όχι από πράξεις της Αστυνομίας. Το Ανώτατο κινήθηκε αντίθετα, επισημαίνοντας ότι η παραβίαση που διαπίστωσε το ΕΔΑΔ αφορούσε πρωτίστως την αστυνομική ανάκριση και την έλλειψη νομικής αρωγής. Επομένως, πρόκειται για πράξεις και παραλείψεις ανακριτικών οργάνων, για τις οποίες η Δημοκρατία ευθύνεται αντικειμενικά. Παρόλα αυτά, το Δικαστήριο υπογράμμισε ένα κρίσιμο στοιχείο: δεν αποδείχθηκε ότι, αν η επίμαχη ομολογία δεν είχε ληφθεί ή αν δεν γινόταν δεκτή στη δίκη, ο εφεσείων δεν θα καταδικαζόταν. Ούτε αποδείχθηκε ότι η έφεσή του θα είχε άλλη κατάληξη. Οι καταδικαστικές αποφάσεις παραμένουν σε ισχύ και δεν έχει επέλθει ακύρωσή τους.

Αυτό το εύρημα επηρέασε το ζήτημα του ύψους της αποζημίωσης. Ο εφεσείων ζητούσε αποζημίωση για τα επτάμισι χρόνια κράτησης ως πλήρη ζημιά, ωστόσο το Ανώτατο διευκρίνισε ότι τέτοια αποζημίωση μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο όταν η καταδίκη ακυρώνεται, οπότε και η κράτηση παύει εκ των υστέρων να θεωρείται νόμιμη. Επειδή στην παρούσα υπόθεση οι καταδικαστικές αποφάσεις παραμένουν ενεργές, δεν μπορεί να επιδικαστεί αποζημίωση σαν να επρόκειτο για αδικαιολόγητη κράτηση. Η μόνη ζημιά που μπορεί να αναγνωριστεί είναι η ηθική βλάβη από την παραβίαση των δικαιωμάτων δίκαιης δίκης, την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο αποτίμησε στις δέκα χιλιάδες ευρώ.

Το Ανώτατο έκρινε ότι η πρωτόδικη επιδίκαση ήταν εύλογη και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου. Ούτε υπήρχε βάση να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του εφεσείοντα για μεγαλύτερο ποσό, αφού το ύψος της αποζημίωσης πρέπει να αντανακλά τη φύση της παραβίασης και όχι το συνολικό διάστημα κράτησης, το οποίο δεν κρίθηκε παράνομο.

Συνολικά, το Ανώτατο απέρριψε την έφεση της Δημοκρατίας ως προς όλα τα σκέλη της· απέρριψε επίσης τα παράπονα του εφεσείοντα ως προς το άρθρο 172 και το ύψος της αποζημίωσης. Με την απόφασή του επιβεβαίωσε ότι οι διαπιστώσεις του Στρασβούργου δεσμεύουν τα εθνικά δικαστήρια ως προς την ύπαρξη παραβίασης, αλλά και ότι η αποζημιωτική ευθύνη έχει όρια όταν δεν έχει ανατραπεί η ποινική κρίση των εθνικών δικαστηρίων.

Αποτέλεσμα ήταν η διατήρηση της αρχικής επιδίκασης των δέκα χιλιάδων ευρώ ως τη μόνη δικαστικά αναγνωρίσιμη αποκατάσταση για την παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης του εφεσείοντα.

Send this to a friend