Home ΛΑΡΝΑΚΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ Δικαστήριο Λάρνακας: Δικαστική μάχη πατέρα – γιου για αποζημίωση από εργατικό ατύχημα στη Λάρνακα
Δικαστήριο Λάρνακας: Δικαστική μάχη πατέρα – γιου για αποζημίωση από εργατικό ατύχημα στη Λάρνακα

Δικαστήριο Λάρνακας: Δικαστική μάχη πατέρα – γιου για αποζημίωση από εργατικό ατύχημα στη Λάρνακα

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εξέδωσε απόφαση στην αγωγή υπ’ αριθμόν 1622/11, η οποία αφορούσε εργατικό ατύχημα που συνέβη στις 27 Ιουλίου 2010 κατά τη διάρκεια εργασιών μπογιατίσματος σε οικία στη Λάρνακα.

Ο ενάγων, εργαζόμενος στην εναγόμενη εργοληπτική εταιρεία, διεκδικούσε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, υποστηρίζοντας ότι τραυματίστηκε σοβαρά στη σπονδυλική στήλη όταν κόπηκε σχοινί με το οποίο επιχειρούσε να δέσει σκαλωσιές στο διπλοκάμπινο όχημα της εργοδότριας εταιρείας.

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, το ατύχημα επήλθε λόγω αμέλειας της εργοδότριας εταιρείας, η οποία, όπως υποστήριξε, δεν εξασφάλισε κατάλληλο εξοπλισμό και ασφαλείς συνθήκες εργασίας. Επικαλέστηκε επτάμηνη ανικανότητα προς εργασία, επίμονους πόνους, νευρολογικά συμπτώματα και μόνιμη μείωση της επαγγελματικής του ικανότητας, διεκδικώντας ειδικές αποζημιώσεις ύψους €14.733 για απώλεια εισοδήματος, μη ληφθείσες άδειες, ιατρικά και μεταφορικά έξοδα.

Η εναγόμενη εταιρεία, από την πλευρά της, αμφισβήτησε πλήρως την εκδοχή του ενάγοντος. Υποστήριξε ότι το ατύχημα ουδέποτε συνέβη και χαρακτήρισε την αγωγή ως σκηνοθετημένη απόπειρα για αθέμιτη αποκόμιση ασφαλιστικού οφέλους. Παράλληλα, ισχυρίστηκε ότι ακόμη και αν το ατύχημα συνέβη, ευθυνόταν αποκλειστικά ή συντρέχοντως ο ίδιος ο ενάγων, ο οποίος είχε καθήκον να ελέγχει τον εξοπλισμό, να λαμβάνει μέτρα ασφάλειας και να αποφεύγει επικίνδυνους χειρισμούς.

Κατά την εκδίκαση, το Δικαστήριο άκουσε τέσσερις μάρτυρες από την πλευρά του ενάγοντος – δύο ορθοπεδικούς ιατρούς, έναν φυσιοθεραπευτή και τον ίδιο τον ενάγοντα. Η εργοδότρια εταιρεία παρουσίασε μόνο μία μάρτυρα, και αυτή αποκλειστικά για το ζήτημα της προδικαστικής ένστασης περί νομικής υπόστασης της εταιρείας, η οποία τελικά απορρίφθηκε και δεν αποτέλεσε αντικείμενο έφεσης.

Στην απόφασή του, ημερομηνίας 7 Νοεμβρίου 2015, το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ιατρού Μ.Ε.4 ως την πλέον αξιόπιστη και αμερόληπτη, σημειώνοντας ότι η μαρτυρία του δεύτερου ορθοπεδικού ήταν αντιφατική και υπερβολική. Έκρινε επίσης ότι η μαρτυρία του φυσιοθεραπευτή συμβάδιζε με την ιατρική εικόνα μέτριας σοβαρότητας του κατάγματος. Αντίθετα, η μαρτυρία του ενάγοντος χαρακτηρίστηκε από υπερβολές, αντιφάσεις και ασάφειες ως προς τα πραγματικά περιστατικά, την προϋπάρχουσα κατάσταση της υγείας του και τις συνέπειες του ατυχήματος.

Με βάση την αποδεκτή μαρτυρία, το Δικαστήριο περιέγραψε ότι ο ενάγων, έμπειρος ελαιοχρωματιστής και συνιδρυτής της οικογενειακής επιχείρησης, επιχείρησε να φορτώσει υπερβολικό αριθμό σκαλωσιών στο ημιφορτηγό. Γνωρίζοντας ότι ξεπερνούσαν το ύψος της κάσιας και απαιτούσαν δέσιμο, χρησιμοποίησε σχοινί τύπου «σαμπάνι» χωρίς να ελέγξει την κατάστασή του, αν και αυτό ήταν δική του ευθύνη. Κατά την προσπάθεια στερέωσης, γλίστρησε και έπεσε από ύψος δύο μέτρων, με αποτέλεσμα μέτριου βαθμού κάταγμα της οσφυϊκής μοίρας.

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η εργοδότρια εταιρεία παρέλειψε το καθήκον επιμέλειας, επιτρέποντας τη μεταφορά σκαλωσιών με ακατάλληλο όχημα και χωρίς ασφαλή μέσα πρόσδεσης. Ωστόσο, έκρινε ότι και ο ενάγων συνέβαλε κατά 50% στο ατύχημα λόγω λανθασμένων χειρισμών, υπερεκτίμησης των ικανοτήτων του και μη ελέγχου του εξοπλισμού.

Ως προς τη φύση και την έκταση των τραυματισμών, το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ο ενάγων υπέστη μέτριας σοβαρότητας κάταγμα, με χρόνο αποθεραπείας δύο έως πέντε μηνών, χωρίς μόνιμο λειτουργικό κατάλοιπο.

Το συνολικό ποσό των γενικών αποζημιώσεων ορίστηκε στις €7.000, ενώ οι ειδικές αποζημιώσεις, βάσει όσων κρίθηκαν αποδεδειγμένες, ανήλθαν σε €7.305. Λόγω της συντρέχουσας αμέλειας του ενάγοντος, τα ποσά μειώθηκαν κατά 50%.

Η απόφαση προσβλήθηκε με επτά λόγους έφεσης, οι οποίοι αφορούσαν την αξιολόγηση της ιατρικής και πραγματικής μαρτυρίας, τον επιμερισμό ευθύνης και το ύψος των επιδικασθεισών αποζημιώσεων. Ωστόσο, το Εφετείο, εξετάζοντας τις καθιερωμένες αρχές περί μη επέμβασης στα ευρήματα αξιοπιστίας και αξιολόγησης μαρτυρίας, έκρινε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς τις διαπιστώσεις του και δεν είχε παρεκκλίνει από τη νομολογία. Διαπίστωσε ότι τα ευρήματα στηρίζονταν στο σύνολο των στοιχείων και δεν ήταν ανυπόστατα, παράλογα ή αντίθετα με τη μαρτυρία.

Ως εκ τούτου, οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης απορρίφθηκαν, όπως και η αμφισβήτηση του επιμερισμού ευθύνης. Το Εφετείο έκρινε ότι η συντρέχουσα αμέλεια του ενάγοντος αποδείχθηκε επαρκώς, ιδίως από τα ίδια τα γεγονότα και τις δικές του ενέργειες.

Το Εφετείο προχώρησε επίσης στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης, οι οποίοι επικεντρώνονταν κυρίως στο ύψος των επιδικασθεισών αποζημιώσεων και στην τεκμηρίωση των ειδικών ζημιών. Ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υποτίμησε τόσο τη σοβαρότητα του τραυματισμού όσο και τον αντίκτυπο στην εργασιακή του ικανότητα, ζητώντας την αναθεώρηση των ποσών λόγω, όπως υποστήριξε, εσφαλμένης εκτίμησης της ιατρικής μαρτυρίας. Επιπλέον, προέβαλε ότι ο χρόνος ανικανότητας προς εργασία είχε υπολογιστεί λανθασμένα και ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη πρόσθετες οικονομικές απώλειες.

Ωστόσο, το Εφετείο επανέλαβε ότι η αξιολόγηση της σοβαρότητας του τραυματισμού και του χρόνου αποθεραπείας αποτελεί κατεξοχήν ζήτημα εκτίμησης της μαρτυρίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο είχε λάβει υπόψη τόσο τις ιατρικές γνωματεύσεις όσο και τον τρόπο που αυτές ερμηνεύτηκαν ενώπιόν του. Έκρινε ότι η αποδεκτή ιατρική μαρτυρία στήριζε πλήρως το συμπέρασμα περί μέτριας σοβαρότητας του κατάγματος, χωρίς μόνιμα κατάλοιπα, ενώ οι ισχυρισμοί για παρατεταμένη ανικανότητα προς εργασία δεν επιβεβαιώθηκαν από αντικειμενικά στοιχεία.

Σε σχέση με τις ειδικές αποζημιώσεις, το Εφετείο διαπίστωσε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχθεί μόνο τα ποσά που αποδείχθηκαν με επαρκή τεκμηρίωση και είχε απορρίψει όσα δεν στηρίζονταν σε έγγραφα ή αξιόπιστη προφορική μαρτυρία. Θεώρησε ότι η προσέγγιση αυτή ήταν ορθή και σύμφωνη με τις αρχές που διέπουν τη θεμελίωση ειδικών ζημιών.

Η απόφαση καταλήγει αναφέροντας ότι «κατ’ ακολουθία όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς και η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται με τον καταμερισμό ευθύνης για το επίδικο ατύχημα να μειώνεται από 50% σε 25% στο πρόσωπο του εφεσείοντα.

Ενόψει τούτου, σε συμφωνία με τα επιδικασθέντα ποσά των αποζημιώσεων, η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται κατά τρόπο που να αποδίδεται ειδικότερα στον εφεσείοντα το ποσό των €5.250- ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμο τόκο από 27.07.2010 και €5.478,75 ως ειδικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμο τόκο από 19.05.2011. Κατά τα λοιπά η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται, με όλους τους λόγους έφεσης, πλην του λόγου έφεσης αρ. 4, να απορρίπτονται. Ενόψει της ως άνω κατάληξης, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης, €2.000- έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α, αν υπάρχει».

Send this to a friend