Απάτη κρυπτονομισμάτων: Πέρασαν 6 εκατ. από λογαριασμό Κύπριας επιχειρηματία
Η υπόθεση που έφθασε ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου αφορά μια Κύπρια επιχειρηματία, η οποία βρέθηκε στο επίκεντρο διεθνούς έρευνας για μεγάλο κύκλωμα απάτης μέσω κρυπτονομισμάτων, το οποίο αποκαλύφθηκε στις αρχές Νοεμβρίου.
Η αιτήτρια ζήτησε άδεια καταχώρισης προνομιακού εντάλματος certiorari με σκοπό την ακύρωση εντάλματος έρευνας που είχε εκδοθεί για την οικία της, τα υποστατικά και τα οχήματά της τον Οκτώβριο του 2025. Η ίδια υποστήριξε ότι το ένταλμα εκδόθηκε αυθαίρετα, χωρίς επαρκή νομική βάση και χωρίς να τεθεί ενώπιον του Δικαστή επαρκής σύνδεση μεταξύ των χώρων της και των αντικειμένων που αναζητούσαν οι αρχές. Ισχυρίστηκε ακόμη ότι το Δικαστήριο λειτούργησε προσωποπαγώς, θεωρώντας πως η εμπλοκή της στο υπό διερεύνηση κύκλωμα αρκούσε για να νομιμοποιήσει τη γενικευμένη έρευνα.
Η αιτήτρια υπογράμμισε ότι ο όρκος της Αστυνομίας ήταν αόριστος, καθώς κατέγραφε μια εκτενή και γενική λίστα αντικειμένων που θα μπορούσαν να κατασχεθούν χωρίς σαφή κριτήρια, φτάνοντας μέχρι και σε ενδεχόμενη πρόσβαση σε ιδιωτική επικοινωνία.
Τόνισε ότι η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου είχε ληφθεί μέσα σε μόλις δεκαπέντε λεπτά, παρά το γεγονός ότι ο όρκος ξεπερνούσε τις πενήντα σελίδες. Πρόσθεσε επίσης ότι υπήρξε ασυνέπεια ως προς την κρίση του Δικαστηρίου, αφού σε προηγούμενη αίτηση κατάσχεσης παρόμοιων αντικειμένων η Αστυνομία είχε λάβει αρνητική απάντηση, χωρίς να εξηγείται γιατί στη νέα αίτηση το Δικαστήριο υιοθέτησε διαφορετική στάση.
Το Δικαστήριο, εξετάζοντας τη νομιμότητα της αίτησης για certiorari, θύμισε ότι ο συγκεκριμένος θεσμός δεν λειτουργεί ως έφεση. Απαιτείται συζητήσιμη υπόθεση που να αγγίζει υπέρβαση δικαιοδοσίας, ουσιώδη πλάνη νόμου ή παραβίαση θεμελιωδών κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Στην παρούσα περίπτωση, οι γαλλικές αρχές είχαν παραδώσει στις κυπριακές αρχές μια εξαιρετικά λεπτομερή και εκτενή έρευνα, η οποία από το 2020 αποκάλυπτε ένα πολυεθνικό δίκτυο απάτης, ψεύτικες πλατφόρμες επενδύσεων, οργανωμένες μεθόδους παραπλάνησης θυμάτων, τηλεχειρισμό υπολογιστών και εκτεταμένη νομιμοποίηση εσόδων. Το ύψος των ύποπτων ροών κρυπτονομισμάτων υπολογιζόταν περίπου στα επτακόσια εκατομμύρια δολάρια.
Η σύνδεση με την Κύπρια αιτήτρια προέκυπτε από οικονομικά και τραπεζικά δεδομένα που, σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, έδειχναν ότι μέσω λογαριασμού της εταιρείας της, είχαν διακινηθεί σημαντικά ποσά χρημάτων από ψεύτικες επενδυτικές πλατφόρμες. Περίπου πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια φέρεται να κατέληξαν στον λογαριασμό αυτό, ενώ επιπλέον έξι εκατομμύρια δολάρια φέρονταν να έχουν διοχετευθεί μέσω του ίδιου καναλιού προς άλλα ύποπτα πρόσωπα. Η ίδια αρνείτο οποιαδήποτε εμπλοκή, ωστόσο οι ανακριτικές αρχές παρουσίαζαν το υλικό ως ενδείξεις άμεσης συμμετοχής της στη λειτουργία ενός διεθνούς μηχανισμού απάτης.
Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας που στάλθηκε στην Κύπρο ζητούσε την εξασφάλιση τεκμηρίων που θεωρούνταν απαραίτητα για την αποκάλυψη της έκτασης της απάτης: ηλεκτρονικές συσκευές, υπολογιστές, κινητά, SEED phrases, εξοπλισμό εξόρυξης κρυπτονομισμάτων, εταιρικά έγγραφα, αρχεία λογιστικής, τραπεζικούς κωδικούς, στοιχεία πληρωμών και άλλα αντικείμενα που θα μπορούσαν να δείξουν είτε τη συμμετοχή της αιτήτριας είτε τον τρόπο λειτουργίας του δικτύου. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο όρκος δεν ήταν γενικόλογος αλλά περιείχε πλήρη, συγκεκριμένη και λεπτομερή χαρτογράφηση της διεθνούς έρευνας.
Σε σχέση με τον χρόνο έκδοσης του εντάλματος, το Δικαστήριο ανέφερε ότι η ταχύτητα δεν συνιστά από μόνη της ένδειξη πλάνης. Οι Δικαστές, όπως σημείωσε, είναι εξοικειωμένοι με ογκώδη υλικά και μπορούν να εντοπίζουν γρήγορα τα κρίσιμα σημεία που απαιτούνται από το άρθρο 27 του Κεφ.155, το οποίο απαιτεί όχι απλώς υπόνοια εμπλοκής, αλλά εύλογη και συγκεκριμένη σύνδεση των τεκμηρίων με τον χώρο έρευνας.
Όσον αφορά το θέμα της δήθεν μεταστροφής του Δικαστηρίου ως προς την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων, η απόφαση διευκρίνισε ότι η κατάσχεση κρίνεται κάθε φορά με βάση τα πραγματικά δεδομένα της νέας αίτησης.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το υλικό που συνόδευε τη γαλλική Εντολή Έρευνας ήταν σημαντικά πληρέστερο και διαφορετικό από το προγενέστερο, κάτι που δικαιολογούσε και την αντίστοιχη διαφοροποίηση στην κρίση.
Στο τελικό στάδιο, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η αιτήτρια δεν παρουσίασε συζητήσιμη υπόθεση που να άγγιζε τη νομιμότητα της έκδοσης του εντάλματος. Δεν αποδείχθηκε υπέρβαση δικαιοδοσίας, πλάνη νόμου ή παραβίαση διαδικαστικού κανόνα τέτοιας βαρύτητας που να καθιστά την απόφαση ανυπόστατη. Έτσι, η αίτησή της για χορήγηση άδειας καταχώρισης εντάλματος certiorari απορρίφθηκε.









