Όχι Ανωτάτου σε μείωση ποινής: «Εν δικά μου ούλλα, τζιαι η κόκα τζιαι τα λεφτά»
Απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο η έφεση άντρα, ο οποίος καταδικάστηκε για κατοχή ποσότητας κοκαΐνης στη Λεμεσό.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο εφεσείων αντιμετώπιζε πέντε συνολικά κατηγορίες, μεταξύ των οποίων κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια κοκαΐνης συνολικού βάρους 400,27 γραμμαρίων, καθώς και κατοχή χρηματικού ποσού €11.545 και 955 τουρκικών λιρών, το οποίο, όπως κρίθηκε, αποτελούσε έσοδα από εμπορία ναρκωτικών. Ο ίδιος παραδέχθηκε ενοχή μόνο στις δύο πρώτες κατηγορίες, ενώ αρνήθηκε τις υπόλοιπες.
Κατά την ακροαματική διαδικασία στο Κακουργιοδικείο Λεμεσού, κατέθεσαν έξι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής, ενώ ο κατηγορούμενος δεν παρουσίασε υπερασπιστική μαρτυρία. Το Δικαστήριο τον έκρινε ένοχο και στις υπόλοιπες κατηγορίες, επιβάλλοντας ποινή φυλάκισης πέντε ετών για τις κατηγορίες 2 και 3 και οκτώ ετών για την κατηγορία 5, με τις ποινές να συντρέχουν.
Η απόφαση περιγράφει λεπτομερώς τη σκηνή της παρακολούθησης και σύλληψης του κατηγορούμενου. Όπως αναφέρεται, «ο εφεσείων θεάθηκε, από τον Μ.Κ.3, να βρίσκεται έξω από την πόρτα του συνοδηγού του οχήματός του, κρατώντας μια χαρτοσακούλα με πράσινα γράμματα, και στη συνέχεια να κατευθύνεται σε θάμνους, να τοποθετεί αυτήν σε χαρτοκιβώτιο που υπήρχε στους θάμνους και να επιστρέφει χωρίς να κρατά οτιδήποτε». Κατά την ανακοπή του από την Αστυνομία, βρέθηκαν στο όχημά του η ποσότητα των ναρκωτικών και τα χρήματα. Ο ίδιος φέρεται να απάντησε στους αστυνομικούς: «Εν δικά μου ούλλα. Τζιαι η κόκα τζιαι τα λεφτά. Τι να σου πω; Εννά σε περιπαίζω; Αφού ήβρατε τα μες το αυτοκίνητο μου», ενώ για τα χρήματα πρόσθεσε «Εν μπορώ να το δικαιολογήσω».
Το Ανώτατο, εξετάζοντας την έφεση, υπενθύμισε τις πάγιες αρχές που διέπουν τη δυνατότητα επέμβασής του στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Στην απόφαση παρατίθεται χαρακτηριστικά η αναφορά από τη νομολογία Πισσαρίδης v. Αστυνομίας (Ποιν. Εφέσεις 67/2023 και 68/2023):
«Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν η αξιολόγηση ή τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία […] ή όταν τα συμπεράσματά του κρίνονται στο σύνολο της υπόθεσης παράλογα».
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Κακουργιοδικείο «εξέτασε καθετί σχετικό, αντιπαραβάλλοντας τα διάφορα στοιχεία μαρτυρίας και εξήγησε τα συμπεράσματά του». Επομένως, όπως τόνισε, «δεν παρέχεται πεδίο επέμβασής μας».
Αναφορικά με τη δεύτερη αιτία έφεσης, που αφορούσε το βίντεο της αναπαράστασης των γεγονότων, το Ανώτατο έκρινε ότι «είναι καθ’ όλα επιτρεπτό το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου» ότι το βίντεο υποστήριζε την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό περί παραποίησης ή σκοπιμότητας.
Ο εφεσείων προέβαλε επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς αποδέχθηκε ως «πραγματογνώμονα» τον μάρτυρα της ΥΚΑΝ που κατέθεσε για την πρακτική των εμπόρων ναρκωτικών να «προπληρώνονται και μετά να παραδίδουν τα ναρκωτικά». Το Ανώτατο απέρριψε και αυτόν τον λόγο, επισημαίνοντας ότι «ήταν επιτρεπτό, για το Κακουργιοδικείο, να καταλήξει ότι, λόγω της εμπειρίας του, ο συγκεκριμένος μάρτυρας μπορούσε να θεωρηθεί ως πραγματογνώμονας».
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στο ζήτημα του γενετικού υλικού. Η υπεράσπιση είχε υποστηρίξει ότι η απουσία DNA του κατηγορουμένου στα επίδικα ναρκωτικά υπονόμευε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής. Το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα, σημειώνοντας:
«Η απουσία γενετικού υλικού του κατηγορούμενου στα επίδικα ναρκωτικά δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτός δεν ήλθε σε επαφή με αυτά […] η ανυπαρξία γενετικού υλικού δεν οδηγεί άνευ ετέρου σε συμπέρασμα ότι ένας κατηγορούμενος δεν άγγιξε ή δεν είχε οποιαδήποτε εμπλοκή».
Το Ανώτατο απέρριψε επίσης τον ισχυρισμό περί «προσυνεννόησης» ή «προετοιμασίας» των μαρτύρων, κρίνοντας ότι «ούτε το γεγονός ότι σε κάποια σημεία της μαρτυρίας τους οι μάρτυρες αναφέρονταν σε πληθυντικό αριθμό οδηγεί σε τέτοιο συμπέρασμα».
Κρίσιμο μέρος της απόφασης αφορά το εύρημα ότι τα χρήματα που βρέθηκαν στον εφεσείοντα αποτελούσαν έσοδα από εμπορία ναρκωτικών. Όπως κατέγραψε το Κακουργιοδικείο, «υπάρχουν αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις […] οι οποίες οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι τα εν λόγω χρηματικά ποσά αποτελούν έσοδο από τη διάπραξη του αδικήματος της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια και ότι ο κατηγορούμενος είχε άμεση γνώση περί τούτου».
Το Δικαστήριο υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι «ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του τα ποσά αυτά ταυτόχρονα με τα ναρκωτικά», ότι «τα ναρκωτικά ήταν ίδιας καθαρότητας και σχεδόν ίσης ποσότητας» και ότι «ο ίδιος δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την ύπαρξη των ποσών αυτών».
Καταλήγοντας, το Ανώτατο έκρινε ότι «αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν η καταδίκη του εφεσείοντα για το αδίκημα, ενώ […] αναπόφευκτη ήταν και η διαταγή δήμευσης των εν λόγω ποσών».
Ο έβδομος και τελευταίος λόγος έφεσης, που αφορούσε την ποινή, απορρίφθηκε επίσης. Το Δικαστήριο τόνισε ότι «η απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας περί παγίδευσης του εφεσείοντα ουδόλως επέτρεπε τέτοια διαπίστωση γεγονότος».
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του, αφιέρωσε εκτενές τμήμα στην αιτιολόγηση της ποινής, επαναλαμβάνοντας ότι οι υποθέσεις εμπορίας κοκαΐνης αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη αυστηρότητα λόγω της κοινωνικής απαξίας του αδικήματος και της αυξανόμενης διάδοσής του. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «η κοκαΐνη είναι ένα από τα πλέον επικίνδυνα ναρκωτικά, με καταστροφικές συνέπειες για τα άτομα και την κοινωνία, και η εμπλοκή σε εμπορία ή διακίνηση δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με επιείκεια».
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το πρωτόδικο σώμα είχε συνεκτιμήσει όλους τους παράγοντες που απαιτεί η νομολογία, τόσο επιβαρυντικούς όσο και ελαφρυντικούς, πριν επιβάλει την ποινή των οκτώ ετών. Μεταξύ των επιβαρυντικών στοιχείων, καταγράφηκε η ποσότητα της κοκαΐνης —400 γραμμάρια— που θεωρήθηκε «πολύ σημαντική» για τα δεδομένα της Κύπρου, η καθαρότητα του ναρκωτικού, η ύπαρξη χρηματικού ποσού που αποδείκνυε κίνητρο κέρδους, καθώς και το γεγονός ότι η κατοχή δεν ήταν περιστασιακή, αλλά συνδεόταν με προπαρασκευαστικές πράξεις εμπορίας.
Το Ανώτατο απέρριψε την προσπάθεια του εφεσείοντος να μειώσει την ποινή, υποστηρίζοντας ότι δεν επρόκειτο για κύριο έμπορο αλλά για «μικρό κρίκο» στην αλυσίδα. Όπως επισημαίνεται στην απόφαση, «ούτε από τη μαρτυρία ούτε από οποιοδήποτε τεκμήριο προέκυψε ότι ο ρόλος του εφεσείοντα ήταν περιορισμένος. Αντιθέτως, οι πράξεις του καταδεικνύουν πρόσωπο με ενεργό συμμετοχή στη διακίνηση».
Επιπλέον, το Δικαστήριο σχολίασε τη στάση του κατηγορουμένου κατά την έρευνα και τη δίκη, σημειώνοντας ότι «ενώ αρχικά παραδέχθηκε ότι η κοκαΐνη και τα χρήματα του ανήκαν, αργότερα προσπάθησε να ανασκευάσει, επιδεικνύοντας έλλειψη ειλικρίνειας». Η έλλειψη ειλικρινούς μεταμέλειας θεωρήθηκε επιβαρυντική παράμετρος που απέκλειε την επιβολή ηπιότερης ποινής.
Αναφερόμενο στη νομολογία για την αναλογικότητα της ποινής, το Ανώτατο επικαλέστηκε προηγούμενες αποφάσεις, όπως Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας και Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, όπου για παρόμοιες ποσότητες και συνθήκες είχαν επιβληθεί ποινές μεταξύ επτά και δέκα ετών φυλάκισης. «Η ποινή των οκτώ ετών βρίσκεται πλήρως εντός του φάσματος που έχει καθοριστεί από τη νομολογία και δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε απόκλιση που να δικαιολογεί παρέμβαση», κατέληξε το Δικαστήριο.
Στο τελικό του σκεπτικό, το Ανώτατο τόνισε ότι ο θεσμός της έφεσης δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως «δεύτερη δίκη», αλλά μόνο για να διορθώνει σοβαρά σφάλματα δικαίου ή ευρήματα που αντιβαίνουν στη λογική και στα αποδεικτικά στοιχεία. «Η παρούσα υπόθεση δεν παρουσιάζει κανένα τέτοιο στοιχείο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε με επιμέλεια, ανέλυσε τη μαρτυρία με προσοχή και αιτιολόγησε επαρκώς τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Με αυτά τα δεδομένα, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε ομόφωνα την έφεση, επιβεβαιώνοντας πλήρως την απόφαση του Κακουργιοδικείου Λεμεσού. Ο κατηγορούμενος παραμένει καταδικασμένος σε ποινή φυλάκισης οκτώ ετών, ενώ τα κατασχεθέντα ποσά παραμένουν δημευμένα ως έσοδα προερχόμενα από τη διακίνηση ναρκωτικών.









