Home ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΚΥΠΡΟΣ Τριπλασιάστηκε η ποινή σε οδηγό που πέρασε δύο φορές πάνω από πεζό στη Λεμεσό
Τριπλασιάστηκε η ποινή σε οδηγό που πέρασε δύο φορές πάνω από πεζό στη Λεμεσό

Τριπλασιάστηκε η ποινή σε οδηγό που πέρασε δύο φορές πάνω από πεζό στη Λεμεσό

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο, ύστερα από παραδοχή του, για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Για το αδίκημα αυτό, το Δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι μηνών, με αναστολή τριών ετών, στέρηση άδειας οδήγησης για τρεις μήνες και οκτώ βαθμούς ποινής.

Η απόφαση αυτή, ωστόσο, κρίθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα ως έκδηλα ανεπαρκής, με αποτέλεσμα να ασκηθεί έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Στον μοναδικό λόγο έφεσης, ο Γενικός Εισαγγελέας υποστήριξε ότι η επιβληθείσα ποινή «είναι έκδηλα ανεπαρκής ενόψει της σοβαρότητας του αδικήματος, της ανάγκης επιβολής αποτρεπτικών ποινών και της έξαρσης διάπραξης όμοιων ή παρόμοιων αδικημάτων». Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης, ο Εισαγγελέας επεσήμανε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν προσέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα του αδικήματος», ούτε έλαβε υπόψη «την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών και αυστηρής αντιμετώπισης» των υποθέσεων αυτών. Ιδιαίτερα υπογραμμίστηκε πως το Δικαστήριο «έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στους μετριαστικούς παράγοντες του Εφεσίβλητου και αδιαφόρησε εντελώς για την απώλεια της ανθρώπινης ζωής».

Οι συνθήκες του δυστυχήματος, όπως καταγράφηκαν από το Εφετείο, ήταν ιδιαιτέρως σοβαρές. Ο οδηγός, οδηγώντας χωρίς προσοχή, παραβίασε πινακίδα υποχρεωτικής στροφής αριστερά και την άσπρη συνεχή γραμμή του δρόμου, επιχειρώντας παράνομη στροφή δεξιά. «Επιχείρησε απαγορευμένη στροφή δεξιά με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το θύμα, τον εγκλώβισε κάτω από το μπροστινό δεξιό μέρος του οχήματος του και μη αντιλαμβανόμενος τι έκανε, κινήθηκε όπισθεν και πέρασε ξανά πάνω από το θύμα με τον μπροστινό δεξιό τροχό του», όπως σημειώνεται στην έκθεση του Εισαγγελέα και επιβεβαιώνεται από το υλικό του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης.

Το Ανώτατο, εξετάζοντας το περιεχόμενο του λόγου έφεσης, στηρίχθηκε στην πρόσφατη νομολογία, όπως στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Γιώργου Μαυρέα κ.α. (Ποινικές Εφέσεις Αρ. 13-18/2022), όπου υπογραμμίζεται ότι «το Εφετείο ακούει και κρίνει την έφεση μόνον επί των λόγων που εκτίθενται στην Ειδοποίηση Έφεσης». Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι ο λόγος έφεσης πρέπει να είναι συγκεκριμένος και πλήρως τεκμηριωμένος: «Στον “λόγο έφεσης”, με περιεκτικό και στοχευμένο τρόπο προσδιορίζεται επακριβώς το παράπονο του εφεσείοντος… Δεν επιτρέπεται στην “αιτιολογία” η έγερση θεμάτων που δεν καλύπτονται από τον “λόγο έφεσης”». Συνεπώς, το Εφετείο έκρινε ότι η αναφορά στην τριετή αναστολή της ποινής δεν συνιστούσε αυτοτελή λόγο έφεσης και δεν εξετάστηκε.

Περνώντας στην ουσία της υπόθεσης, το Ανώτατο ανέλυσε τις αρχές που διέπουν την παρέμβασή του σε ποινές πρωτόδικων Δικαστηρίων. Όπως επισημάνθηκε στην απόφαση Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας (Ποιν. Εφέσεις 235/13 & 236/13), το Εφετείο δεν καθορίζει εκ νέου την ποινή, αλλά εξετάζει «αν η επιβληθείσα ποινή εντάσσεται στα πλαίσια που καθορίζονται από τη νομολογία». Η παρέμβασή του είναι επιτρεπτή «μόνο όπου η ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική».

Στην παρούσα υπόθεση, το Ανώτατο διαπίστωσε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν στάθμισε ορθά τη σοβαρότητα του αδικήματος, ούτε την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Όπως σημειώνει το Δικαστήριο: «Δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία ως προς την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής, ειδικά σε σχέση με το αδίκημα που προνοείται από το Άρθρο 210 του Κεφ.156, δεδομένης της μεγάλης συχνότητας αλλά και των τραγικών συνεπειών της διάπραξης τέτοιων αδικημάτων». Ιδιαίτερα, το Εφετείο στάθηκε στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Manraj Singh Sidhu (Ποινική Έφεση 152/2022), όπου υπογραμμίστηκε ότι «οι περιπτώσεις όπου η επιλήψιμη συμπεριφορά εμπεριέχει στοιχείο αδιαφορίας για την ασφάλεια των άλλων χρηστών του δρόμου, όπως εν προκειμένω, κρίνονται με μεγαλύτερη αυστηρότητα».

Το Ανώτατο διαπίστωσε επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στον μετριαστικό παράγοντα της καθυστέρησης», χωρίς να τεκμηριώνεται ότι αυτή επηρέασε δυσμενώς τον εφεσίβλητο ή στέρησε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη, όπως απαιτεί το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Συνοψίζοντας την κρίση του, το Ανώτατο κατέληξε ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα του αδικήματος, την έξαρση που παρουσιάζει και την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Ως αποτέλεσμα, κατέληξε στην επιβολή ποινής, η οποία, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι έκδηλα ανεπαρκής». Έκρινε, επομένως, ότι η αρχική ποινή έπρεπε να αντικατασταθεί από ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ μηνών, χωρίς αναστολή.

Η απόφαση του Εφετείου καταλήγει με τη σαφή διατύπωση: «Η έφεση επιτυγχάνει. Η ποινή φυλάκισης 6 μηνών για το αδίκημα βάσει του Άρθρου 210 του Κεφ.154 αντικαθίσταται από ποινή φυλάκισης 18 μηνών. Κατά τα λοιπά, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραμένει ως έχει».

Η απόφαση αυτή του Ανωτάτου Δικαστηρίου λειτουργεί ως σαφές μήνυμα για τη στάση των δικαστηρίων έναντι της επικίνδυνης οδήγησης που προκαλεί θάνατο. Το Εφετείο επανέλαβε με έμφαση ότι η δικαιοσύνη οφείλει να σταθμίζει με αυστηρότητα την κοινωνική διάσταση τέτοιων πράξεων, καθώς, όπως σημειώθηκε στην υπόθεση Μενελάου, «τα θανατηφόρα δυστυχήματα εξακολουθούν να αποτελούν χαίνουσα πληγή για την Κυπριακή κοινωνία».

Send this to a friend