Home ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΚΥΠΡΟΣ Την απέλυσαν επειδή κατήγγειλε σεξουαλική παρενόχληση – Δικαιώθηκε από Ανώτατο
Την απέλυσαν επειδή κατήγγειλε σεξουαλική παρενόχληση – Δικαιώθηκε από Ανώτατο

Την απέλυσαν επειδή κατήγγειλε σεξουαλική παρενόχληση – Δικαιώθηκε από Ανώτατο

Δικαιώθηκε εργαζόμενη συντεχνίας, η οποία απολύθηκε λίγο μετά την καταγγελία για σεξουαλική παρενόχληση που υπέβαλε. 

Σύμφωνα με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, η υπόθεση ξεκίνησε όταν η εφεσείουσα, υπάλληλος και γραμματέας σε συντεχνία, απολύθηκε χωρίς προειδοποίηση στις 31 Ιουλίου 2008, μετά από οκτώ περίπου χρόνια υπηρεσίας. Λίγο νωρίτερα, είχε υποβάλει γραπτή καταγγελία για σεξουαλική παρενόχληση, την οποία φερόταν να υφίσταται από το 2003 έως το 2008 από στέλεχος της ίδιας της συντεχνίας. Το Εργατικό Δικαστήριο είχε απορρίψει την αίτησή της, κρίνοντας ότι η απόλυση δεν οφειλόταν στην καταγγελία, αλλά στη συμπεριφορά της μετά από αυτήν.

Το Ανώτατο, ωστόσο, ανέτρεψε την απόφαση. Στην ανάλυσή του αναγνώρισε ότι, μολονότι η συντεχνία είχε τυπικά εφαρμόσει διαδικασία διερεύνησης βάσει του Κώδικα Πρακτικής για την παρενόχληση στην εργασία, η ίδια η σύνθεση του οργάνου που εξέτασε την καταγγελία δεν εξασφάλιζε το εχέγγυο της αμεροληψίας, αφού ο καταγγελλόμενος ήταν μέλος της. Το Δικαστήριο τόνισε ότι, ακόμη και αν ο ίδιος είχε αποσυρθεί από τη διαδικασία, η αντικειμενική εικόνα της δικαιοσύνης είχε πληγεί, καθώς «η δικαιοσύνη πρέπει όχι μόνο να απονέμεται, αλλά και να φαίνεται ότι απονέμεται», επικαλούμενο και την κλασική νομολογία R. v. Sussex Justices, ex p. McCarthy (1924).

Η κρίσιμη παρατήρηση του Ανωτάτου ήταν ότι η εφεσίβλητη, ενώ γνώριζε την ανάγκη διασφάλισης δίκαιης και αμερόληπτης διαδικασίας, ενήργησε ως εργοδότης και ταυτόχρονα ως δικαστής στη δική της υπόθεση, γεγονός που παραβίασε το δικαίωμα της εφεσείουσας σε δίκαιη μεταχείριση και αντικειμενική κρίση, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο Άρθρο 25 του Συντάγματος για το δικαίωμα στην εργασία.

Το Ανώτατο έκρινε, συνεπώς, ότι η απόλυση ήταν παράνομη, καθώς στερήθηκε της απαιτούμενης αμεροληψίας και βασίστηκε σε διαδικασία εσωτερικά ελαττωματική. Ο τρίτος λόγος της έφεσης κρίθηκε βάσιμος και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε χωρίς να χρειαστεί να εξεταστούν οι υπόλοιποι.

Ως αποτέλεσμα, το Δικαστήριο προχώρησε σε επιδίκαση αποζημίωσης υπέρ της εφεσείουσας, σύμφωνα με τον περί Ετήσιων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμο του 1967 (Ν.24/1967). Λαμβάνοντας υπόψη την επταετή και πλέον υπηρεσία της και τον τελευταίο μηνιαίο μισθό της ύψους €1.450, επιδίκασε συνολικό ποσό €37.700, πλέον νόμιμου τόκου από την ημερομηνία της πρωτόδικης απόφασης. Παράλληλα, επιδικάστηκαν έξοδα υπέρ της εφεσείουσας σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, ενώ δεν εκδόθηκε διαταγή εξόδων εναντίον του φυσικού προσώπου-εφεσίβλητου

Send this to a friend